Ο καθρέφτης | Άννα Εμμανουήλ

Μιλώ.
Σκίρτημα νιώθω.
Σαν νερό το κορμί μου τρέχει στο φως.
Βουβός πόθος.
Αίμα μου.
Άκου πως η καρδιά μου, κάνει κάτω απ’ το δέρμα μου.
Κοίτα.
Στο στήθος μου τρέχει ένα άστρο.
Στα μαλλιά μου, χυμένα στη μέση,
ξαποσταίνουν τα άνθη…
Ο ουρανός μου είναι τα χέρια σου.
Νοερή σιωπή σε μαύρο φόντο.
Άγγιξε με.
Σύρε κοντά μου.
Γύμνωσέ με.
Δίχως άλλο.
Άκου με.
Δες με.
Στον καθρέφτη μου.
Στην μορφή μου έλα κοντά.
Σφίξε με δυνατά.
Το ψέμα σου είμαι.
Ρίξε με.
Στης κλίνης την πυρά.
Να λάμψει η αλήθεια.
Μείνε κοντά μου.
Η ηδονή να τρέχει εντός μας.
Στον λαιμό μου να φεγγίζεις φιλί αλαβάστρινο.
Κράτα με.
Στα μεγάλα τα μάτια μου.
Δες…
Να πλημμυρίζουν τα κόκκινα πελάγη του Έρωτα.
Δες…
Στα χείλη μου να νιώσεις την δίνη…
Άφησε με μαζί σου.
Να σβήσει απάνω μου η θωπεία σου.
Μ’ ακούς;
Ελέησέ με.
Τάξε μου ασημένια φεγγάρια.
Στον καθρέφτη της κάμαρης,
να φωτάει η φωτιά που ανάψαμε…

3 ποιήματα | Κ. Π. Καβάφης

Μονοτονία

Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι —
η όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Aυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.

[1908]

*

Τελειωμένα

Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λιώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μάς απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μας συνεπαίρνει.

[1911]

*

Ζωγραφισμένα

Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κοιτάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τί ωραίο παιδί· τί θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πια για να το αποκοιμίσει.—
Κάθομαι και κοιτάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.

[1915]

Παγκόσμια ημέρα ποίησης | Νίκος Σφαμένος

να βρείτε μια μεγάλη αίθουσα
—με την κατάλληλη διακόσμηση, έτσι;—
να ετοιμάσετε πολυσέλιδες ομιλίες
και οι ηχηρές αναγνώσεις να έρθουν μετά
φροντίστε οι προσκλήσεις να φτάσουν στην ώρα τους
—ονόματα που προκαλούν ρίγος—
τηλεοπτική κάλυψη φυσικά
μα ναι πιείτε αρκετό κρασί
και αρκετές ώρες μετά να γυρίσετε
σπίτια σας
και να έχετε έναν ευχάριστο ύπνο


*από τη συλλογή Αυτά που γράφτηκαν κάτω από βρώμικο φως, 2008

Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές | Γιάννης Βαρβέρης

Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε πού και πού
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί — ξεχασμένοι έστω
εκεί έρχεται το μαντάτο τους.

Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά.
Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.

Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή

κι αποτεφρώνονται.


*από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου, 1982

Ο γλάρος | Κατερίνα Καριζώνη

Τι θέλει αυτός ο γλάρος
μπρος στην πόρτα μου
έρχεται κάθε τόσο και μου κρώζει
πως κάποιο πέλαγος κρύβεται εδώ μέσα
και πρέπει να του ανοίξω για να μπει
Ή μήπως κατάλαβε πως ονειρεύομαι θάλασσες
Πως έχω λόξα με τους καπετάνιους
Και πως τα ρούχα μου μυρίζουνε ναυάγια
Και τα χαρτιά μου σκοτεινούς βυθούς
με ασημένια ψάρια και πνιγμένους
και αόρατα νερά που με σκεπάζουν.

Τι θέλει αυτός ο γλάρος στο μπαλκόνι μου
Έρχεται κάθε μέρα και μου κρώζει
Πως μέσα, πιο βαθιά, πέρα από τις κάμαρες
Πέρα από τους όποιους ενδοιασμούς και τις προφάσεις
Υπάρχει μια λησμονημένη θάλασσα
Ρέει καμιά φορά με τα δάκρυά μας
αφήνει το αλάτι στις πληγές
και τις βαριές της άγκυρες στις λέξεις.


*από τη συλλογή Παράξενος Έρωτας, εκδ. Ρώμη, 2024