[ή
όπου το θ του θανάτου γίνεται το θ των θείων, επειδή, θείος είναι ο θάνατος]
γυρεύω έναν τόπο
έναν ήσυχο τόπο κάτω από τον ίσκιο πεύκου ή συκιάς
ένα σκαμνί και πολύ νερό
γαλήνη να σκεπάζει τη γη κι ένα αεράκι χλωμό να τη σηκώνει
εκεί θα σε ζωγραφίσω σε πλήθος ονομάτων
ενώ το σύκο θα σκάει γινωμένο από τη λάβρα
και, όπως το μέλι του θα δραπετεύει από τους σπόρους και το χείλος της πληγής
θα σέρνω τα πινέλα πρώτα στο χώμα δεύτερα στον άνεμο και τρίτα στο πηγάδι με τα νερά
έπειτα στο χαρτί που θα κλαίει από το ανυπόφορο φορτίο Διαβάστε περισσότερα