Μία ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη | Βαγγέλης Ψαραδάκης #1α

Περί άφαντου χειρογράφου και άλλων ολοφάνερων πτυχών

Ανάμεσα στα σκόρπια κατάλοιπα χειρόγραφα του Ν. Λαπαθιώτη [1888 – 1944] που δεν κατέληξαν, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο λογοτέχνης σε μιαν επιστολή του προς τον Πέτρο Χάρη, το 1942, ενάμιση περίπου χρόνο πριν αυτοκτονήσει, «να τελειώσουν, όλ’ αυτά σε μπακάλικα και σε μανάβικα, σαν απλό χαρτί περιτυλίγματος!», αλλά βρίσκονταν κάποτε στον οικείο φάκελο του -μικρού, σε έκταση, σημαντικού όμως σε περιεχόμενο- τμήματος αρχείου του συγγραφέα στο Ε.Λ.Ι.Α. (το οποίο καλύπτει εντελώς αποσπασματικά και αλματωδώς, προπάντων όμως ποικίλα και πλουμιστά, τη μακρά χρονική περίοδο από την πρώτη νεότητα μέχρι και την ώριμη ηλικία του λογοτέχνη [1906 – 1943], από τα 18 μέχρι και τα 55 χρόνια του), υπήρχε και μια ευρύτερη σειρά χειρόγραφων ποιημάτων, ανέκδοτων, με ενιαίο θέμα, περιεχόμενο και τίτλο.

Υπήρχε, πριν από κάμποσα χρόνια, μιας και τώρα πια δεν υπάρχει το εκτεταμένο χειρόγραφο στον φάκελο του συγγραφέα∙ τουλάχιστον από το 2005 και μετά, που ταξινομήθηκε το σχετικό αρχειακό υλικό. Την έλλειψή του την πληροφορήθηκα τηλεφωνικώς 3 χρόνια αργότερα. 10 χρόνια νωρίτερα, όμως, στα μέσα Ιανουαρίου του 1995, είχα την άφθαστη και άφθαρτη χαρά να ξεφυλλίσω το γενικότερο περιεχόμενο του μερικότερου αρχείου και, ειδικότερα, τη συγκεκριμένη σειρά ποιημάτων στο κτήριο του Ε.Λ.Ι.Α., στην Αθήνα, δυο χειμωνιάτικα -απρόσμενα ηλιόλουστα- πρωινά στις παρυφές της Πλάκας. Διαβάστε περισσότερα

Nήσου Κύπρου | Κώστας Ρεούσης

Με την αθλιότητα του χειραγωγημένου κρατικού/ιδιωτικού πολιτισμού της νήσου Κύπρου και την πειθήνια υποταγή των πρεσβευτών/διακονητών του.

Ένα πτώμα σε κατάσταση προχωρημένης σήψης. Ένα πτώμα, όμως, ευέλικτο και κατά περιστάσεις κερδοφόρο. Με τον ένα ή με τον άλλο, αισχρότατο, τρόπο κατορθώνει να βγαίνει λάδι, να αποστασιοποιείται καταστάσεων, να ενδύεται το απυρόβλητο του χι-ψι-ωμέγα καλλιτέχνη, να ενδιατρίβει -με απόλυτη επιτυχία- στο κατάπτυστο άθλημα των αριστοκρατικών/αριστοκλανικών δημοσίων σχέσεων, να επαίρεται με την ανεξαρτησία της τέχνης του, να τα παντελονιάζει με μαεστρία ενώ, παράλληλα, φροντίζει και τον πολιτιστικό/πολιτισμικό τουρισμό του συναντώντας τα όμοια πτώματα/ζωντόβολα άλλων χωρών και μπασταρδεμένων προγραμμάτων πρεσβειών, μέσω των αρμόδιων/αναρμόδιων μορφωτικών υπηρεσιών.

Είναι δεκαπέντε χρόνια, τώρα, που παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς και φορές εκ των έσω, άλλοτε συγκεκαλυμμένα κι άλλοτε απροκάλυπτα, διαδρομές και συμπεριφορές περισπούδαστων και καταξιωμένων από τα γεννοφάσκια τους ή απ’ την πορεία τους ή όχι, τρομάρα τους, ανθρώπων απ’ όλες σχεδόν τις αποχρώσεις/κατηγοριοποιήσεις/εκφάνσεις της βεντάλιας/αγκινάρας/παρτούζας της τέχνης. Εικαστικοί, κινηματογραφιστές, θεατρίνοι, μουσικοί, συγγραφείς, ποιητές, φωτογράφοι και άλλοι δημιουργοί, που συναναστράφηκα ή που από απόσταση συγκέντρωνα τις υπερπραγματικά εύφλεκτες πληροφορίες (ικανές να στοιχειοθετήσουν, δε θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, δικογραφία για εσχάτη προδοσία), επιδόθηκαν και επιδίδονται σ’ ένα οργιαστικό φαγοπότι προσωπικών φιλοδοξιών, απρόσωπων βραβείων, αγελαίων μεθοδεύσεων, ομαδικών διακανονισμών, διασπαστικών πρακτικών, παρηγορητικών ανοχών, σχισματικών ενοχών και ο κατάλογος με τα «στολίδια» δεν έχει τέλος.

Από κοντά και οι συντάκτες/δημοσιογράφοι της πολιτιστικής αρθρογραφίας -διαμέσου των ελεγχόμενων/κατευθυνόμενων έντυπων και ηλεκτρονικών Μέσων, όπου εργάζονται και δουλικά υπηρετούν-, φροντίζουν στο ακέραιο τη μακάρια διαιώνιση του καρκινώματος της αυτολογοκρισίας, της λογοκρισίας, της αποσιώπησης, της αμάθειας, της ημιμάθειας, της παραπληροφόρησης, της άγνοιας, της αδιαφορίας, της διεκπεραίωσης, της ρουφιανιάς και της αλητείας τής, αλίμονο, «αμεροληψίας» και «δεοντολογίας» του λειτουργήματός τους.

Πλησίον, και σε απόσταση αναπνοής, ένα εγκληματικά απαίδευτο κοινό, ένας συγκεχυμένος όχλος, ένας συρφετός αμήχανων χειροκροτημάτων. Κυκλοφορώντας σημαιοστολισμένος ανάμεσα σε αυλοκόλακες, παραφερνάλια και σφουγκοκωλάριους των ξεγάνωτων τενεκέδων πρεσβευτών/διακονητών ενός, υπό διαρκή κατρακύλα, επιφανειακού πολιτισμού. Ένας αξιοθρήνητος, εύρωστος (σαφώς) οικονομικά, αχταρμάς. Ικανός, ικανότατος εντούτοις, να σχηματίζει άποψη και να καθορίζει/επιβάλει κάλπικα οράματα επί οραμάτων και ρεπλίκες καλλιτεχνικών επιδιώξεων χειραγωγώντας ευφάνταστους αδαείς ή κοκορόμυαλους ρέκτες, σε προδιαγεγραμμένη πτώση στον Καιάδα των συνωμοτικών κι εντέχνως -πατριωτικά ανάπηρων- προδοτικών συμφερόντων του.

Όχι μακριά, αλλά από θέση ισχύος τηβέννου, και η ακαδημαϊκή κοινότητα – κρατικών και ιδιωτικών αυτιστικών πρυτανείων. Εδώ, μεσουρανεί η θεωρητική δομή/κατασκευή, πρακτική λειτουργία, στρατηγική/τακτική και επικοινωνιακή πολιτική του εκάστοτε πανεπιστημιακού ιδρύματος: η διαπλοκή με τους «ευεργέτες/χορηγούς/πολιτικούς» και άλλους χρησιμότατους αφανείς/επιφανείς εταίρους ή μεσάζοντες, η παραγωγή/απόκτηση ελεγχόμενων/καθοδηγούμενων πτυχίων, η στείρα διακίνηση πνευματικών ανησυχιών, η πολιτικά/κοινωνικά ορθή ένταξη/δραστηριοποίηση, η εντός προσχεδιασμένου πλαισίου περιφρούρηση άκυρων έως ανύπαρκτων θεσφάτων και η συστηματική εκμάθηση της τέχνης του γλειψίματος, του εντυπωσιασμού, της κυριλέ «πορνείας» και της αλάθητης πουστιάς, λαμογιάς και πισώπλατα επιδέξιας, πάντοτε μεταξωτής, μαχαιριάς.

Λευκωσία, Χειμώνας-Άνοιξη-Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2015

Συνέντευξη Γιώργου Χρηστέα στο Νίκο Λέκκα

5887-800

Τις προάλλες περπατούσα στην Ομόνοια μετά από χρόνια. Όχι, δεν έψαχνα την πρέζα μου, δεν περπατούσα με το γιούφι (έτοιμο για χρήση όσο το δυνατό πιο γρήγορα) σε εύκολη θέση στα ιμάτια μου. Αντίθετα, περπατούσα χωρίς βιασύνη και άγχος με πενιχρό χαρτζιλίκι στην τσέπη, ατάραχος, πίνοντας αργά ένα μεγάλο κουτί 7% μπύρα Α, και καπνίζοντας απανωτά άφιλτρα Καρέλια Αγρινίου, την μάρκα που τραβάω τ’ αρχίδια μου να τη βρώ, μετά το μποϊκοτάζ που έκανα στα αμερικανικά καπνά της Χρυσής κασετίνας, επίσης άφιλτρου, τότε που τα είχα όλα ωραιοποιημένα και πίστευα ότι όχι δεν τρέχει και τίποτα να χτυπάς ενέσεις στις στοές του πολυαγαπημένου ομφαλού της Αθήνας που λέγετε Ομόνοια και ταυτόχρονα να κάνει πολιτιστικό ρεπορτάζ (για τα φράγκα και μόνο, και αυτά για να πληρώνεις τις εξαρτήσεις σου) στην σχεδόν φασιστική (επίσημα Ν.Δ.) φυλλάδα Απόφαση. Και βέβαια το πλήρωσα ακριβά.

Εκεί που περπατούσα πάνω στην πλατεία, το μάτι μου κολλά σε ένα ζευγάρι που την έχει αράξει με φραπεδάκια (11η πρωινή γαρ). Εκείνη ρωσιδα καυλιάρα 40αρα με μεγάλο ντεκολτέ με κάτι λαχταριστές στητές βυζάρες εκείνος ένα νεαρός 25αρης Σύριος με στενό ξεκούμπωτο έως χαμηλά μαύρο πουκάμισο με πετσί στο λαιμό και μια τρίχα όνειρο, γυμνασμένο κορμί, τατουάζ στους βραχίονες. Απέφυγα να σκεφτώ την μπαρόβια Γιώτα, με βυζάρες για καθημερινή μαλάκια, μακαρίτισα στα 22 της και το Νίκο φορτηγατζή (που επίσης προτιμούσε ενδυματολογικό κώδικα σαν του Σύριου) που τώρα στο φορτηγό ακούει Εν Λευκώ γιατί πιστεύει ότι έτσι αναβαθμίζεται και δεν έχει ιδέα από την καύλα της λαϊκότητας των φορτηγατζήδων γιατί… έτσι την είδε. Και τις δυο τους είχα ερωτευτεί. Στα 90’s. Ξεκόλλησα το μυαλό μου. Στην πλατεία υπάρχει πρέζα να πιεί και η μάνα μου και δεν θέλω υποτροπές. Διαβάστε περισσότερα

Η τέχνη του παιχνιδιού | Γιάννης Πάσχος

white_scenary_nude_girl_silence_creativity_nature_photography_sitting

Με τον Μίλτο Σαχτούρη, αν κι εκείνος βαριόταν τις μετακινήσεις και τα σχετικά, συναντιόμασταν κάθε Σάββατο απόγευμα σε υψόμετρο περίπου χιλίων διακοσίων μέτρων, κάπου στα βουνά της Πίνδου -εκεί που οι κυνηγοί σκοτώνουν κάθε χρόνο δεκάδες λαγούς- και παίζαμε σκάκι. Ερχόταν με ένα σούπερ πούμα της πολεμικής αεροπορίας, εγώ πήγαινα με τα πόδια. Έκανα περίπου πέντε ώρες να φτάσω, αλλά ήμουν τόσο χαρούμενος, που όλη αυτή η ανηφοριά δεν με κούραζε. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν τις διάφορες τακτικές που θα ακολουθήσω, που θα τοποθετήσω τα πιόνια μου, τις κινήσεις του πύργου μου και των αξιωματικών. Ήμουν ευτυχισμένος. Μόλις συναντιόμασταν, ανεβαίναμε στην κεφαλή μιας πανέμορφης στρουθοκαμήλου που τη λέγαμε Ιζαμπέλ (προς τιμήν της πανύψηλης Ιζαμπέλ Γκουλάρτ, μοντέλου από την Βραζιλία) και ανοίγαμε το σκάκι. Στήναμε τα πιόνια, ενώ είχαμε μια υπέροχη θέα στα βουνά και τα ποτάμια, αλλά και στις πόλεις και τους ανθρώπους που βρισκόταν πίσω από τα μεγάλα βουνά της Ευρώπης, τις Άλπεις, τα Πυρηναία, τα Ουράλια, τα Καρπάθια, τον Καύκασο και τα Απέννινα. Οι πρώτες κινήσεις ήταν αναγνωριστικές, συνήθως, εκείνος ήταν πιο επιθετικός, μετακινούσε ένα ποταμό της Ιταλίας για να με πνίξει -δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του- κι εγώ απαντούσα με διαγώνια κίνηση επί των Δειναρικών Άλπεων για να στρέψω όλη τη ροή του ποταμού κατά πάνω του. Αναστατώναμε τον πραγματικό κόσμο και τους εαυτούς μας. Αλλά είχαμε και το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε τα μέλη του σώματός μας στο παιχνίδι –συμφωνημένα, καθαρά πράγματα από την αρχή- κατά πως εξυπηρετούσε τον καθένα. Έτσι, κάποιος καλός παρατηρητής, όπως για παράδειγμα η καλή μας η Ιζαμπέλ θα έβλεπε συχνά ένα χέρι, ένα πόδι, ένα μάτι να έχει αντικαταστήσει κάποιο πιόνι που χάθηκε. Η συμφωνία μας αυτή, μας έδινε το δικαίωμα μιας συνεχούς τροφοδοσίας και άμεσης αντιμετώπισης των απωλειών οποιουδήποτε πιονιού, ακόμη και αυτού που κατείχε τη θέση του βασιλιά ή της βασίλισσας. Με τον τρόπο αυτόν, κάθε μας παρτίδα διαρκούσε πολλές μέρες και νύχτες. Τις μέρες είχαμε για συντροφιά το φως του ήλιου ή την αιφνίδια λάμψη κάποιου εξαιρετικού, μη αναμενόμενου κοινωνικού γεγονότος και τη νύχτα, ανάλογα με το κέφι μας, επιλέγαμε τα φωσφορίζοντα μάτια του λύκου, το επιπόλαιο φως των πυγολαμπίδων, τις αντανακλάσεις από τα φωτοστέφανα των αγγέλων ή τα εξήντα επτά φεγγάρια του Δία. Διαβάστε περισσότερα

Πληγείσες Περιοχές/Γυμνές Ιστορίες | Γιώργος Χριστοδουλίδης

sofia-lopez-mac3b1an

Το καφέ βιβλίο

                       στον Ζοζέ Σαραμάγκου

Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
και πίνω μια ξανθιά μπύρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος; Διαβάστε περισσότερα