Στον Ηλία Πετρόπουλο | Νίκος Καρούζος

ftxin

1. Νά μήν εἰρηνεύεις ἀνώφελα.
2. Νά μήν πολεμᾶς ἐπίσης ἀνώφελα.
3. Ν’ ἀγαπᾶς τόν ἥλιο, μά ὄχι σάν θεότητα.
4. Ν’ ἀποστρέφεσαι τή σελήνη σάν ἔδαφος.
5. Νά πηγαίνεις καμιά φορά στήν ἐκκλησία, δέ χάνεις τίποτα.
6. Νά θυμᾶσαι λιγάκι τό θάνατο, μά ὄχι σάν θάνατο.
7. Νά βλέπεις τή ματαιότητα καί τῆς ἰδέας τῆς ματαιότητας.
8. Νά λές ἕλληνας καί νά νιώθεις ἄλλην ὀμορφιά, νά μή νιώθεις ἑλληνικότητα.
9. Νά γράφεις ἀγαπώντας τό ἄγραφο.
10. Νά στοχάζεσαι πέρ’ ἀπ’ τούς στοχασμούς σου.
11. Νά μήν ξεχνᾶς τήν ὕπαρξη τοῦ Ἀνύπαρχτου.
12. Νά τά διαβάζεις κάθε μέρα τοῦτα.

Νίκος Καρούζος, 21.12.71


Γραμμένο ἀπό τόν Ἠλία Πετρόπουλο στίς 31/8/1994.
Δημοσιευμένο στήν Ἐλευθεροτυπία στίς 19/12/1994.

Νέο Savoir-vivre #51-60 | Σωτήρης Παστάκας

Pastakas

#051 ΚΑΡΙΕΡΑ ΠΟΙΗΤΗ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ

Ένας ποιητής στην Ελλάδα, θεωρείται νέος ποιητής μέχρι να συμπληρώσει την αξιοσέβαστη ηλικία των εβδομήντα πέντε χρονών. Έως τότε φέρεται και άγεται ως νέος «μεσσίας»: οι ελπίδες που κομίζει στην Τέχνη παραμένουν αμάραντες, ο ίδιος συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο παιδί: δυσανασχετεί εύκολα, πυροβολεί πιο γρήγορα κι από τη σκιά του, συμμετέχει σε ομαδικά όργια και ως επαναστατημένος νέος παραμένει ανεπίδεκτος μαθήσεως.

Από τα εβδομήντα πέντε έως τα ενενήντα του γίνεται ο γνωστός, καθιερωμένος «μαλάκας» που όλοι τον εξυβρίζουν, τον κοροϊδεύουν, τον υποτιμάν, και του σκάβουν το λάκκο. Άλλοι λένε πως είναι ετοιμοθάνατος κι άλλοι τον δίνουν ήδη για πεθαμένο. Οι κρίσεις του και οι απόψεις του για τη λογοτεχνία θεωρούνται αποτέλεσμα της επερχόμενης καλπάζουσας άνοιας. Η παρουσία του στα κανάλια, στα ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά, οι συνεντεύξεις του, τα βραβεία κλπ θεωρούνται αποτέλεσμα διαπλοκής και διαπραγματεύσεων κάτω από το τραπέζι. Η ενθάρρυνση στους νεαρούς και τις νεαρές ποιήτριες, ως σεξουαλική παρενόχληση.

Από τα ενενήντα και μετά κι αφού ξεπεράσει το στάδιο του «ψυχορραγούντος», ο ποιητής μας απολαμβάνει πλέον το σεβασμό και τη γενική αποδοχή. Ο ιθαγενής πληθυσμός τον ανακηρύσσει σε σαμάνο: όλοι έρχονται ευλαβικά και του φιλούν το χέρι, επιζητούν την ευχή και τη χάρη του. Όλοι κρέμονται από τη λευκή μακριά γενειάδα του πατριάρχη της εθνικής γλώσσας και οι γλύπτες βρίσκουν τη μορφή του μέσα στο λευκό μάρμαρο της αιωνιότητας.

Τα τελευταία χρόνια και πριν εξηνταρίσω αισθάνομαι πως ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Εσείς, σε ποια κατηγορία ανήκετε; Διαβάστε περισσότερα

Οι άνθρωποι των τελευταίων πραγμάτων | Πάνος Κεφαλάς

kefalas

Ποιανού είναι το βλέμμα
που βλέπει με τα μάτια μου;

Όταν σκέφτομαι ότι κοιτάω,
ποιος συνεχίζει να βλέπει
ενώ εγώ σκέφτομαι;

Χαμένα κορμιά που βρήκατε ψυχή
και βρέθηκε για εσάς ένα σώμα.
Τρέχει! Γιατί το ψάχνετε;

Γιώργος Σαράτσης | Πρόσφορο Χώμα

saratsis (2)

Η γραφή
ευθύνη φορτική
λες και μου χρωστά
ή της χρωστάω

Αργότερα
με κατάπιε η υπερβολή
ανάσα δεν πρόλαβα να πάρω –
Θέλω να πω
βαδίζω μες στο ακατανόητο
σπρώχνω το κεφάλι σε τρύπες
υπομένω μια ύπαρξη
φτιαγμένη για ασπόνδυλα

Ολόκληρος
μια αδιαθεσία

***

λίγα χιλιόμετρα μετά
η ίδια γεύση στο στόμα –
κοίταξα καλύτερα
μήπως υπήρχε κάτι να δω

προστατεύουμε
ό,τι είναι καταδικασμένο
να χαθεί

μας προστατεύει
η καταδίκη


* αποσπάσματα από την νέα ποιητική συλλογή, Πρόσφορο Χώμα, του Γιώργου Σαράτση, Εκδόσεις Στίξις, Σεπτέμβριος 2021 | ISBN: 9786185595043

Εἶναι ὁρισμένοι στίχοι | Γιάννης Ρίτσος

gr

Εἶναι ὁρισμένοι στίχοι -κάποτε ὁλόκληρα ποιήματα-
πού μήτε ἐγώ δέν ξέρω τί σημαίνουν. Αὐτό πού δέν ξέρω
ἀκόμη μέ κρατάει. Κι ἐσύ ἔχεις δίκιο νά ρωτᾷς.
Μή μέ ρωτᾷς.
Δέν ξέρω σοῦ λέω.
Δυό παράλληλα φῶτα ἀπ᾿ τό ἴδιο κέντρο. Ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ
πού πέφτει τόν χειμῶνα, ἀπ᾿ τό ξεχειλισμένο λοῦκι
ἢ ὁ ἦχος μιᾶς σταγόνας καθώς πέφτει
ἀπό ᾿να τριαντάφυλλο στόν ποτισμένο κῆπο
ἀργά-ἀργά ἕνα ἀνοιξιάτικο ἀπόβραδο
σάν τόν λυγμό ἑνός πουλιοῦ. Δέν ξέρω
τί σημαίνει αὐτός ὁ ἦχος – ὡστόσο ἐγώ τόν παραδέχομαι.
Τ᾿ ἄλλα πού ξέρω στά ἐξηγῶ. Δέν τό ἀμελῶ.
Ὅμως κι αὐτά προσθέτουν στή ζωή μας. Κοιτοῦσα
ὅπως κοιμότανε, τό γόνατό της νά γωνιάζει τό σεντόνι –
Δέν ἦταν μόνο ὁ ἔρωτας. Αὐτή ἡ γωνία
εἶναι ἡ κορυφογραμμή τῆς τρυφερότητας, καί τό ἄρωμα
τοῦ σεντονιοῦ, τοῦ λευκοῦ καί τῆς ἄνοιξης, συμπλήρωναν
ἐκεῖνο τό ἀνεξήγητο πού ζήτησα, ἄσκοπα καί πάλι, νά στό ἐξηγήσω.