Οι θεριστές
Το σώμα στη κάμψη της τρίτης αλληγορίας
κατηφορίζει τη πλαγιά σκυμμένο
Δείχνει ν’ ανταμώνει στο βάθος η πληρότητα
με το κούφιο του ίσκιου μιας κερασιάς
Απάνω της ο Λεβάντες υπόσχεται
τα πρώτα του γυμνάσματα
πριν απ’ το γέρμα αποθάνει κι αυτός
Το χώμα πιο πέρα σήπεται
σαν τέφρα που κάποτε φώναζε seminandi
κι ο ουρανός ξοπίσω του περίσσευμα
για το λίγο της γης
Μα στη μέση ο άνθρωπος
ρόδινο αγρίωμα
στην εφηβεία του Σκιροφοριώνα
κόβει το στάρι πριν το σπουδάσουν τα δάχτυλα
μαζεύοντας το βιός του από συνήθεια
σπέρνοντας τα χρόνια του όπως οι άλλοι
Κι είναι το σβέρκο αβάστακτο
και η τρικυμία ίδια
Κανείς εδώ
κανείς εκεί
τον πόνο του δεν τραγουδά
μονάχος το δρόμο σέρνει
Σε θέρισε το θέρος θεριστή
μ’ απόμεινες ν’ ανασαίνεις Διαβάστε περισσότερα