ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ ΦΩΤΟ

Στην Ευρύκλεια, στον Θοδωρή, στη Χρύσα,

στον Ηλία, στη Μίνα και σε άλλους

 εξ Αθηνών καλούς φίλους

1. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης κι εγώ

Έχω μιλήσει αρκετές φορές για τον Λαπαθιώτη μέχρι τώρα. Δημόσια, ιδιωτικά σε φιλικά πρόσωπα και παρέες, ακόμα και μόνος μου κάποιες φορές συνομιλώ μαζί του. Μια λοιπόν ακόμα δεν βλάπτει, αρκεί να μην είναι ανιαρή. Η σχέση μας χρονολογείται από τα μέσα περίπου της –μυθικής πια– δεκαετίας του 1980. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν ο ποιητής συμπεριλαμβανόταν στα σχολικά εγχειρίδια κείνης της εποχής. Κατά πάσα πιθανότητα ναι ως ένας χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του νεορομαντισμού, τότε, στη χώρα μας.

Για να μην είμαι απόλυτος λοιπόν, ακόμα κι αν είχα διδαχτεί κάποιο ποίημά του, στο Γυμνάσιο ή στο Λύκειο, αυτό θα ήταν ασφαλώς ένα από εκείνα τα γλυκερά και πολύ ανυπόφορα, όπου περισσεύουν τα επίθετα και λοιπά καλολογικά στοιχεία, τα υποκοριστικά και τα συναισθήματα ξεχειλίζουν τόσο πολύ ώστε, αντί να σε παρασύρουν με ακρίβεια στην ορμή τους, σε αποδιώχνουν. Απολύτως τίποτα δεν μου έμεινε. Άλλοι καιροί, άλλοι οι τρόποι της ποίησης τότε, όπως και τώρα. Η ποίηση βέβαια είναι Ποίηση, ανεξαρτήτως καιρού και παρά τους εκάστοτε τρόπους της. Το ζήτημα είναι να την πιάσεις. Αν και άυλη, μπορεί να γίνει χειροπιαστή.

Η πρώτη μας γνωριμία πάντως έγινε 40 χρόνια μετά την αυτοχειρία του, την άνοιξη του 1984, σε ξένο και για τους δυο μας τόπο, στην Κομοτηνή· όπου σπούδαζα. Δύο αφιερώματα λογοτεχνικών περιοδικών, «η λέξη» και το «Διαβάζω», συνέβαλαν σε τούτη την καίρια στιγμή. Η περίπτωσή του μου κίνησε το ενδιαφέρον πολύ. Κάποια κείμενα και στα δύο αφιερώματα, όπως και τα λιγοστά ποιήματά του, ήταν αρκούντως δελεαστικά, το εναρκτήριο λάκτισμα, το πρωταρχικό κίνητρο, για να το ψάξω λιγάκι περισσότερο. Μπορεί να μην το έκανα αμέσως, έτσι όμως άρχισε η ιστορία μας. Κυρίως με μια μετωπική σύγκρουση μεταξύ Αλέξανδρου Αργυρίου και Γιώργου Ιωάννου γωνία, μεταξύ άκρας λογικής και συναισθήματος. Ούτε το ένα ούτε το άλλο, μεμονωμένα, είναι μέτρα σωστά, πιστεύω. Δυναμικότερος είναι ο συγκερασμός τους.

Τότε είδα και το σπίτι του πρώτη φορά στην Αθήνα. Το είχα ξαναδεί αρκετές φορές πρωτύτερα, μια και τριγύριζα τότε σ’ εκείνη τη γειτονιά φιλοξενούμενος, δεν ήξερα όμως τίνος ακριβώς ήταν. Αργότερα, όταν εγκαταστάθηκα στο κλεινόν άστυ, περνούσα συχνότερα, ιδίως όταν μια εξαιρετική –ακόμα και σήμερα– φίλη μου έμενε στο τέλος της Μεθώνης (όπου τόσο εύστοχα κατά τον Ηλία Λάγιο : «θα με δει, θα σε δει να καυλώνεις…»), λίγο πριν από τη συμβολή της με την Κουντουριώτου, από το παράθυρό της έβλεπα το ερειπωμένο σπίτι του. Άμα με βγάλει ο δρόμος, ξεστρατίζοντας κάποιες φορές, περνώ από κει ακόμα και σήμερα αραιά και πού πια. Του αξίζει ένας χαιρετισμός.

Το ίδιο έτος βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία του Τάκη Σπετσιώτη «Μετέωρο και σκιά», βασισμένη στη ζωή και το έργο του ποιητή, η οποία βραβεύτηκε πολλαπλώς. Μπορεί να φανεί περίεργο, αλλά την ταινία αυτή δεν την είχα δει μέχρι πριν από λίγες μέρες στο διαδίκτυο. Ο σκηνοθέτης δημοσίευσε αργότερα, το 1999, κι ένα εκτενές δοκίμιό του για τον ποιητή συμπληρωμένο με 63 πεζά ποιήματα του λογοτέχνη το οποίο, παρά κάποιες υπερβολές, στάθηκε ένα πολύ καλό διαβατήριο για τον Λαπαθιώτη στον 21ον αιώνα.

Ένα χρόνο μετά, το 1985, κυκλοφόρησε η μονογραφία του Τάσου Κόρφη για τον ποιητή, υποδειγματική κατά την άποψή μου χάρη στην ισορροπία της μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Ο συγγραφέας της που ασχολήθηκε και με άλλους ποιητές της γενιάς του 1920 (Μήτσος Παπανικολάου, Ρώμος Φιλύρα κ. ά), έγραψε μια μελέτη όπου τίποτα δεν είναι υπερβολικό και τίποτα δεν περισσεύει. Αυτή στάθηκε το αποφασιστικό βήμα για την αρχή της έρευνας και της βαθύτερης εμπλοκής μου με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη – τη ζωή, το έργο, τον κόσμο και τις ιδέες του. Όσο κι αν το θέλουμε, όσο κι αν δεν μας αρέσει, κανείς μας δεν είναι πια φωστήρας…

Η αρχή, ομολογουμένως, ήταν αποσπασματική εντελώς και χωρίς καμιάν ιδιαίτερη στόχευση τότε, καθαρά προς ιδία χρήση και απόλαυση μόνο. Επικεντρώθηκα πρωτίστως στο πρωτογενές υλικό του λογοτέχνη, ιδίως στα ποιήματά του, χωρίς όμως να υποτιμήσω και άλλο, δικό του ή δευτερογενές. Μάζευα, μάζευα… «Μάζευε κι ας είναι ρώγες!» Μετά την εγκατάστασή μου στην Αθήνα, από το φθινόπωρο του 1987 και μετά, επισκέφθηκα την Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου ξεφύλλισα και κράτησα σημειώσεις από την πρώτη επιλογή ποιημάτων που είχε κάνει ο ποιητής (1939), αλλά και από το βιβλίο του Δικταίου που είχε κάνει την πρώτη μεταθανάτια έκδοση των ποιημάτων (1964), όπως και από κάποια κείμενα άλλων δημοσιευμένα σε διάφορα παλιά περιοδικά. Το σχετικό υλικό τότε δεν ήταν δα και πολύ.

* * *

Θυμάμαι επίσης το εξής. Το 1992 και ’93, μια παρέα οροθετικών και μη προσώπων –στεναχωρημένοι από τα φιλικά πρόσωπά τους, που τα έβλεπαν να εξαϋλώνονται και να φεύγουν από το aids και, συγχρόνως, εξοργισμένοι από όσα ρατσιστικά άκουγαν– ξεκίνησαν την «Act up – Δράσε» στην Ελλάδα, στα πρότυπα της διεθνούς οργάνωσης. Δεδομένου του ακτιβιστικού χαρακτήρα της, της ηθελημένης μη κρατικής επιχορήγησης και τα πενιχρά οικονομικά μέσα που διέθετε από τις συνδρομές των μελών, μια από τις αρχικές σκέψεις ήταν η κατάληψη και η αποκατάσταση –στο μέτρο του δυνατού– του σπιτιού του ποιητή για τη στέγαση των γραφείων. Αν και ο Λαπαθιώτης ήταν πιο ακτιβιστής απ’ όλους –χθες, σήμερα και αύριο– δεν έγινε τελικά.

Τη νύχτα της 7ης προς 8ην Ιανουαρίου 1994 λοιπόν, 50 χρόνια μετά την αυτοκτονία του Λαπαθιώτη και 10 από την αρχική γνωριμία μας, εντελώς συμβολικά, άρχισα να γράφω μια μονογραφία για τον ποιητή, την οποίαν ολοκλήρωσα το φθινόπωρο του ίδιου έτους – έτσι τουλάχιστον πίστευα τότε. Την ξέθαψα πρόσφατα από τα κιτάπια μου και την ξαναδιάβασα. Έσκασα στα γέλια! Η αφέλεια και ο διδακτισμός, με το δάκτυλο υψωμένο, σε όλο τους το μεγαλείο, λες κι είχα βρει πρώτος την Αμερική…

Ωστόσο, χάρη στην ευγενική μεσολάβηση ενός καλού φίλου, δύο κεφάλαιά της δόθηκαν προς δημοσίευση, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1994, στο περιοδικό «Οδός Πανός», ψευδωνύμως. Με ρώτησε τότε ο Γιώργος Χρονάς γιατί δεν υπογράφω τα κείμενα με τα πραγματικά στοιχεία μου. «Το επίθετό μου μυρίζει πολύ…», του είπα. «Κάνεις λάθος!», είπε, μ’ επέπληξε ελαφρώς και ανέφερε πως το αφιέρωμα στον Λαπαθιώτη θα δημοσιευόταν στο μεθεπόμενο τεύχος του περιοδικού, την άνοιξη του 1995.

Στις 7 Ιανουαρίου 1995, εντελώς τυχαία, γνωριστήκαμε με τη Λιλή Ζωγράφου. Μεταξύ πολλών και διαφόρων, τα οποία έχω καταθέσει σε άλλο κείμενο, η εξαίρετη (και εξίσου παραγνωρισμένη πια) Λιλή μού χάρισε την πρώτη μεταθανάτια έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη, με την επιμέλεια του Άρη Δικταίου και την αφιέρωσή του προς αυτήν. Η Λιλή είχε διαβάσει μονάχα την εισαγωγή, οι σελίδες των ποιημάτων –όπως και των σημειώσεων του επιμελητή– ήταν άκοπες, τι μεγάλη χαρά! Είχα στα χέρια μου πια το γνωστό μέχρι τότε ποιητικό του σώμα.

Το γεγονός τούτο στάθηκε η αφορμή να επισκεφτώ δύο ηλιόλουστα χειμωνιάτικα πρωινά το Ε.Λ.Ι.Α., λίγες μέρες μετά (για την ακρίβεια του λόγου, στα γενέθλιά μου και την επομένη), μπας και υπήρχε κάτι εκεί από το αρχείο του ποιητή που, αμέσως μετά τον θάνατό του, άρχισε να γίνεται φύλλα και φτερά. Υπεύθυνος γι’ αυτό ήταν ο τελευταίος εραστής του, ο περίφημος «Πεταλούδας» όπως τον έλεγαν τότε, ένας «ευειδής» νεαρός κατά τον Γιώργο Ιωάννου, πρεζόνι ολκής. Αυτός, ασφαλώς, θα τον έχωσε βαθύτερα στα «σκληρά». Ηθικό δίδαγμα : Αν δεν έχετε απογόνους, φροντίστε για την τύχη του αρχείου σας εκ των προτέρων…

Αν λάβουμε υπόψη ότι ο Λαπαθιώτης δεν ήταν ολιγογράφος, λίγα μα εξαιρετικά πράγματα βρήκα εκεί. Μια και οι φωτοτυπίες ήταν ακριβές (αν θυμάμαι καλά, 50 δρχ. η σελίδα), αντέγραψα όσα μ’ ενδιέφεραν τότε. Μερικά νεανικά ποιήματά του, ένα θαυμάσιο της ώριμης περιόδου, κάποια μεμονωμένα σατιρικά του ποιήματα αλλά και μιαν άγνωστη σατιρική συλλογή του με πολύ τολμηρό θέμα και αθυρόστομη,  (η οποία –όπως έμαθα στην πορεία– εξαφανίστηκε), και διάφορα αποσπάσματα από άλλα κείμενά του. Κατόπιν άρχισε η αναθεώρηση και συμπλήρωση της μελέτης που είχα γράψει. Πρόλαβα κι έδωσα ένα τρίτο κεφάλαιό της στον Γ. Χρονά, αναθεωρημένο, μαζί μ’ ένα ποίημά μου για τον Λαπαθιώτη.

Το αφιερωματικό διπλό τεύχος του «Οδός Πανός», αρ. 79-80, κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1995. Αν και δεν ήταν η πρώτη έντυπη δημοσίευσή μου, ήμουν περιχαρής όπως και ο εκδότης του. Ας σημειώσω το εξής. Δεδομένου ότι δεν έκανα τις διορθώσεις των τυπογραφικών δοκιμίων, διαπίστωσα πως ο εκδότης (;) είχε αλλάξει μερικές λέξεις σε κάποια σημεία των κειμένων μου, οι δε στίχοι ενός αδημοσίευτου νεανικού ποιήματος του Λαπαθιώτη, το οποίο είχε ακροστιχίδα που σχημάτιζε το ονοματεπώνυμο ενός νεανικού έρωτά του, ήταν μπερδεμένοι.

Κάποια τεύχη που μου δώρισε, τα χάρισα σε φιλικά πρόσωπα. Αργότερα, μου έδωσε μερικά ακόμα, είπε μάλιστα ότι ίσως θα ήταν καλύτερο μια φωτογραφία του ποιητή στο εξώφυλλο του τεύχους : «Θα κινιόταν περισσότερο.» Ας επισημάνω πως τη φωτογραφία του εξωφύλλου, μια θαυμάσια του Ούγγρου φωτογράφου Dmitri Kessel, από την εποχή των Δεκεμβριανών γεγονότων του 1944 και την κατάληψη της Ακρόπολης από τους Άγγλους, του την είχα προτείνει εγώ και την είχε δεχτεί με πολλή χαρά.

Στο μεταξύ συνέχισα την αναθεώρηση και εμπλουτισμό της μελέτης μου, η οποία ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 1995. Ας σημειώσω πως τότε έγραφα με το χέρι ακόμα, είχα μάλιστα την εξής παραξενιά. Αν έκανα κάποιο λάθος, απέφευγα τη μουτζούρα ή το διορθωτικό υγρό κι έγραφα πάλι τη σελίδα από την αρχή. Πίστεψα τότε, λοιπόν, πως είχαν κλείσει οριστικά και τελεσίδικα οι λογαριασμοί μου με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ωστόσο δεν σταμάτησα να τον διαβάζω και να τον ξαναδιαβάζω, τα ποιήματά του κυρίως. Ονειρευόμουν ότι θα κάνω κάποια στιγμή μιαν επιλογή ποιημάτων του, σεβόμενος τη ρητή θέλησή του.

* * *

Το φθινόπωρο του 2007, μ’ έναν τυχαίο εντελώς τρόπο, άρχισαν οι ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις μου στο διαδικτυακό περιοδικό «Ποιείν – Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης.» Η δεύτερη συνεργασία μου στην ιστοσελίδα ήταν για τον Λαπαθιώτη. Ένα σύντομο κείμενο για το πώς ασχολήθηκα μαζί του, κι επτά ποιήματα γραμμένα από άλλους στη μνήμη του (http://www.poiein.gr/archives/1503). Αυτό το κείμενο στάθηκε η μήτρα για τούτο που διαβάζετε τώρα  Έκτοτε και μέχρι το 2011 δημοσίευα πάντα κάτι εκεί, κατά κανόνα στην επέτειο των γενεθλίων ή του θανάτου του. Είχα σκύψει ξανά πάνω του με άλλη ματιά και διάθεση πια, λιγότερο αναπαραγωγική και περισσότερο κριτική και συνθετική. Παρά κάποιες αστοχίες μου, κρατώ πολύ καλές αναμνήσεις από τη δημοσίευση αυτών των κειμένων – ιδίως από τις μελοποιήσεις του.

Δυο τρία άλλα γραπτά μου για τον ποιητή δημοσιεύτηκαν αλλού, έντυπα και ηλεκτρονικά. Έν’ απ’ αυτά μού ζήτησε ο μακαρίτης πια Φώτης Παπαδόπουλος, το 2008, για το πρώτο συλλογικό βιβλίο που θα εξέδιδε : «Canavaccio : Κείμενα περί της ηδονιστικής δρόγης.» Ο Λαπαθιώτης και ο Παπανικολάου είχαν την τιμητική τους. Ένα άλλο έδωσα στον Γρηγόρη Παπαδογιαννάκη και την ιστοσελίδα του «eyelands.gr», το οποίο δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη, την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2013. Το κείμενο αυτό, εμπλουτισμένο με δύο νεότερες προσθήκες, αναδημοσιεύτηκε το 2016 εκτάκτως στην παρούσα ιστοσελίδα με την οποία συνεργάζομαι αποκλειστικά πια προς το παρόν χάρη φιλίας. Ο καθένας μας έχει τα δικά του μέτρα και σταθμά…

Στην πορεία όλων τούτων των χρόνων, ιδίως της τελευταίας δεκαετίας, θα ήταν απρεπές να μην επισημάνω άλλες δύο σχετικές συνεργασίες μου,  η μία διαρκής και άκρως εμφανής, η άλλη λιγότερο. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρξαν νεότερα κείμενά μου για τον ποιητή, μια κι ό,τι πραγματοποιήθηκε, έγινε μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Από το 2008 έως και το 2013, κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, συνεργαστήκαμε με τον Νίκο Σαραντάκο. Γνωριστήκαμε κιόλας από κοντά με τον ίδιον και την οικογένειά του, σ’ ένα ταξίδι τους στην Κρήτη, αρχές Αυγούστου του 2008 στις Αρχάνες.

Θεωρώ πως ο Ν. Σαραντάκος, εξίσου λάτρης του ποιητή, είναι ένας από τους νεότερους μελετητές που συμβάλουν αποφασιστικά και καθοριστικά, προπάντων με αξιοπιστία, στην έρευνα και ανάδειξη του πολλαπλώς παρεξηγημένου Λαπαθιώτη. Καταρχάς, έχει δημιουργήσει μιαν εξαιρετική ιστοσελίδα για τον ποιητή στον παλιότερο ιστότοπό του (http://www.sarantakos.com/liter/lapathiotis.html). Αλλά και με τα, κατά κανόνα δις ετησίως, κείμενά του στο νεότερο ιστολόγιό του, «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», στην υποκατηγορία που έχει το επίθετο του ποιητή, προσφέρει πάρα πολύ σημαντικά πράγματα. Ας προσμετρηθουν και οι πέντε τόμοι με πεζά του λογοτέχνη, που έχει εκδώσει μέχρι τώρα. (https://sarantakos.wordpress.com/category/%ce%bb%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b8%ce%b9%cf%8e%cf%84%ce%b7%cf%82/).

Ενόψει μιας σκοπούμενης έντυπης συνεργασίας μας τότε, μου είχε προτείνει την έρευνα και γραφή ενός άρθρου, το 2011, το οποίο θα δημοσιευόταν στο ιστολόγιό του. Η αφορμή ήταν μια νεανική φωτογραφία του Λαπαθιώτη με άλλους τρεις νεαρούς φίλους του, το 1910. Μεταξύ αυτών, σε στάση εναγκαλισμού με τον ποιητή, ο γιος του Ελ. Βενιζέλου, Κυριάκος. Αν και το θέμα ήταν ενδιαφέρον, ομολογώ πως δεν ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα να μην ανταποκριθώ.

Η συνεργασία μας με τον Ν. Σαραντάκο σταμάτησε προς το παρόν, κατόπιν δικής μου πρωτοβουλίας, τo 2013. Ασφαλώς όχι για λόγους έπαρσης, αυταρέσκειας, προσωπικής προβολής ή κάποιου καπρίτσιου μου… Απλούστατα υπήρξαν κάποια πράγματα που δεν μου άρεσαν. Η δεύτερη, σχετικά πρόσφατη συνεργασία μου δι’ αλληλογραφίας, ήταν με τον εκ Πατρών φιλόλογο Γιάννη Ηλ. Παππά, κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, ο οποίος ετοίμαζε –σε συνεργασία με την επίσης φιλόλογο Μαρία Φωτίου– μια νεότερη έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη. Ανταλλάξαμε κάποιες απόψεις, γνώμες και πεποιθήσεις το 2014. Το βιβλίο κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2015.

* * *

Ας γυρίσω πάλι λίγο πίσω. Θα ήταν το 2007 ή το 2008, όταν ανακοίνωσα σε μιαν καλή –ακόμα και σήμερα– φίλη ότι άρχισα να ασχολούμαι ξανά με τον ποιητή. Δεν έκρυψε τη χαρά της αλλά πρόσθεσε αμέσως χωρίς ίχνος κακίας : «Μα καλά, καριέρα στον Λαπαθιώτη θα κάνεις;» Αν το άκουγα από κάποιον άλλο θα θιγόμουν και θα απαντούσα δεόντως. Η φράση της όμως με προβλημάτισε. Είναι αλήθεια, πολλοί μπορούν να πουν πολλά…  «Ας πάει να λέει», ο καθένας. Εγώ τώρα πια ξέρω βαθιά μέσα μου ότι, ναι μεν η σχέση μας με τον ποιητή –γραπτή και μη– είναι πολύχρονη, αλλά πρόκειται για ένα έργο σε εξέλιξη.

Επίσης γνωρίζω καλά δύο άλλα πράγματα – από τη μια το εξής. Στα τόσα χρόνια ενασχόλησής μου με τον Λαπαθιώτη,  έχω δει δυο τρεις υποσημειώσεις και αναφορές άλλων ερευνητών πάνω στη δημοσιευμένη εντύπως, κατά κανόνα, εργασία μου. Από την άλλη, έχω διαπιστώσει –και δεν είμαι ο μόνος– ότι αρκετοί έχουν «δανειστεί», είτε από τις έντυπες είτε από τις ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις μου για τον ποιητή, ιδέες, φράσεις, ακόμα και ολόκληρα αποσπάσματα, χωρίς να κάνουν μιαν απλή αναφορά στην πηγή απ’ όπου αντλούν το σχετικό υλικό.

Πριν από λίγες μέρες διαπίστωσα έναν εξόφθαλμο διαδικτυακό «δανεισμό» πάνω στο θέμα των μελοποιήσεων του Λαπαθιώτη. Ένας φίλος μού είπε να προχωρήσω σε μήνυση… Μακριά από μένα τέτοια πράγματα! Άσκησα για κάμποσα φεγγάρια τη δικηγορία και δεν ανέχομαι πια τις αίθουσες των δικαστηρίων και την ατμόσφαιρά τους. Παλιότερα στεναχωριόμουν πρώτα, μ’ έπιανε το παράπονο, και μετά θύμωνα, τώρα χαμογελώ. Φταίω εγώ προπάντων, επειδή μου αρέσει να μοιράζομαι κάποια πράγματα με τους άλλους.

Χαμογελώ λοιπόν και θα εξηγήσω τον λόγο. Η αρχική ενασχόλησή μου με τον Λαπαθιώτη μπορεί να μην είχε κάποια ιδιαίτερη στόχευση, αλλά να έγινε για καθαρά προσωπικούς λόγους, όπως ανέφερα. Στην πορεία όμως, όταν άρχισα να γράφω τη μονογραφία, καθώς προχωρούσα, σκεφτόμουν : «Θα γράψεις έτσι για τον ποιητή, ώστε να τον επαναφέρεις κι εσύ δυναμικά στο προσκήνιο!» Το ίδιο ένιωθα όταν άρχισαν και οι σχετικές ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις. Ο στόχος μου πραγματοποιήθηκε, αλλά και ο Λαπαθιώτης –είμαι βέβαιος– νιώθει ικανοποιημένος.

Μα καλά κι εσύ, θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος, πώς κάνεις έτσι, λες και ο ποιητής είναι ιδιοκτησία σου… Εδώ έχουμε έναν Σολωμό, έναν Κάλβο, έναν Καβάφη, έναν Σικελιανό, έναν Σεφέρη, έναν Ελύτη, έναν Ρίτσο… Κι εσύ κάθεσαι και ασχολείσαι με κάποιους παρακμιακούς ελλάσονες – αμάν πια, μας έχεις ζαλίσει! Ούτε ο Λαπαθιώτης ούτε κανείς άλλος, μικρός ή μεγάλος, εδώ ή οπουδήποτε αλλού, είναι αποκλειστική ιδιοκτησία κάποιου. Όλοι οι καλλιτέχνες και στοχαστές, μείζονες ή ελάσσονες, ανήκουν σε όλους παντού. Όμως ένα ελάχιστο δείγμα τιμιότητας αρκεί, έχουμε πήξει στην αλητεία… Όσο για το μικρό ή μεγάλο, θα θυμίσω ένα καταπληκτικό κείμενο του Τέλλου Άγρα (γνώριζε μάλιστα κι έγραψε ένα ωραίο κείμενο για τον Λαπαθιώτη), ποιητής και κριτικός της γενιάς του 1920, «Nihil minor in litteris» : Τίποτα ελάχιστο στη Λογοτεχνία.

Τι απομένει λοιπόν σήμερα – σ’ εμένα, εννοώ; Ασφαλώς δύο βιβλία μου για τον Λαπαθιώτη, διόλου απίθανο να προκύψει και τρίτο στην πορεία. Το ένα με διάφορα κείμενα που κατά καιρούς έγραψα για τον ποιητή, διορθωμένα, αναθεωρημένα και συμπληρωμένα. Το άλλο με δικά του και δικά μου σχόλια. Το πρώτο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα πάρει φέτος τον δρόμο για το τυπογραφείο. Εκτός όμως από τούτο το χειροπιαστό αντίκρισμα της πολύχρονης σχέσης μας, εκείνο που μετρά περισσότερο για μένα είναι η ευχαρίστηση, η απόλαυση που νιώθω όταν μελετώ τα κείμενα ενός καταφρονεμένου και κακοποιημένου πολλαπλώς λογοτέχνη μας ο οποίος, στην πορεία τόσων χρόνων, έγινε πανάκριβος φίλος μου και συμπαραστάτης σε πολλά θέματα ζωής και τέχνης.

2. Σύντομο σημείωμα για το έργο του Ναπ. Λαπαθιώτη

ΜΟΝΟΓΡΑΦΗ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ

Πριν από λίγον καιρό, ενόψει της επετείου των γενεθλίων του Λαπαθιώτη, μια άγνωστη σε μένα δημοσιογράφος ζήτησε τη γνώμη μου για το έργο του. Παρά το γεγονός ότι προβληματίστηκα πολύ, δέχτηκα σχεδόν αμέσως την πρότασή της, ασφαλώς όχι χάρη δημοσιότητας, δεν την έχω ανάγκη στο συγκεκριμένο θέμα. Τι θα κάνεις τώρα – συλλογίστηκα. Μιαν ωραία έκθεση ιδεών με ποιητικό τρόπο, από κείνα τα αβανταδόρικα κείμενα που τραβούν τόσο πολύ στην εποχή μας; Ή μήπως πρέπει να αναδείξεις τα βαθύτερα προβλήματα που υπάρχουν στο λογοτεχνικό έργο του Λαπαθιώτη – εκδοτικώς;

Προτίμησα τελικά το δεύτερο, είναι άγνωστη στους νεότερους η σχετική περιπέτεια που έχει υποστεί και υφίσταται ακόμα και σήμερα το έργο του και, ασφαλώς, ζήτημα πιο σημαντικό, ευρύτερου ενδιαφέροντος, από την προσωπική μου άποψη. Μπορεί να μην είναι ο μόνος, όμως θεωρώ πως είναι, για διάφορους λόγους, αν όχι το κατεξοχήν, ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα που υπάρχουν στη χώρα μας – ο μέχρι πριν από κάμποσα χρόνια αποσυνάγωγος της λογοτεχνίας μας. Γι’ αυτό και μεταφέρω, με λιγοστές προσθήκες, το κείμενο που μου ζητήθηκε.

* * *

Παλιότερα ο μύθος για το πρόσωπο του Λαπαθιώτη, θετικός ή αρνητικός, ήταν ισχυρότερος από το έργο του. Γνωρίζαμε κάμποσα κρίσιμα στοιχεία για τη ζωή και ελάχιστα για τη λογοτεχνική προσφορά του. Σε τούτο συνέβαλαν διάφοροι λόγοι. Πρωτίστως το γεγονός πως ο λογοτέχνης, ακολουθώντας αρχικά τις επιταγές του αισθητισμού, δεν φρόντισε ο ίδιος τη συγκεντρωτική έκδοση αλλά σκόρπισε το ποικίλο έργο του σε διάφορα έντυπα, δυσπρόσιτα σήμερα. Μονάχα προς το τέλος της ζωής του (1939), ενώ είχε ήδη ανατείλει η μοντέρνα ποίηση, δημοσίευσε μια επιλογή 50 ποιημάτων και σχεδίαζε άλλη μία.

Μετά θάνατον το έργο του έπεσε σε χέρια που δεν το μεταχειρίστηκαν πάντοτε με τον καλύτερο τρόπο. Το γεγονός αυτό στάθηκε ο δεύτερος θάνατος του λογοτέχνη για πολλά χρόνια. Μόλις το 1964 έχουμε μια πρώτη έκδοση των περισσοτέρων ποιημάτων του. Παρά τις ατέλειες, δυνάμει αυτής έγινε η πρώτη επικοινωνία του αναγνωστικού κοινού με τον ποιητή, ετεροχρονισμένα. Χάρη στις νεότερες φιλότιμες, επίμονες και επίπονες προσπάθειες διαφόρων, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980 και μετά, το έργο του Λαπαθιώτη επανέρχεται συχνά στο προσκήνιο ως μέσο μελέτης, έρευνας και απόλαυσης, ιδίως στον 21ο αιώνα, είτε άμεσα με εκδόσεις βιβλίων, είτε έμμεσα με θεατρικές παραστάσεις, μελοποιήσεις ποιημάτων κ.λπ.

Σχετικά με το έργο του Λαπαθιώτη πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στο δημοσιευμένο και στο αδημοσίευτο από τον συγγραφέα έργο. Από το πρώτο γνωρίζουμε ένα μεγάλο μέρος του, γύρω στα 300+ ποιήματα διαφόρων ειδών, γύρω στα 100 διηγήματα και 2 νουβέλες, αλλά και κάμποσα κριτικά–αισθητικά άρθρα και μελέτες. Αυτό τουλάχιστον έχει αποθησαυριστεί μέχρι σήμερα. Στην πορεία θα προκύψει ασφαλώς και νεότερο υλικό. Υπάρχει όμως και το αδημοσίευτο έργο, στο οποίο ο Λαπαθιώτης αναφέρθηκε σε μιαν επιστολή του εμφατικά (1942). Το μεγαλύτερο μέρος μιας ανέκδοτης ποιητικής συλλογής του, σατιρικού περιεχομένου, δημοσιεύτηκε ηλεκτρονικά και παρουσιάστηκε πριν από λίγα χρόνια. Αν και ο λογοτέχνης δεν ήταν ολιγογράφος. δεν γνωρίζουμε την έκταση του υπόλοιπου ούτε το είδος του αδημοσίευτου έργου του.

Εύλογο είναι, σ’ ένα έργο που ανακαλύπτουμε σταδιακά, να μην έχουμε μια οριστική και τελεσίδικη κρίση για τη σημασία και την αξία του. Παρά τούτο, θα επιχειρήσω μερικές νύξεις. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να ζούμε και να λειτουργούμε –ακρίτως, κατά κανόνα– με μύθους. Άλλοι είναι αυτοφυείς, πράγματι, και άλλοι χτίζονται ποικιλοτρόπως… Ο Λαπαθιώτης ανήκει στην ποιητική γενιά του 1920, εξαιρετική κατ’ εμέ, η οποία απαξιώθηκε πολλαπλώς από την επόμενη γενιά του ’30, που εισήγαγε τη μοντέρνα ποίηση στη χώρα μας συστηματικά. Ωστόσο η γενιά του ’20, για μένα, είναι πιο αγωνιστική στη ζωή και, ασφαλώς, πιο αισθαντική, αυθεντική (με την έννοια της αμεσότητας) και ειλικρινής στο έργο της.

Ο Λαπαθιώτης ανήκει στη χορεία των ποιητών όπου ζωή και έργο είναι ένα αδιαίρετο σύνολο – χωρίς τούτο να σημαίνει, ντε και καλά, βιογραφισμό κ.λπ. Είτε μας αρέσει αυτό είτε όχι (μας έχουν φάει οι θεωρίες…), ακριβώς έτσι πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε. Έχουμε ξεφύγει πια, ευτυχώς, από κάποιες ελαφριές, αστόχαστες και στρεβλές κρίσεις –υπερβολικές και εμπαθείς κατά την άποψή μου– του παρελθόντος. Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρω δύο. Η πρώτη (1964) κάνει λόγο για «ωραιοποίηση των πάντων κι ας βουρλίζεται η Ιστορία…» Η δεύτερη (1984) θεωρεί πως ο ίδιος και το έργο του «έθρεψε την παραλογοτεχνία.» Το αποκαλυπτόμενο διαρκώς λογοτεχνικό έργο του Λαπαθιώτη, πιστεύω, δεν αξίζει τούτες τις κρίσεις.

Μιας και ο Λαπαθιώτης είναι ένας από τους ελάσσονες ποιητές μας, θυμάμαι πάντα κάποιες καίριες σκέψεις του Έλιοτ : « Θα έλεγα λοιπόν ότι υπάρχει ένα είδος ορθοδοξίας ως προς το σχετικό μέγεθος και τη σπουδαιότητα των ποιητών μας, μολονότι ελάχιστων η φήμη παραμένει αμετάβλητη από τη μια γενιά στην άλλη. Καμιά ποιητική φήμη δεν παραμένει στο ίδιο ακριβώς επίπεδο – είναι σαν μετοχή στο χρηματιστήριο αξιών και υφίσταται διακυμάνσεις. […] Όταν μιλάμε για Ποίηση, με κεφαλαίο το αρχικό, έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε μόνο την πιο έντονη συγκίνηση ή την πιο μαγική φράση – ωστόσο, υπάρχουν πολλά παράθυρα στην ποίηση που δεν είναι μαγικά, που δεν ανοίγουν για να μας δείξουν τους αφρούς μιας μανιασμένης θάλασσας, αλλά που παρ’ όλα αυτά είναι πολύ καλά παράθυρα.»

Ένα τέτοιο ακριβώς παράθυρο είναι η ποίηση του Λαπαθιώτη. Στα ανθρώπινα μέτρα. Ουδόλως στα ιδεολογήματα, στα κινήματα τού νου και της φαντασίας καθενός. Μας μιλά με απλό και συγκινητικό τρόπο για βασικά συναισθήματα και καταστάσεις όπως ο έρωτας, η χαρά, η λύπη, ο πόνος, η ανάμνηση, η αποξένωση, η νοσταλγία, η απογοήτευση, ο θάνατος κ.ά. Πιστεύω πως, όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τους ανθρώπους, τα λουλούδια, τα ζώα, το φεγγάρι, που ερωτεύονται, ενθουσιάζονται, αναλογίζονται, απογοητεύονται, νοσταλγούν, που γελούν ή κλαίνε – η ποίηση του Λαπαθιώτη παραμένει ενεργή. Κι επειδή ο Λαπαθιώτης ήταν τύπος κατεξοχήν νυχτερινός, η ποίησή του, νομίζω, πρέπει να διαβάζεται είτε αργά το βράδυ είτε νωρίς το πρωί. Για τις νύχτες που έγιναν – ή όχι.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Το 2ο μέρος του παραπάνω κειμένου δημοσιεύτηκε πρώτη φόρα στη στήλη «Σαν σήμερα» της ηλεκτρονικής σελίδας της lifo, στις 31 Οκτωβρίου 2017 (http://www.lifo.gr/articles/san_simera/166534).

ΥΓ. Στις 11 Ιανουαρίου 1944, κατόπιν εράνου, κηδεύτηκε ο αγαπημένος μου ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Εκ βαθέων | Βαγγέλης Ψαραδάκης

Σχολιάστε