Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τό μοναστήρι, ἀπ᾿ ὅσες
γυναῖκες τοῦ Στειριοῦ συμμαζευτῆκαν
τόν Ἐπιτάφιο νά στολίσουν, κι ὅσες
μοιρολογῆτρες ὥσμε τοῦ Μεγάλου
Σαββάτου τό ξημέρωμα ἀγρυπνῆσαν,
ποιά νά στοχάστη – ἔτσι γλυκά θρηνοῦσαν! –
πώς, κάτου ἀπ᾿ τούς ἀνθούς, τ᾿ ὁλόαχνο σμάλτο
τοῦ πεθαμένου τοῦ Ἄδωνη ἦταν σάρκα
πού πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ὁ πόνος
στά ρόδα μέσα, κι ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος,
κ᾿ οἱ ἀναπνοές τῆς ἄνοιξης πού μπαίναν
ἀπ᾿ τοῦ ναοῦ τή θύρα, ἀναφτερώναν
τό νοῦ τους στῆς Ἀνάστασης τό θάμα,
καί τοῦ Χριστοῦ οἱ πληγές σάν ἀνεμῶνες
τούς φάνταζαν στά χέρια καί στά πόδια,
τί πολλά τόν σκεπάζανε λουλούδια
πού ἔτσι τρανά, ἔτσι βαθιά εὐωδοῦσαν!
Ἀλλά τό βράδυ τό ἴδιο τοῦ Σαββάτου,
τήν ὥρα π᾿ ἀπ᾿ τήν Ἅγια Πύλη τό ἕνα
κερί ἐπροσάναψε ὅλα τ᾿ ἄλλα ὡς κάτου,
κι ἀπ᾿ τ᾿ Ἅγιο Βῆμα σάμπως κύμα ἁπλώθη
τό φῶς ὦσμε τήν ξώπορτα, ὅλοι κι ὅλες
ἀνατριχιάξαν π᾿ ἄκουσαν στή μέση
ἀπ᾿ τά «Χριστός Ἀνέστη» μίαν αἰφνίδια
φωνή νά σκούξει: «Γιώργαινα, ὁ Βαγγέλης!» Διαβάστε περισσότερα