tpΒιασμός

Ήταν άντρας θεόρατος
Γεμάτος μύες και μυαλό πιο μικρό
Κι από χρυσόψαρο.
Ήταν κορίτσι δεκαεξάχρονο
Γυναίκα ακόμη δεν είχε γίνει.
Την κέρασε ποτά δυνατά
Στο στενό σοκάκι που πίσω απ’ το μπαρ βρισκότανε
Με βία την έσυρε και άρχισε να την γδύνει.
Τα δόντια της τα έσπασε
Της βίασε το κορμί και την ψυχή της διέλυσε
Κι αφού την καταρράκωσε, αφού της πήρε ό,τι είχε,
Γελώντας σηκώθηκε κι έφυγε
Αφήνοντάς την πίσω να βουλιάζει στη ντροπή,
Να σαπίζει στην οδύνη.
Άρχισε να κλαίει γοερά και να σκέφτεται ποιά είναι δική της ευθύνη.

Ένα μικρό σκυλί αδέσποτο, την είδε να κλαίει.
Αμέσως την πλησίασε κι έκλαψε κι εκείνο
Για την δική της θλίψη και οδύνη.
Θέλησε να της γιάνει τις πληγές,
Έτσι την γλώσσα του έβγαλε για να τις γλύψει.

Στο τμήμα το αστυνομικό
Άρχισαν τις ερωτήσεις
– Τι ήθελες κορίτσι εσύ μικρό
Στο μπαρ αυτό το θεοσκότεινο;
Δε μπορεί, του κουνήθηκες
Του ‘κανες τα γλυκά τα μάτια
Πήγαινες γυρεύοντας και τώρα εμείς τι να κάνουμε θέλεις;
Έτσι πέρασε η ώρα και οι ερωτήσεις
Και εν τέλει την πέταξαν πίσω σ‘ ένα σκοτεινό σοκάκι
Κι έμεινε εκεί να κλαίει μόνη της
Να γυρεύει το λάθος της ποιό είναι.
Βούλιαξε στο κλάμα και στη ντροπή
Βούλιαξε στη ντροπή και στο κλάμα.

Ένα μικρό σκυλί αδέσποτο, την είδε να κλαίει.
Αμέσως την πλησίασε κι έκλαψε κι εκείνο
Για την δική της θλίψη και οδύνη.
Θέλησε να της γιάνει τις πληγές,
Έτσι την γλώσσα έβγαλε για να τις γλύψει.

Στο σπίτι της πήγε το πατρικό
Για να κλάψει στην αγκαλιά των δικών της
Μα εκείνοι όταν την είδαν ατιμασμένη και μέσα στη “βρομιά”,
Την έβρισαν και την πέταξαν από το σπίτι.
Αφού το όνομα τους ντρόπιασε και τσαλαπάτησε την τιμή τους,
Θέση δεν είχε πια ανάμεσά τους,
Σαν πόρνη ας γυρνά στους δρόμους και στα μπουρδέλα,
Έτσι, σε ένα σκοτεινό σοκάκι την πέταξαν
Σαν μίασμα να ξεφτίζει.
Έμεινε εκείνη να ρωτά, να ξαναρωτά, ποιά ήταν η δική της ευθύνη
Και μες στο κλάμα βούλιαξε, στο κλάμα και την οδύνη.

Ένα μικρό σκυλί αδέσποτο, την είδε να κλαίει.
Αμέσως την πλησίασε κι έκλαψε κι εκείνο
Για την δική της θλίψη και οδύνη.
Θέλησε να της γιάνει τις πληγές,
Έτσι την γλώσσα έβγαλε για να τις γλύψει.

Πέρασαν χρόνια πολλά από ‘κείνη την αποφράδα νύχτα.
Κανείς δεν την ξανάδε πια, μα ακούστηκαν κάπου-κάπως
Κάποιες ιστορίες, πως μια γυναίκα σε ένα σοκάκι σκοτεινό,
Με περίστροφο σκοτώνει άντρες.
Τους τεμαχίζει καλά-καλά
Και με τα κομμάτια τους,
Ένα μεγάλο, αδέσποτο σκυλί,
Ταΐζει.

***

Ο δικός μας Ερνέστο

Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα!
Ερνέστο εσυ, ο δικός τους Ερνέστο!
Ερνέστο εσυ, ο δικός μας Ερνέστο!
Με το ένα σου πόδι στο Ροσάριο,
με το άλλο στη Σιέρα Μαέστρα,
με μια σου δρασκελιά, Ερνέστο πας ψηλότερα
απ‘ τ‘ αστέρια.
Στα μαλλιά σου της Κούβας έχεις τον καπνό,
στη πλάτη σου είναι η ραχοκοκαλιά ολάκερης
της Κορδιλιέρας,
στα μάτια σου δύει κι ανατέλλει ο ήλιος της
Αργεντινής,
στα χέρια σου σηκώνεις τους αδικημένους
της πλάσης.

Εσύ που την επανάσταση δε την είδες σα να ‘ταν φρούτο ώριμο
και θέλησες το δέντρο της
να κουνήσεις,
εσύ που την 26η του Ιούλη ξαναγεννήθηκες
εσύ που ποτέ δε θα πεθάνεις,
εσύ που των λεπρών τα χείλη εφίλησες
και μια θάλασσα από νύχτα κολύμπησες, κοντά τους να πας
και να πλαγιάσεις,
σε ένα μεθυστικό σου παραλήρημα
άγγελος επι γης ορίστεις!
Μα θεός δεν είσαι σίγουρα,
θεός ποτέ σου δεν υπήρξες
γιατί πάνω απ‘ όλα είσαι Άνθρωπος
που φωτιές στα δυο σου χέρια κλείνεις
και στην καρδιά σου λάβα
αναβλύζει
σκορπίζει
η σκέψη σου εχθρούς
εχθρούς στους πέντε ανέμους
και κοντά σου έρχονται της Αφρικής οι άποροι
της Ευρώπης οι ονειροπόλοι
και τρέμουν μη στο κατόπι τους βρεθείς
οι κυρίαρχοι, κι οι αιώνιοι σαπιοκοιλάδες,
μη κάνεις και τα κελάρια τους
με τον στρατό σου
λεηλατήσεις
Ερνέστο εσυ του Σιμόν γνήσιε απόγονε
και του Εμιλιανού εσυ το μέγιστο
καμάρι,
των ιμπεριαλιστών ο φόβος κι ο τρόμος,
του Ροβεσπιέρου άξιε συνεχιστή
που τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό
κατόρθωσες να παντρέψεις
και των ιδιοκτητών την ιδιοκτησία τους να κλέψεις, τους εφιάλτες τους
εζωντάνεψες μόνο και μόνο με το χαμόγελό
σου
με την αύρα σου,
με τον Ιερό Σκοπό σου,
Ερνέστο εσυ, ο δικός τους Ερνέστο!
Ερνέστο εσυ, ο δικός μας Ερνέστο!
Μια φωτογραφία σου και μόνο αρκεί
Ιερό Εικόνισμα να γίνει
των πληβείων τη καρδιά να γιομήσει με γαλήνη,
τι πιο όμορφο,
τι το πιο ωραίο,
να σ‘ ερωτεύονται οι κοπελιές γι‘ αυτό ακριβώς που είσαι;
τι πιο όμορφο,
τι το πιο ωραίο,
να σε ονειρεύονται οι νιοί,
για την δύναμη, τη θέλησή σου;
τι πιο όμορφο,
τι το πιο ωραίο,
να τρέμουν μπροστά σου οι δυνατοί
να σκιάζοντε ακόμη και τη σκιά σου,
να τρέχουν σαν έρχοντε στο βρώμικό τους τ’ αυτί
από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά τα βήματά σου;
ω, ναι, από χιλιάδες χιλιόμετρα ν‘ ακούν
τα βαριά τα βήματά σου
κι όταν τους πιάνεις απ‘ το λαιμό
να τους στρίβεις τα λαρύγγια
με τα χέρια σου, τα δυνατά,
τα χέρια τα στυβαρά σου,
Ερνέστο εσυ, ο δικός τους Ερνέστο!
Ερνέστο εσυ, ο δικός μας Ερνέστο!

Στα ημερολόγια της μοτοσυκλέτας σου
ιστορία άρχισες να γράφεις,
ιστορία πανανθρώπινη
ιστορία τιμημένη
χωρίς όμως ανούσια παράσημα
μονάχα με κόπο και με δάκρυ
για του άλλου τα βάσανα
τους ινδιάνους, τους καταφρονεμένους,
για της λατινικής Αμερικής το προτεκτοράτο
για τους θησαυρούς που οι βορεινοί λεηλάτησαν
κι έπειτα στης Κούβας τη φυλακή,
ο Τσε εγεννήθει,
πήρε στον ώμο τ‘ όπλο του κι ο ανταρτοπόλεμος είχε ξεκινήσει
και την ώρα ακριβώς που έπρεπε
στο ραντεβού με το πεπρωμένο σου
τ‘ ολάνθιστο λουλούδι σου είχε ανθίσει.
Ερνέστο εσυ, ο δικός τους Ερνέστο!
Ερνέστο εσυ, ο δικός μας Ερνέστο!
Ο Ερνέστο της Αργεντινής,
της Κούβας, όλης της Αμερικής,
του κόσμου όλου,
εσυ, Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα!

Κατάρα!!!
Κατάρα σε ‘κείνους που σε πρόδωσαν,
κατάρα στους χωρικούς της Βολιβίας,
κατάρα στο Γιούρο,
κατάρα στη Λα Ιστιέρα,
κατάρα στη C.I.A.
κι όλα τα σκυλιά που θέλησαν στο κορμί σου ν‘ ασελγήσουν,
όλοι οι μικρόψυχοι όλοι ετούτοι οι κιοτήδες,
που οι βλάκες ενόμιζαν πως θα μπορέσουν να σε νικήσουν.
Μα δε ξέρουν οι άμυαλοι πως δε νικάς μια ιδέα,
μόνο την δυναμώνεις,
την ισχυροποιείς,
όταν με κάποια άλλη φωτεινή ιδεά δεν την αντικρούσεις.
Πως είναι ποτέ δυνατόν,
(αναρωτιέμαι αλήθεια)
πως μπορείς να σταματήσεις έναν ποταμό
την ώρα που φουσκώνει;
πως να σταματήσεις ένα ηφαίστειο
τη στιγμή που από λήθαργο ξυπνάει;
ηλίθιοι, χαζοί, πως θα το μπορούσατε
στ’ αλήθεια;
ακόμα και τα τέσσερα άκρα του
στα τέσσερα που εστείλατε του ορίζοντα τα σημεία,
χα, ηλίθιοι και χαζοί,
έτσι τον βοηθήσατε, -απλά τον βοηθήσατε-,
την γη ολόκληρη ν’ αγκαλιάσει,
και τους σπόρους του τους φτιαγμένους από φωτιά
σε όλα τα γόνιμα χωράφια
να τους σπείρει
και μάθετε το,
και θυμηθείτε το,
η ώρα του θερισμού τώρα πλησιάζει.

Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα!
Ερνέστο εσύ, ο δικός τους Ερνέστο!
Ερνέστο εσύ, ο δικό μας Ερνέστο!

[εικόνα: Tim Lowly]

Σχολιάστε