«Το να είσαι καλός καλλιτέχνης δεν είναι το μόνο που μετράει»
Χαρισματικός δημιουργός και δάσκαλος πολλών νεότερων σύγχρονων γλυπτών, ο Θεόδωρος Παπαγιάννης σπούδασε γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών («Α.Σ.Κ.Τ») στην Αθήνα όπου και χρημάτισε διευθυντής του Α’ Εργαστηρίου Γλυπτικής μέχρι την αφυπηρέτησή του. Το δυναμικό του ταλέντο και η αγάπη για την τέχνη της γλυπτικής δεν άργησαν να τον καταστήσουν ευρέως γνωστό και καταξιωμένο καλλιτέχνη πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας και της Κύπρου. Με περίπου 32 ατομικές εκθέσεις στο ενεργητικό του και έχοντας παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διοργάνωση Συμποσίων Γλυπτικής σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και της Κύπρου, δεν δίστασε το 2009 να επιστρέψει στη γενέτειρα πατρίδα του, το χωριό Ελληνικό των Ιωαννίνων, ώστε να δημιουργήσει εκεί το μουσείο Σύγχρονης Τέχνης που φέρει το όνομά του κι αποτελεί ανάσα πολιτισμού για την Ήπειρο και την Ελλάδα γενικότερα.
Κύριε Παπαγιάννη, για εσάς τί είναι η γλυπτική; Ο συνάδελφός σας Thomas Schütte, θεωρεί ότι η γλυπτική είναι μια χορογραφία.
Η γλυπτική για μένα, κ. Γιώσα, εκφράζει την αγωνία του ανθρώπου ν’αφήσει τα χνάρια του στο πέρασμά του απ’τη ζωή. Παράλληλα θέλει να εξωτερικεύσει τη δημιουργικότητά του, να κατανικήσει το θάνατο. Γι’ αυτό προσπάθησε να καταγράψει τα αισθήματά του σε σκληρά υλικά, στην πέτρα, το μάρμαρο, τον ορείχαλκο ή την τερακότα. Ό,τι κατέγραψε σ’αυτά τα υλικά έφτασαν ως τις μέρες μας και μετέφεραν έτσι τον πολιτισμό από τα βάθη των αιώνων. Τέχνη βέβαια έγινε και με άλλα υλικά όμως τα εξαφάνισε ο χρόνος. Αυτή η περίοδος της τέχνης δεν έχει και πολύ μεγάλη σχέση με την άποψη του Schütte. Εκείνος προφανώς μιλάει για την τέχνη του καιρού μας. Πράγματι το έλεγε και ο δάσκαλός μου (σ.σ αναφέρεται στον κύριο Γιάννη Παππά) αλλά κι εγώ το έλεγα στους σπουδαστές μου βλέποντάς τους να δουλεύουν στο εργαστήριο. Οι κινήσεις τους, το πλησίασμα στο μοντέλο ή στο έργο τους, οι μετρήσεις ή η χρήση των εργαλείων δίνει μια τέτοια αίσθηση και πολλές φορές σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να το εκμεταλλευτεί αυτό το θέαμα ένας χορογράφος. Είναι άλλο όμως η σκληρή δουλειά των αρχαίων γλυπτών. Προφανώς εκεί δεν σήκωνε αστεία..! Εκεί δεν έπαιζαν με χορογραφίες αλλά ανάλωναν τη ζωή τους μέχρι εξαντλήσεως και αυτό είναι καταγεγραμμένο στα έργα τους.
Σε ένα ποίημά του Πάνος Κυπαρίσσης μιλάει για τα αγάλματα και λέει: «Πόσους τριγμούς/λάθη, πάθη, λυγμούς/κρύβουν τ’ αγάλματα/μες στη σιωπή…» Αν είχαν στόμα τα δικά σας αγάλματα, τί θα μας έλεγαν;
Συμφωνώ βέβαια με τον Πάνο Κυπαρίσση και όσοι από εμάς πάλεψαν με τα σκληρά υλικά, γνώρισαν από πρώτο χέρι αυτά που αναφέρει, όχι βέβαια πως θέλω να συγκριθώ με τους καλλιτέχνες που φιλοτέχνησαν τα γλυπτά που αναφέρει ο Κυπαρρίσης. Η εποχή που δημιούργησε τα αγάλματα για τα οποία μιλάει είναι πέρα από συγκρίσεις. Τα γέννησε ένας μεγάλος πολιτισμός, μια ευτυχισμένη στιγμή της ανθρωπότητας και είναι παγκόσμια κληρονομιά. Μελετώντας και παρατηρώντας πολλοί από εμάς τα Μουσεία, δικά μας και ξένα, ακούσαμε να μας διηγούνται απίστευτες ιστορίες! Γιατί τα αγάλματα μιλούν… Όσο για τα δικά μου, τι να πω, προσέξτε τα, παρατηρήστε τα και θα σας πουν κάτι.
Ποια ενδότερη ανάγκη σάς οδήγησε να ασχοληθείτε με την τέχνη;
Κάπου αναφέρω ότι δεν διάλεξα εγώ την τέχνη, εκείνη με διάλεξε. Γιατί άρχισα πολύ νέος τη γλυπτική και τότε ήξερα πολύ λίγα για την τέχνη για να πω ότι τη διάλεξα. Το τυχαίο είναι σημαντικό στη ζωή μας καθορίζει πολλά από αυτά που κάνουμε. Μπορεί τυχαία να με διάλεξαν οι Μούσες. Λέω και κάτι σε ένα κείμενό μου, ότι τα πράγματα μας έρχονται από πολύ μακριά και δεν είναι πάντα εύκολο να τα εξηγήσει κανείς με τη λογική διεργασία.
Ανάμεσα στις γλυπτικές σας δημιουργίες, περιλαμβάνονται και πολλές προτομές σπουδαίων προσωπικοτήτων. Υπάρχει κάποια προσωπικότητα από αυτές για την οποία τρέφετε κάποιον ιδιαίτερο θαυμασμό;
Θεωρώ τις προτομές και τους ανδριάντες που έχω φιλοτεχνήσει ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής μου. Θεωρώ ευτυχία και μεγάλη ευχαρίστηση που ασχολήθηκα με τα πορτραίτα τόσων σημαντικών ανθρώπων. Ίσως να είμαι από τους ελάχιστους γλύπτες που είχαν την τύχη να ασχοληθούν με τέτοιες προσωπικότητες και πρέπει να πω εδώ ότι το να βγάλεις την προσωπικότητα ενός ανθρώπου σε ένα γλυπτό πορτραίτο δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Γιατί πρέπει να αποτυπώσεις τον ψυχισμό του, το χαρακτήρα του, όλα αυτά πρέπει να φαίνονται στο πορτραίτο. Ένα από τα πρώτα που έκανα μόλις τελείωσα τις σπουδές μου ήταν η προτομή του Γιώργου Θεοτοκά που θαύμαζα πολύ. Την τοποθέτησα στην πατρίδα του τη Χίο. Μάλιστα έκανα και μια δεύτερη σε ορείχαλκο, μικρότερη, για τη βιβλιοθήκη Κοραή. Φιλοτέχνησα τον Ελύτη για τη Μυτιλήνη, τον Σεφέρη για το παλαιό Υπουργείο Εξωτερικών, τον Τερζάκη για το Ναύπλιο, τον Τσάτσο για το Κεφαλάρι, τον Πλαστήρα, τον Βενιζέλο, τον Κατράκη, τον Αβέρωφ, τον Άγγελο Γουλανδρή στο Μουσείο στην Κηφισιά, για να αρκεστώ σε ένα μικρό αριθμό. Αλλά είναι πάρα πολλές και τους θαυμάζω όλους τον καθένα γι’ αυτό που ήταν.
Υπήρξαν μέντορες στην καλλιτεχνική σας πορεία; Κι αν ναι, ποιοι είναι αυτοί και πώς σας επηρέασαν;
Βέβαια υπήρξαν. Θα ξεχωρίσω δύο απ’ τους δασκάλους μου στη Σχολή Καλών Τεχνών με πρώτο και σημαντικότερο το δάσκαλό μου γλύπτη, Πρύτανη και ακαδημαϊκό Γιάννη Παππά αλλά και το δάσκαλο της Ιστορίας της Τέχνης και σπουδαίο συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη. Θεωρώ μεγάλη τύχη που τους συνάντησα στη ζωή μου.
Είστε ένας καλλιτέχνης με πολλές διεθνείς συνεργασίες στο ενεργητικό σας. Έχετε εντοπίσει τυχόν διαφορές στη νοοτροπία του ελληνικού κοινού και του κοινού όλων αυτών των χωρών που επισκέπτεστε κατά καιρούς;
Υπάρχουν διαφορές και αυτές απορρέουν από πολλές αιτίες. Είναι οι γνωστές παθογένειες που βασανίζουν τον τόπο μας, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Πρώτα- πρώτα θα έβαζα την παιδεία. Οι εκπτώσεις που κάνουμε , η απώλεια πολλών ωρών διδασκαλίας με τις απεργίες κάθε λίγο και λιγάκι και η ποιότητα των δασκάλων. Όλα αυτά την αποδιοργανώνουν και δημιουργούν τραύματα, δεν συμβάλλουν στο να διαμορφώσουμε έναν σωστό πολίτη κι έτσι ανακυκλώνεται το κακό σε αυτό τον τόπο. Αυτό είναι ορατό όταν συνεργαζόμαστε με τις ξένες αποστολές. Οι αδυναμίες και οι ελλείψεις στην εκπαίδευση είναι φανερές και είναι κρίμα γιατί και εξυπνάδα και ταλέντο διαθέτει ο λαός μας και οι νέοι μας.
Ποια θεωρείτε ότι πρέπει να είναι η θέση του καλλιτέχνη στην Ελλάδα εν καιρώ κρίσης;
Θα έλεγα ότι αν σε κανονικές συνθήκες κάποιος δουλεύει με έναν Α ρυθμό σε περιόδους κρίσης πρέπει να επιταχύνει. Αυτό πιστεύω για τον κάθε άνθρωπο. Αν θέλει κανείς να βγει από την κρίση πρέπει να προσπαθήσει περισσότερο. Η εργασιοθεραπεία άλλωστε κάνει καλό. Για την αργία και την απεργία είπαν ότι είναι μήτηρ πάσης κακίας.
Γλυπτική και γκράφιτι: ποια η τοποθέτησή σας επί του θέματος;
Αν έβλεπε το φαινόμενο αυτό κάποιος πριν από λίγα χρόνια θα έλεγε πως ρυπαίνουν τον χώρο. Σήμερα είναι αποδεκτό μέσο έκφρασης και πολλοί νέοι εκφράζουν με αυτόν τον τρόπο την ανάγκη να εξωτερικεύσουν τα αισθήματά τους και την καλλιτεχνική τους ευαισθησία. Πάντως σε αυτό το μπάχαλο που ζούμε και το τόσο υποβαθμισμένο περιβάλλον, καθώς δεν υπάρχουν κανόνες και ο καθένας κάνει ό,τι του καπνίσει, και αυτά υποβαθμίζονται με τον τρόπο που γίνονται.
Από τη θέση σας ως διευθυντής του Α’ Εργαστηρίου Γλυπτικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, κατά πόσο και με ποιον τρόπο θα λέγατε πως έχει επηρεάσει η οικονομική κρίση το συγκεκριμένο τμήμα;
Έχω κάποια χρόνια που αφυπηρέτησα από την σχολή. Έφυγα ακριβώς όταν άρχισε η οικονομική κρίση γιατί η άλλη κρίση, γενικότερα στην παιδεία, υπήρχε. Και ξέρετε κάτι; Η χειρότερη δεν είναι η οικονομική. Απλώς στην κατάσταση που είναι η παιδεία μας την έσπρωξε λίγο παρακάτω. Επειδή όμως πιστεύω πολύ στο ρόλο που παίζει η σωστή παιδεία για κάθε κράτος θεωρώ ότι αυτή είναι και η αιτία της κακοδαιμονίας μας. Τουλάχιστον η μεγαλύτερη.
Πώς βλέπετε το μέλλον της γλυπτικής στην Ελλάδα; Τι θα συμβουλεύατε τα νέα παιδιά που σπουδάζουν το αντικείμενο κι ενδεχομένως φλερτάρουν με την ιδέα να φύγουν στο εξωτερικό μετά το πέρας των σπουδών τους;
Σε εμάς τους καλλιτέχνες το να φύγουμε μετά τις σπουδές στο εξωτερικό θεωρούταν ευλογία. Έπρεπε να πάμε έξω να δούμε τέχνη, να γνωρίσουμε μεγάλα μουσεία, να ακούσουμε και άλλους δασκάλους, να ανταλλάξουμε απόψεις με άλλους συναδέλφους, να εκθέσουμε και να δούμε άλλες εκθέσεις. Όσοι παίρναμε υποτροφία κρατική είχαμε την υποχρέωση (άλλο αν δεν τηρούταν) να επιστρέψουμε μετεκπαιδευόμενοι να προσφέρουμε τις υπηρεσίες στην πατρίδα και ήταν απόλυτα σωστό.
Πιστεύω επομένως ότι καλό θα τους έκανε να πάνε να δούνε πώς είναι τα πράγματα κι εκεί. Να φύγουν λίγο από την εσωτερική μας μιζέρια. Μόνο που αυτό δεν γίνεται με τους καλύτερους όρους. Δεν ξέρω πότε αυτός ο τόπος θα τους καλέσει πίσω να προσφέρουν με την εμπειρία που θα έχουν αποκτήσει. Όμως είναι κρίμα να τον σπουδάζεις εσύ με κόπο και έξοδα και αυτοί να προσφέρουν σε μια άλλη οικονομία.
Η Ελλάδα για να απαντήσω και στην άλλη ερώτησή σας έχει και καλούς γλύπτες και καλή γλυπτική και σίγουρα ένας τόπος που είναι συνυφασμένος με την γλυπτική έχει μέλλον. Δυστυχώς όμως δεν είναι μεγάλο κέντρο τέχνης και συνήθως μόνο από εκεί προβάλλονται τέχνη και καλλιτέχνες. Εκεί και ένας μέτριος καλλιτέχνης μπορεί να διακριθεί και τέτοια παραδείγματα έχουμε πολλά. Ένας που ζει στην Ελλάδα δύσκολα θα διακριθεί, θέλει μεγάλη προσπάθεια και τύχη. Τα πράγματα άλλωστε σήμερα στην τέχνη έχουν αλλάξει, το να είσαι καλός καλλιτέχνης δεν είναι το μόνο που μετράει.
Το 2009 δημιουργήσατε το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο χωριό Ελληνικό των Ιωαννίνων από όπου κατάγεστε. Τι έχει να επιδείξει στον επισκέπτη αυτό το «διπλό σχολείο» όπως το είχατε χαρακτηρίσει σε συνέντευξή σας στο παρελθόν, μιας και στεγάζεται στο ίδιο κτήριο με το σχολείο του χωριού;
Το καταπληκτικό πετρόκτιστο σχολείο με τα 7 στρέμματα αυλή που φθίνει από παιδιά ήταν για να πω την αλήθεια μία από τις βασικές αιτίες που έκανα αυτό το εγχείρημα. Το άλλο ήταν ότι οι μνήμες και τα βιώματά μου. Όπως λέω σε κάποιο κείμενό μου, έβγαιναν σαν δυνατές φύτρες παρά τα «εμπόδια» που συσσώρευαν οι σπουδές μου στην τέχνη. Θεώρησα υποχρέωσή μου να προσφέρω αυτά τα έργα στον τόπο που τα γέννησε, αυτός ήταν ο φυσικός τους χώρος. Έπρεπε να τιμήσω τον ευεργετισμό, το ψωμί, την μάθηση, όπως και τον μάστορα, τον γεωργό, τον κτηνοτρόφο, αυτούς τους ταπεινούς της ζωής. Αγαπώ άλλωστε το χωριό μου, τα Γιάννενα και την Ήπειρο γενικά, θεωρώ ότι δεν είναι τυχαίος τόπος.
Αντίδωρο ήταν αυτό που έκανα για ό,τι μας πρόσφερε και θέλω να δώσω επίσης με τον τρόπο μου, στους νέους κυρίως, να κατανοήσουν την ταυτότητά τους, να βοηθήσω στην αυτογνωσία τους, να τους ευαισθητοποιήσω για την προστασία του περιβάλλοντος, να τους εθίσω στην ανακύκλωση. Η τέχνη, όπως έχουν πει και πολλοί άλλοι πριν από μένα, είναι ένα βέλος που εισχωρεί σιγά-σιγά στην ψυχή του ανθρώπου και τον μεταμορφώνει, δεν σε χορταίνει, σε κάνει λίγο καλύτερο άνθρωπο. Είναι το αντίδοτο στη βαρβαρότητα από την οποία απειλούμεθα.