Αντίλαλοι
Γίνεται άγονος ο χρόνος κι ο εαυτός μου
όταν φεύγεις
και μένω να κοιτάζω τους ανθρώπους
όπως τις παλιές φωτογραφίες που ξεθώριασαν.
Κι αν για πρώτη φορά η αγάπη παίζει το σκοπό της,
στις καμάρες της αγοράς
ματώνει ο ήλιος
κι η γλώσσα πιάνεται στον τροχό του φόβου
κι αγωνία τρελή
φτερούγισμα της νυχτοπεταλούδας
σαν αλαργαίνει απ’ το φως.
Αντίλαλοι
ακούγονται αντίλαλοι
από τα κύματα που σπάνε στους ελπιδοθραύστες.
***
Αναποδογυρισμένος
Κάποια βράδια
ο κόσμος αναποδογυρίζει·
περπατώ τους ουρανούς της πόλης
και σ’ αυτούς φανάρια δεν υπάρχουν ούτε διαβάσεις.
Η βροχή έγινε πιο αρμυρή κι η θάλασσα ουρανός μου
και τα σύννεφα που κρύβουν το φως μου
είναι ο αφρός των κυμάτων… τώρα κοιμάται.
Τώρα έχει φως
κι ο κόσμος είναι αναποδογυρισμένος.
Αυτά τα βράδια πιάνει το φλάουτο
ο λεβάντες στα δροσερά του χέρια
κι η ζωή όλο πιο κοντά ζυγώνει, ντροπαλή και μόνη
κάτω κανενός τα χνάρια δεν κοιτάζει
παρά μόνο χαμηλώνει το βλέμμα
μήπως κάποιον ήλιο πατήσει και αυτός πονέσει.
Ο κεραυνός φυτρώνει στο παγκάκι δίπλα
νανούρισμα γλυκό ο κρότος του μπρος σ’ εκείνον
που κάνει η ζωή μου… κάθεται εκεί μαζί μου
ανενόχλητα η ανέμελη αντοχή μου
τα δαντελένια ακρογιάλια ψηλά ν’ αγναντεύει
στην θαλασσόβρεχτη ακτή, που ονειρεύεται το σπίτι
να ζηλεύει… σε κάθε του βοριά αναστεναγμό.
Κάποια βράδια σαν κι αυτό
ο κόσμος γίνεται ίσιος γιατί ανάποδα γυρίζει.
εικόνα: Τριαντάφυλλος Σούρρας