Το γράψιμο με κουράζει, με βασανίζει, μου παρέχει όμως ταυτόχρονα κάποια ευχαρίστηση. Νομίζω οφείλεται στην επαφή μου με τη γλώσσα. Αναπνέω πολύ κοντά στη γλώσσα, αυτό κάνω.

***

Όταν κυκλοφορώ στους δρόμους της Αθήνας θαρρώ ότι ακούω συνέχεια τη χαμηλόφωνη κουβέντα ενός εργολάβου οικοδομών μ’ έναν υπάλληλο του δημοσίου. Κάθε πολυκατοικία μαρτυρεί με τον τρόπο της ότι υποχώρησε τελικά ο υπάλληλος.

***

Η αποστολή του σχολείου δεν ήταν να μας μυήσει στην ποίηση ή τη φιλοσοφία, αλλά να μας μάθει μια γλώσσα, που, χωρίς να είναι ολότελα ξένη από τη δική μας, δεν έπαυε να είναι δυσκολότατη. Αν μελετούσαμε τους αρχαίους σε μετάφραση, όπως οι Γάλλοι ή οι Γερμανοί μαθητές, είναι πιθανό να μας συνάρπαζαν και να ενδιαφερόμασταν εντέλει και για την γλώσσα τους. Αλλ’ αντί να ξεκινάμε από τα έργα για να φτάσουμε στη γλώσσα, εμείς ξεκινούσαμε από τη γλώσσα και δεν φτάναμε ποτέ στα έργα. Μας απασχολούσε το γράμμα και όχι το πνεύμα των κειμένων.

***

Κι εγώ ζω περιστοιχισμένος από φαντάσματα… Δεν μ’ αρέσει καθόλου, όταν τρώω μόνος στο εστιατόριο, να μου παίρνουν τις καρέκλες του τραπεζιού μου. Συνομιλώ με άτομα που απουσιάζουν, ξανασκέφτομαι συζητήσεις που έχω κάνει ή που είναι πιθανό να κάνω στο μέλλον. Δυσαρεστούμαι όταν μου ζητούν τις καρέκλες, γιατί στην πραγματικότητα είναι όλες πιασμένες.

***

Το πρόβλημα είναι ίσως ότι δεν ξέρουμε τι να κάνουμε τα χέρια μας, είπε ο Κώστας. Αντίθετα με τα πόδια, τα μάτια ή τ’ αυτιά, τα χέρια δεν έχουν σαφή προορισμό. Σ’ εμάς εναπόκειται ν’ αποφασίσουμε τι θα κάνουν, να τους βρούμε μια ασχολία. Μαθαίνουμε ένα επάγγελμα για να απασχολούμε τα χέρια μας. Μαθαίνουμε οδήγηση για τον ίδιο λόγο. Οι τσέπες των ρούχων μας μας επιτρέπουν να λύνουμε προσωρινά το πρόβλημα, όπως και το κομπολόι ή το τσιγάρο. Την ιδανική βέβαια λύση την προσφέρει το γυναικείο κορμί. Δεν θα ερωτευόμασταν ίσως, αν δεν είχαμε αυτό το πρόβλημα.

[αποσπάσματα από το μυθιστόρημα Η Μητρική Γλώσσα
του Βασίλη Αλεξάκη, εκδ. Εξάντας, 1995 ]

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Αναπνέω πολύ κοντά στη γλώσσα | Βασίλης Αλεξάκης

Σχολιάστε