
ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΤΕ ΤΟΝ ΧΟΛΑΡΓΟ
Έχω ένα μυαλό που ατρόφησε
από την χρόνια καλοπέραση
στις εφεδρείες
τα σπλάχνα μου σάπισαν
στις κίτρινες τέντες
συχνάζω στη λέσχη
απόστρατων σιτιστών
κοτζάμ λεκανοπέδιο
εγκλωβισμένο στο ασανσέρ
την ώρα που οι θυρωροί
κι οι πυροσβέστες σχολάνε
στοιβάζοντας τσόφλια
στην αιώρα της πιλοτής
βαφτίζω κατόπιν προτροπής
το κλούβιο αυγό
των καιρών μου μελάτο
λέω τα χρώματα ασήκωτα
και το βάρος θολό
την άδεια για περίπτερο
την έχω μοσχοπουλήσει
είναι κι η μελαγχολία μου άκρως συμβολική
χρήσιμη
καθώς οδοντική κλωστή
για τους κοπτήρες των φυτοφάγων
κάτι Δευτέρες καθαρές
και κάτι μαύρες Παρασκευές
είναι που γίνομαι κανονικός
ωτακουστής ή αν προτιμάτε ματάκιας
τα φώτα ομίχλης βλέπω ν’ ανάβετε
μη τύχει και συγκρουστούν οι γειτονιές
μετωπικά κι έχουμε άλλα
βαθειά μες στο αυθαίρετο δώμα
οι παιδικές μου πρωτομαγιές
πλάθουν ανέμελες πλαστελίνες φωσφόρου
πνίξε τη μπουκιά σου
να τελειώνουμε ο ήλιος
παραμένει πλάσμα φασματικό
αδύνατο να διανεμηθεί στον πληθυσμό
κι ας είναι καρκινογόνος
στο φιλοδώρημα να είσαι τυπικός
φτύσε στη λαδόκολλα
τις δεκάρες σου με την ψίχα
πριόνισε τα ποδάρια που τρίζουν
αρκετά περιμέναμε τους ξυλουργούς
το παλούκι πάνω στο οποίο κάθεσαι
δύο δεκαετίες κοντά
σε λίγο θα πάει στρατό ή θα αποφοιτήσει
τι κρυοπάγημα στο σαλόνι νυχτιάτικα
στάγδην βραδέως
μέσα απ’ τα κλιματιστικά
στη Πίνδου θερίζουν ένα ακόμα τάγμα αλπινιστών
ο Αύγουστος
είναι κοινόχρηστος βόμβος
συχνά απ’ το κεφάλι μου ξυστά
περνάνε χαρταετοί
μαζί με τα χέρια
που βαστάνε το σπάγκο
απ’ το αυλάκι του Υμηττού
εκτελωνίζεται το κοκκινόχωμα
στα σωθικά μου
αυτό που πίστεψα οικογένεια
μοιάζει ενέδρα σε κορφοβούνι
τουλάχιστον ξεχρέωσα την οδική
κυρίως υπνοβατώντας
τα χνώτα μου χάραξα πάνω στου συνοδηγού
το θαμπό καθρεφτάκι
και τώρα αλλήθωρος απ’ το ποτό
και προφανώς εθισμένος στην πούδρα
κομμένος στο ξύρισμα εκ γενετής
σας γράφω εκεί που δεν πιάνει
εξάλλου την ουλή μου την έχω θαμμένη
στις νεραντζιές
μαζί με χήρες χουντικές
που ξέρουν ιστορίες υπέροχες
απ’ τον καιρό της ειρήνης.