
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΣΚΑΒΟΥΝ
τα νύχια σου, εκεί κι εγώ κατοικώ. χωρίς ιδιοκτησία στα μάτια σου, το αύριο παραλλάσσω σε χίλιες δυο ακτίνες φωτός· μα το λιμάνι που κοιτάζαμε τα πλοία να φεύγουν, έχει κι εκείνο ημερομηνία λήξης. και τα νύχια σου κουράστηκαν πια να σκάβουν. εγώ, τριγυρνώ σαν άστεγος, την οδό Αναξιμάνδρου ψάχνοντας να βρω, με τα πόδια στο μπετό βουτηγμένα. θάναι —ίσως— κρυμμένη, κάπου στης πόλης τα πλατύφυλλα, μαζί με το δέκατο τρίτο σκαλοπάτι που οδηγεί στην υπέροχη θέα, κάτ’ απ’ την σάρκα του τεντωμένου καθρέφτη. κουρασμένα νύχια τα νύχια σου· σπασμένη βούληση η βούλησή μου· η θάλασσα που δεν κουράζεται να κουβαλά κουφάρια. μια πόλη δίχως οδό Αναξιμάνδρου, με ιδιόκτητα μάτια και τετριμμένο φως.
ΜΙΚΡΟ ΣΚΑΛΙΣΜΕΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
στα μάγουλά σου. εκεί που σε είδα να λούζεσαι στο σεληνόφως και ξέχασα όσα μέχρι τότε βρεθήκαν στο πουκάμισό μου ραμμένα. όταν ξηλώνεται απ’ την πέτσα η οδός, τα σκαλοπάτια δείχνουν όλα φαγωμένα απ’ τον χρόνο. ήθελα μονάχα τον κόσμο σου να μάθω και στο τέλος, ό,τι έμαθα, ήταν ο τρόπος να βαστώ την νύχτα για να μην πνιγεί στο ξερατό της.
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
σ ένα παγκάκι ξάπλωνε της Ιπποδρομίου. με μάτια μισόκλειστα το κοίταζα, σα νάθελα να εκμαιεύσω μια καταγωγή· αλλά τέτοια πράγματα είναι ήδη χαμένα από χέρι. πλησίασα, το κράτησα στα χέρια, κίνησα να ξεφυλλίσω τις σελίδες, να δω πόσες στιγμές χωρούν μέσα στο σώμα ενός μαύρου νάνου. οι τρεις πρώτες σελίδες είχανε ήδη αρκετά. ο δρόμος ήταν αδειανός κι εμείς θέλαμε παρέα. ο ουρανός δεν είχε όρεξη για κουβέντες· η θάλασσα ήταν ανυπόφορα μακριά. δυο ώρες μετά, γυρίζαμε στο σπίτι με μια πρώιμη ικανοποίηση για την αναπάντεχη συνάντηση. μια τέτοια εξέλιξη, μπορεί πάντοτε να στιγματίσει όποιον δεν περιμένει να βρει φτερά μαραμένα που μπορούν ακόμα να πετάξουν. πόσο μάλλον ένα βήμα προτού βουτήξει στην άσφαλτο, το μικρό βιβλίο πούχε το στόμα ανοιχτό, να κρέμεται σ’ ένα παγκάκι άθλιο, στην Ιπποδρομίου, κάτω απ’ την σκιά του μαύρου νάνου.
ΜΙΣΟ ΠΟΤΗΡΙ
ξαπλωμένο στο πάτωμα· το άλλο μισό στην ντουλάπα καρφωμένο, κει που τα παιδιά στοιβάζαν τα παλιά τους παιχνίδια. στο ψιλικατζίδικο τα τσιγάρα έχουν τελειώσει· τα ψυγεία είναι άδεια και τα ράφια γυμνά. πού να ψάξεις να βρεις έναν καινούριο λόγο, για να επιστρέψεις στο μέρος όπου εκτυλίχθηκε ολάκερη η ιστορία της γης; φαντάζει μάταιο, όπως περίπου η περιστροφή της γης, γύρω από μια κούφια βέργα.
φωτογραφία: Πάνος Κεφαλάς