ak

Δέκα ολόκληρους μήνες είχε να μάθει νέα του η Ανδρομάχη. Φθινόπωρο του ‘73. Υποχρεωτική στράτευση με διαταγή του ίδιου του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Η φοιτητική του αναβολή διεκόπη αιφνίδια τα Χριστούγεννα του ‘72. Το περίμενε… Πάντα πρωτοστατούσε στις φοιτητικές οργανώσεις. Χαρακτηρισμένος αριστερός, τον είχαν συλλάβει κιόλας στην κηδεία του Παπανδρέου. Είχε γυρίσει την πλάτη του στους αστυνομικούς και φώναζε συνθήματα… Πάντα έτσι λειτουργούσε εν θερμώ. Δεν υπολόγιζε κανέναν, δε φοβόταν κανέναν. Αυτό, όμως, ήταν και μέρος της γοητείας του. Γι’ αυτό τον είχε ερωτευτεί, όταν τον πρωτογνώρισε στο Πολυτεχνείο. Ατρόμητος, αντισυμβατικός. Τα σγουρά του τα μαλλιά στο χρώμα του μελιού και τα γαλανά του μάτια δεν την είχαν αφήσει ωστόσο ασυγκίνητη. Οι γονείς της, χουντικοί μέχρι το μεδούλι, δεν τον ήθελαν. Κλέφτηκαν, παντρευτήκαν στα κρυφά. Ακόμα της το κράταγαν μανιάτικο οι δικοί της. Σαν ήρθαν από τη στρατονομία να τον πάρουν, ήταν τριών μηνών έγκυος. Δεν είχε λάβει μήνες γράμμα του, δεν της είχε τηλεφωνήσει, έχασε εν μια νυκτί τα ίχνη του. Στην αρχή νόμιζε πως τον είχαν στείλει στη Λέρο, δεν ήξερε πού να αποταθεί, δεν ήξερε ποιον να πιστέψει. Κόντεψε να τρελαθεί. Από τη θλίψη παρ’ ολίγον να χάσει και το παιδί. Γέννησε μονάχη της τον γιο τους. Η μάνα της ήρθε να της συμπαρασταθεί σαν ήταν λεχώνα. Είχε γλυκάνει με την έλευση του εγγονού. Ο πατέρας της όχι. Δεν την έμελλε, ο καιρός θα τον μαλάκωνε, έπρεπε να έχει υπομονή. Υπομονή… Σάμπως έκανε και τίποτε άλλο δέκα ολόκληρους μήνες;

Το ίδιο πρωί την είχε ειδοποιήσει ένας γείτονας. Κάποιος γνωστός του τον είχε δει στο φρουραρχείο. Πήρε το καρότσι με το μωρό και έφυγε αμέσως για τον σταθμό Λαρίσης. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά δεν την ένοιαζε. Έπρεπε να τον δει. Δεν ήξερε τι θα έκανε σαν έφτανε. Αυτό δεν το είχε σκεφθεί. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να φτάσει. Περπατούσε γρήγορα, σχεδόν έτρεχε. Σαν έφτασε, στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη μπροστά από την γκρίζα πρόσοψη του κτηρίου. Και τώρα; Τι; Πώς θα έμπαινε μέσα; Θα την άφηναν; Ίσως να τη λυπόντουσαν βλέποντάς τη με το μωρό. Ναι, θα έμπαινε και ο Θεός βοηθός! Αν την άκουγε ο Έκτορας, θα την κατσάδιαζε… Άθεος, κομμουνιστής σε όλα του. Ενώ ετοιμαζόταν με αποφασιστικότητα να περάσει το πεζοδρόμιο, ξαφνικά σταμάτησε. Ήταν εκείνος; Μπας και τα μάτια της τη γελούσαν; Κοίταξε εξερευνητικά τον στρατιώτη πάνω στη σκοπιά. Ήταν φρεσκοξυρισμένος. Το βαρύ κράνος και η πλήρης εξάρτυση που φόραγε πάλευαν με την εικόνα του γενειοφόρου φοιτητή με τις καμπάνες και τα πέτσινα σακάκια που τόσο καλά ήξερε η Ανδρομάχη. Κι όμως, ήταν εκείνος. Στάθηκε ακίνητη απέναντί του. Περίμενε υπομονετικά να γυρίσει προς το μέρος της. Και μόνο τότε, όταν την είδε δύσπιστα σαν οπτασία, του έγνεψε με λαχτάρα. Σήκωσε ψηλά τον γιο τους. Ένα δάκρυ κύλησε στο ξυρισμένο του μάγουλο. Σαν άλλος Αστυάνακτας, ο μπέμπης άρχισε κι εκείνος να κλαίει στη θέα του τρομερού στρατιώτη.


Ο Αλέξανδρος Κεφαλάς γεννήθηκε στα Εξάρχεια το 1977. Είναι απόφοιτος του Αμερικάνικου Κολεγίου της Ελλάδας στον τομέα της Ιστορίας της Τέχνης. Στο παρελθόν εργάσθηκε ως επιμελητής έκθεσης σε γκαλερί των Αθηνών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της ιστορίας της τέχνης. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 2007. Έχει γράψει ιστορικό και σύγχρονο μυθιστόρημα, διηγήματα, ποίηση, παραμύθι. Το 2012 συνεργάσθηκε με το λογοτεχνικό fanzin «Αστυδρόμος». Σήμερα αρθρογραφεί κατά καιρούς στην εφημερίδα «Ο Πολίτης» και είναι υπεύθυνος λογοτεχνικής αξιολόγησης στις εκδόσεις Λέμβος.

[εικόνα: Myron Wood, Stone, 1980 ]

Σχολιάστε