Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.
2 ποιήματα | Γιώργος Δρίτσας
Ο θάνατος της Ζωής;
Μέσα στου Κόσμου την ξύλινη κούνια
ένα παιδί παίζει φυσαρμόνικα-
άγνωστο πώς και γιατί-
αλλά φαίνεται γλυκαμένο από τον ήχο της.
Το μικρό παιδάκι λέγεται άνθρωπος,
από τα πρώτα του βήματα
μέχρι τα μακρινά στερνά και τελευταία,
εγκλωβίζεται μέσα στην αφελή ξεγνοιασιά του.
Η ουτοπία των μεγάλων ιδανικών
σαγηνεύει τα φυλλοκάρδια του,
καθώς σακατεύει τους λασπανθρώπους
στον βούρκο που με ηδονή κυλιέται.
Τίποτα αθάνατο όμως δεν μένει,
ο κόσμος είναι έτοιμος να σβήσει…
Ο άνθρωπος πελεκάει το ξύλο της ζωής
γράφοντας πάνω «Τιμή και Αξιοπρέπεια».
Άραγε, τί έκανε για να αξίζει τέτοια μοίρα;
***
Άβυσσος
Η σκοτεινή άβυσσος,
η άλογη γωνιά
του ορατού,
πλέκει το εγκώμιο του κόσμου.
Μαύρη σαν πίσσα
και στάσιμη.
Το alter ego μας.
«Αν κοιτάξεις μέσα στην άβυσσο
θα σε κοιτάξει και αυτή»,
έλεγε ένας σοφός.
* από την ποιητική συλλογή σκιά θανάτου, εκδόσεις Οδός Πανός
Δεν πήγα στο Λονδίνο | Ηλίας Κουρκούτας
Δεν πήγα στο Λονδίνο
Δεν περπάτησα στο Μεξικό
Δεν συνάντησα την Φρίντα Κάλο
Δεν αγάπησα κάποια Μονρόε
Δεν βυθίστηκα στα πάθη των αρχαίων
Δεν πένθησα στα κοιμητήρια των Εβραίων
δεν συγκλονίστηκα από τις μνήμες των προγόνων
οι παππούδες μου πέθαναν σαν παππούδες
οι γιαγιάδες πέθαναν σαν γιαγιάδες
Είμαι μια Παναγία βουτηγμένη
στο μελάνι της ημέρας
δεν συνήλθα από τη γέννα
ίσως κι από τον θάνατο
Δεν έχω μοναξιά πια να κρατήσω
είμαι μεγάλος για τη θλίψη
κι έχασα και το μπαστούνι
κι ό,τι βγαίνει από μέσα
δεν είναι πια δικό μου