Αμπαλάζ | Χρύσα Αλεξίου

fxts

δεν έχω ένα
χέρι
να κρατήσω σφιχτά
σαν από βελούδο
να αγγίξει μόνο
τα αιμοφόρα
στην ίδια κατεύθυνση
αίμα και δηλητήριο

***

έξω βρέχει
το τσιγάρο
έφτασε στη γόπα
κάηκε
ένα ολόκληρο σούρουπο
χωρίς να το δω
μπορεί να μαγείρεψα
λάθος
αλλά
κάτι θυμήθηκα

***

είχες λέει
μεγάλα μάτια
ορθάνοιχτα
σύννεφα

***

δεν ακούστηκε
λέξη
στο τραπέζι
έπαιζαν τα δάχτυλα
με το μαχαίρι
ολόκληρη πρόταση
με απαρέμφατο και μετοχές
είναι
η μαύρη μπλούζα που φοράω
χρώμα σίγουρο
αποκατάστασης

***

όνειρο
ήταν και πέρασε
εσένα σε κρέμασα
σ’ εκείνη την ντουλάπα
άφθαρτο
με τα ίδια ρούχα
το θαλασσί πουκάμισο
τα πλούσια μαλλιά
τα τεράστια μάτια
σε καραμέλωσα
απ’ έξω
γλυκό μου
πάθος
έγινες βιτρίνα
μιας μεσόκοπης
κυρίας
το βαρύ λεξοτανίλ

***

είναι αργά
να διορθώσουμε
τον έρωτα
να κόψουμε λίγο
τις πλευρές
αντιξοότητες
σε μπομπονιέρα
να στολίσουμε
κάτω απ’ το χιόνι
όλα είναι ελεύθερα
και οι νεκροί

***

υπάρχουν πράγματα
δεμένα
στο υπόγειο
στο παλιό το σπίτι
καταχωρούνται
πράξεις
ακατανόητες
στοίχημα και παράλογο
είμαι ένας απ’ αυτούς
που κέρδισαν
την πίστη
στο ανεπαρκές

***

σαν να σε ξέρασε
η θάλασσα
κοιμάσαι σε κολλαριστά
σεντόνια
ακίνητος πάνω στα
ψίχουλα
που κέρδισες
ετών εξήντα

***

πάει καιρός
που θέλω να
ξυρίσω το κεφάλι
να απαλλαχτώ
από τις τρίχες
να προεξέχει
μόνο η μύτη
και η λαβή
ενός ελεύθερου

***

έμοιαζα πολύ μικρή
μέσα στη θάλασσα
ένα κορίτσι άσπρο
από χιόνι
κάτι νοήματα του παφλασμού
έδεναν τη σκέψη σε
ακινησία
τόσα κόκαλα σε μια σειρά
σαν το βραχιόλι
να πέφτουν δεξιά
κοντά στο βράχο
εκεί που ξέχασα

***

δεν πονάει τίποτα
πια
ούτε το χέρι
το χαλασμένο
μια φωλιά από μυρμήγκια
έκατσαν στο στέρνο
οριστικά
έχω επιτέλους
παρέα

[φωτογραφία]

Αγαθοεργίες | Αντώνης Αντωνάκος

φχ

Το χαμόσπιτο βρισκόταν στην άκρη της πόλης και στην άκρη τού κόσμου και στην άκρη τού σύμπαντος. Ένας χώρος από σκουπίδια και σκόνη. Χώμα, λάσπες και βρωμιά. Αιώνια και αμετάβλητη. Κι ένας ουρανός από χιλιοειπωμένα πράγματα. Ένα δειλινό γιγαντιαίο σα γαρούφαλο ανάμεσα από συντρίμμια, παλιοσίδερα και ερείπια. Μια ερημιά από καπνούς, απελπισία και ξερό χορτάρι. Παράγκες και μισοτελειωμένες ισόγειες οικοδομές από τσιμέντο. Ένας καταυλισμός από κοριτσίστικα βλέμματα. Από τρυφερά μάτια, μαντρωμένα σε οικόπεδα δίχως φράχτες. Σόμπες άχρηστες παρατημένες στις αυλές. Κήποι με χαμομήλια και ανεμώνες. Ξεβαμμένα μπαούλα σα μνήματα και μπουγάδες απλωμένες πάνω απ’ τη σκοτεινή χαράδρα της φτώχειας. Σπιτάκια με σπασμένα παράθυρα, φορτωμένα με τα υπολείμματα του παραδείσου των άλλων. Άχρηστα σεσουάρ για μαλλιά, τηλεοράσεις χωρίς σπλάχνα, πλυντήρια δίχως κάδους και κουζίνες δίχως μάτια. Σπίτια σκοτεινά γεμάτα μύγες και μαυρισμένους τοίχους και ζωγραφιστούς ήλιους, παραμορφωμένους και πορφυρούς από παιδικά δάχτυλα.

Η πόρτα ανοίγει. Μια γυναίκα που τα μάγουλά της δεν είχαν σοκολατένιο χρώμα και τα μαλλιά της ήταν αχτένιστα και μπερδεμένα μάς είπε, περάστε. Μας έβαλε να καθίσουμε σε δυο λευκές πλαστικές καρέκλες δίπλα στο παράθυρο. Έξω φαινόταν στο πίσω μέρος της αυλής ένα παρτέρι με μαρούλια μισοφαγωμένα απ’ τις κότες. Δυο παιδιά που οδηγούσαν αυτοκίνητο καθισμένα πάνω σε αναποδογυρισμένους κουβάδες μάς χαμογέλασαν. Χάιδευαν κάθε τόσο τα γεννητικά τους όργανα και γελούσαν και πάνω στις επικίνδυνες στροφές πλάγιαζαν κι έπεφταν στο τσιμέντο. Και μάλωναν και πάλευαν και γελούσαν ξανά.

Η γυναίκα μάς πρόσφερε νερό και λουκούμι. Τα δυο μπροστινά δόντια της έλειπαν και τα υπόλοιπα είχαν κιτρινίσει. Είχε κρεμασμένα μάγουλα, ρυτίδες και κουρέλια αντί για ρούχα. Φλέβες πέταγαν στην μύτη της, τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Ο λαιμός της ζαρωμένος. Στο κεφάλι φορούσε για στέκα ένα βρομερό κουρελάκι. Κάτω απ’ το ριχτό ύφασμα διαγραφόταν τα τεράστια κρεμασμένα στήθια της, η χοντρή κοιλιά και οι μηροί της. Τα νύχια της ήταν μαύρα απ’ τη βρόμα. Πήρε βαθιά ανάσα, φύσηξε τη μύτη της και σκούπισε τις μύξες στα ρούχα της. Σκέφτομαι πως κάποτε μ’ έπιανε τρέλα με τη βρομιά και την έλλειψη αποστείρωσης. Και πως, πολιτισμός σημαίνει αποστείρωση και ζεστό νερό. Και πως η φτώχεια είναι μια τρέλα. Κι ότι κάνουν οι φτωχοί για να ζήσουν είναι καθαρή τρέλα. Όμως εδώ οι γυναίκες είναι σκληρές. Γεννούν συνέχεια σα σκυλιά, στο πάτωμα. Λες και ζουν σε διαφορετικό πλανήτη ή σε άλλον αιώνα.

Μητέρα, βρομιά, θεοί, γέροι, αρρώστιες, παιδιά. Οι άντρες γίνονται κλέφτες και πλανόδιοι πωλητές. Πατάτες, γλάστρες, κοπριά, κρεμμύδια. Οι άντρες φεύγουν το πρωί και γυρνούν το βράδυ. Οι άντρες φορούν ένα λευκό πουκάμισο και ψυχορραγούν. Αιωνίως οι άντρες είναι γύφτοι και οι γυναίκες γύφτισσες.

Κάποιοι ψάχνουν να βρουν που θάβουν οι γύφτοι τούς γύφτους. Οι ρομαντικοί λένε πως οι γύφτοι θάβουν τούς αγαπημένους τους νεκρούς στην καρδιά τους για πάντα. Οι φασίστες λένε πως τους βράζουν σε μεγάλα τσουκάλια οι συγγενείς τους και τούς τρώνε. Οι παπάδες λένε πως τους κηδεύουν και τους θάβουν δίπλα στις μάντρες των νεκροταφείων. Οι θάνατοι των γύφτων είναι στατιστική. Βλέπω κιόλας το τρεμούλιασμα ενός γυφτόπουλου μπροστά στο θάνατο. Τα ποδαράκια του που ξεγαντζώνονται. Τη φωνή του που τη σβήνει ο θρήνος της μάνας μέσα σ’ αυτό το κενό της πτώσης και της εκμηδένισης. Βλέπω κορμιά νόστιμα και κορμιά ευλαβικά. Τους μηρούς της κόρης γυμνούς και τα χαλασμένα δόντια της μάνας. Το νεροχύτη με το πράσινο σαπούνι κολλημένο. Μαύρα ανήσυχα μάτια. Αναμμένα κάρβουνα. Και χνώτο μέσα στο αυτί. Πάνω σε ξεμαλλιασμένα στρώματα στο πάτωμα. Σώματα. Κορμάκια. Δίπλα σε σανίδες, κουτιά και τσόφλια.

Η γυναίκα μάς κοιτούσε και μάς μιλούσε. Της δώσαμε το μεγάλο σάκο με τα παιδικά ρούχα. Μερικά τετράδια και χρώματα. Της δώσαμε συμβουλές και τη μαλώσαμε γιατί δεν κάνει εμβόλια στα παιδιά. Τα μεγάλα μάτια της είχαν στυλωθεί επάνω μας. Κατασκότεινη και φοβισμένη, αργή και μεγαλόπρεπη.

Η γυναίκα κατέβασε απ’ τον τοίχο δίπλα της ένα τεράστιο μολύβι, σχεδόν διακοσμητικό, κάτω από ένα ημερολόγιο πιασμένο με σπάγκο από ένα μαύρο καρφί. Να κοιτάξτε αυτό το μολύβι μας είπε, κραδαίνοντάς το σα γιαταγάνι, μ’ αυτό τα διαλύω όλα, μ’ αυτό διαγράφω τα πάντα.

Εγώ και η γυναίκα μου εγκαταλείψαμε την κουβέντα μας άρον άρον, διότι όπως χειρονομούσε μπροστά στα μάτια μας μ’ αυτό το τεράστιο μολύβι φαινόταν ότι εμάς θα διέγραφε από στιγμή σε στιγμή, μια για πάντα και χωρίς οίκτο.

[φωτογραφία]

Συνέντευξη Χρήστου Ρούσσου στον Νίκο Λέκκα

roussos2

Η αρχή της δεκαετίας του ‘90 συνέπεσε με την εφηβεία μου. Γυμνασιόπαιδο πια! Οι πρώτες μπύρες, τα πρώτα Κάμελ, και για τους περισσότερους μια νοσταλγική (εκ του αντίθετου) επιστροφή στην μήτρα (όχι της μαμάς, αυτή την είχαν αγία, αλλά σε οποιαδήποτε άλλη «ιερόδουλο»). Τότε που για μας τα «επαρχιωτόπουλα» στην τρυφερή αλλά καθοριστική αυτή ηλικία άλλη διέξοδος από το αντριλίκι δεν υπήρχε, στο νεοσύστατο τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1, σκάει μύτη μια εκπομπή της Διγενή με θέμα την ζωή στις πιάτσες τον τραβεστί. Η εκπομπή προβλήθηκε γύρω στα μεσάνυχτα. Το άλλο πρωΐ τα σχόλια με το πρωϊνό τσιγάρο (που οι περισσότεροι δεν κατέβαζαν τον καπνό, απλά μαγκιά) έδιναν και έπερναν: «την πουτάνα», «τα τραβέλια», «τί βυζάκια!», «τακούνι στιλέτο η σκρόφα», «άντρας γεννήθηκε ο πούστης», «η καύλα χασισόμενη ήταν;», «Συγγρού», «κολομπαράδες αστυνόμοι», «εμείς γαμάμε μόνο γυναίκες κανονικές», και τα σχετικά. Τότε, την άλλη μέρα, ο μάγκας του σχολείου, ένας τύπος σίχαμα, μαγκιά- κλανιά εντελώς, φέρνει σε βινεοκασσέτα μια κινηματογραφική παραγωγή με «πούστηδες». Επρόκειτο για την γνώστη ταινία «Άγγελος». Στην κατ’ οίκον προβολή, μετά από κοπάνα, «οι άντρες» στα καλύτερά τους. Τσιγάρα, μέθη με μισό κουτί μπύρας για τον καθένα, και γιουχάρισμα (τους μπάφους τους άφησαν μερικοί για τον στρατό και μερικοί για το πανεπιστήμιο)… Ο «πούστης» σφάζει τον άντρα η υπόθεση. Αυτό κατάλαβαν, αυτό κατάλαβα, 14 χρονών παιδιά. Διαβάστε περισσότερα

H κυριαρχία των συμπτώσεων | Γιώργος Λίλλης

γ

Μετά τη βροχή

Οι σταγόνες πάνω στο αγκάθινο σύρμα σαν σαπουνόφουσκες.
Το χώμα λασπώδες, σκούρα πλαστελίνη, επίπλαστη
αποτυπώνει τέλεια τα ίχνη του σκύλου που μόλις πέρασε.
Όπως το σχήμα των ποδιών ενός μωρού πάνω στον πηλό
κρατώντας ακέραιη μέσα στον χρόνο την χαμένη παιδικότητα
του τωρινού ενήλικου. Ομίχλη, μαλλί τις γριάς σε κλαδιά δέντρων.
Το τζάμι θολό. Ζωγραφίζω κάτι αόριστο με το δάχτυλο.
Μια κάθετη γραμμή, σαν διαχωρισμός της μιας όχθης
με την άλλη, αλλά χωρίς καμία πρόθεση. Απλά μια κίνηση.
Ένα σπουργίτι στο κάγκελο τινάζει τα φτερά του.
Δεν είμαι σίγουρος αν κρυώνει. Όπως δεν είμαι σίγουρος
αν το μέσα είναι το ίδιο ανασφαλές με το έξω.

***

Μαργαριτάρι

Το μαργαριτάρι φτιάχνεται από έναν παροξυσμό.
Από έναν ενοχλητικό κόκκο άμμου που εισχωρεί στο όστρακο
κι εκείνο εκκρίνει μάργαρο γύρω από τον εισβολέα
με σκοπό να τον εξουδετερώσει.
Ίσως αυτό που θαυμάζουμε σ’ έναν άνθρωπο
να οφείλεται σ’ έναν παρόμοιο παροξυσμό.
Θέλοντας ν’ απαλλαγεί από τον εισβολέα της ατέλειας
εκκρίνει συναίσθημα σε κάθε του πράξη, εξευγενίζοντάς την.

***

Η κυριαρχία των συμπτώσεων

Θα μπορούσα να αναφέρω άπειρα παραδείγματα. Τι θα χάναμε και τι θα κερδίζαμε
σ’ αυτό το παράξενο παιχνίδι της τύχης, όπου τίποτα δεν ορίζουμε
αλλά και τίποτα δεν μας ορίζει: αυλικοί της θεότητας Στιγμής.
Αν δεν είχα γεννηθεί συμμετέχοντας στις ατραπούς των πιθανοτήτων
κάποιος άλλος θα είχε πάρει την θέση μου στο παιδικό μου δωμάτιο.
Θα είχε γονείς τους γονείς μου. Το σπίτι μου σπίτι του.
Δεν υπάρχουν νικητές, παρά σύντομες νίκες που καταπλακώνονται
από το βάρος των συνθηκών που επιτελέστηκαν. Δεν πέθανες απόψε
θα πεθάνεις αύριο. Στο μέσο διάστημα τα σκονισμένα σου ίχνη.
Κι αν τώρα σου γράφω και δεν κάνω κάτι άλλο άσχετο
είναι γιατί οι ίδιες αυτές οι πιθανότητες συνωμότησαν
στο να είμαι ποιητής κι όχι δολοφόνος. Μια τόσο δα μικρή κλωστή
κρατά τις ζωές μας. Ένα λεπτό παραπέτασμα από την θλίψη
στην ευτυχία. Ένα πολύπλοκο μα ωστόσο σταθερό σημείο όπου σμίγουν
οι φωνές μας και μετά πάλι χάνονται στο χάος και την αβεβαιότητα.

Χαν Σαν, Κρύο Βουνό | Μετφ: Μόσχος Λαγκουβάρδος

hanshan08

Κάθισα μόνος γεμάτος ταραχή
φορτωμένος ατέλειωτες σκέψεις και αισθήματα.
Σύννεφα κρέμονται γύρω απ’ τη μέση του βουνού.
Ο αέρας θρηνεί στο στόμιο της κοιλάδας.
Πίθηκοι έρχονται κουνώντας τα κλαριά.
Ένα πουλί με διαπεραστικές κραξιές πετάει στο δάσος.
Οι εποχές περνούν και τα μαλλιά μου μεγαλώνουν κουρελιασμένα και γκρίζα.
Το τέλος του χρόνου με βρίσκει γέρο και εγκαταλειμμένο.

***

Να ’σαι ευτυχισμένος, όταν υπάρχει κάτι για να ’σαι ευτυχισμένος.
Όταν η στιγμή έρχεται, μην την χάνεις.
Αν και λένε η ζωή κρατάει εκατό χρόνια.
Ποιος είδε μαζί τριάντα χιλιάδες μέρες;
Είσαι σ’ αυτό τον κόσμο όχι πιο πολύ από μια στιγμή.
Έτσι μην κάθεσαι εκεί μουρμουρίζοντας για τα χρήματα.
Το τέλος της κλασικής «Θεϊκής Στοργής»
Στα λέει όλα γύρω απ’ το πώς είναι οι κηδείες.

***

Σαν ένα κοριό που παγιδεύτηκε μέσα σ’ ένα κύπελλο
μοιάζει ο άνθρωπος που ζει στον κόσμο.
Όλη τη μέρα σκαρφαλώνει γύρω-γύρω
αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ απ’ το κύπελλο που τον κρατάει.
Οι αθάνατοι στέκουν μακριά απ’ τα πλούτη του.
Οι απαιτήσεις του δεν έχουν τέλος.
Έτσι σαν το ποτάμι οι μήνες και τα χρόνια κυλούν.

***

Ο κόσμος ρωτάει, ποιος είναι ο δρόμος για το Κρύο Βουνό.
Κρύο Βουνό; Μα δεν υπάρχει δρόμος να το διαπερνά.
Ακόμα και το καλοκαίρι δεν λιώνει ο πάγος.
Αν και βγαίνει ο ήλιος, η ομίχλη τυφλώνει.
Πώς μπορείς να φτάσεις εκεί με το να με μιμείσαι;
Η καρδιά σου κι η δική μου δεν είναι όμοιες.
Αν η καρδιά μου γινόταν όμοια με τη δική μου
τότε θα μπόραγες να ταξιδέψεις ίσαμε το κέντρο.

***

Μάταια έχω σκλαβωθεί να μάθω τις Τρεις Ιστορίες.
Ανώφελα μελέτησα τους Πέντε Κλασικούς.
Μέχρι τα γηρατειά θα συγκρατώ μορφές του παρελθόντος.
Όπως και πριν, μηδαμινός υπάλληλος, σκαλίζοντας φορολογικά κατάστιχα.
Όταν ρωτώ το Ι Τσιγκ, λέει με περιμένουν στενοχώριες.
Όλη μου η ζωή από κακά αστέρια κυριαρχείται.
Να’μουν σαν ένα δέντρο στην όχθη του ποταμού.
Σε κάθε γύρισμα του χρόνου πράσινο πάλι.

***

Εδώ μαραινόμαστε μια δέσμη φτωχοί μαθητές
χτυπημένοι από την έσχατη πείνα και το κρύο.
Έξω απ’ τη δουλειά η μόνη μας χαρά είναι η ποίηση.
Γράφουμε, γράφουμε, στύβουμε το μυαλό μας.
Ποιος θα διαβάσει τη δουλειά τέτοιων ανθρώπων;
Θα γλίτωνες τα μάτια σου.
Αν γράφαμε τα ποιήματά μας σε παξιμάδια
και τα αδέσποτα σκυλιά δεν θα καταδέχονταν να τα δαγκώσουν.

***

Αν έχεις κρασί, φώναξε να πιούμε.
Όταν έχω κρέας, έλα να γιορτάσουμε μαζί.
Όλα για τις Κίτρινες Πηγές αργά ή γρήγορα προορίζονται.
Πρέπει να δουλεύουμε όσο είμαστε νέοι και δυνατοί.
Στολισμένες ζώνες λάμπουν, αλλά για λίγο.
Χρυσές φουρκέτες δεν θα χρειάζονται για πολύ.
Ήξερες τίποτα για τον πατέρα Τσανγκ, για τη γερόντισσα Τσενγκ…
Έφυγαν μακριά και δεν άκουσε κανείς γι’ αυτούς, από τότε.

***

Όσο για μένα χαίρομαι στην καθημερινή Οδό
ανάμεσα στα τυλιγμένα στην ομίχλη αμπέλια και στις σπηλιές στους βράχους.
Στην ερημιά είμαι ολότελα ελεύθερος
με τα φιλικά άσπρα σύννεφα, ζώντας παντοτινά στη σχόλη.
Δρόμος κανείς δεν φτάνει στον κόσμο.
Αφ’ ότου έγινα ξένοιαστος, ποιος μπορεί να βάλει σκέψεις στο μυαλό μου;
Πάνω σ’ ένα κρεβάτι από πέτρα κάθομαι, μόνος στη νύχτα,
ενώ το στρογγυλό φεγγάρι ανεβαίνει στο Κρύο Βουνό.

***

Τριάντα χρόνια πριν, γεννήθηκα στον κόσμο.
Χίλια, δέκα χιλιάδες μίλια έχω περιπλανηθεί
σε ποταμούς με λοχερή, πράσινη βλάστηση,
πέρα απ’ το σύνορο, όπου η κόκκινη άμμος πετάει.
Έβρασα βότανα σε μια μάταιη αναζήτηση αιώνιας ζωής.
Διάβασα βιβλία, τραγούδησα τραγούδια ιστορικά,
και σήμερα ήρθα στο σπίτι, στο Κρύο Βουνό.
Να γείρω στην πηγή το κεφάλι μου και να ξεπλύνω τ’ αυτιά μου.

***

Αν ψάχνεις κάποιο μέρος για ξεκούραση,
το Κρύο Βουνό είναι καλό, να μείνεις αρκετά.
Του αέρα η πνοή ανάμεσα στα σκουρόχρωμα πεύκα,
ηχεί καλύτερα όσο πλησιάζεις
και κάτω από τα δέντρα, ένας ασπρομάλλης άντρας
ψιθυρίζει κείμενα απ’ τις γραφές του Ταό.
Δέκα χρόνια τώρα δεν έχει πάει σπίτι του.
Ξέχασε ακόμα και το δρόμο από όπου ήρθε.

***

Αχυροσκέπαστη καλύβα είναι το σπίτι του ξωμάχου.
Άλογο ή άμαξα σπανίως περνούν από την πόρτα μου.
Δάση, όπου τόσο αργά έρχονται να κουρνιάσουν τα πουλιά.
Ευρύχωρες κοιλάδες, ποτάμια πάντα γεμάτα ψάρι.
Με το γιο μου στο χέρι, κόβω άγρια φρούτα,
Στην άκρη του λόφου, με τη γυναίκα μου καλλιεργώ τα χωράφια…
Και στο σπίτι μου τι έχω;
Μόνο ένα κρεβάτι, φορτωμένο σωρό βιβλία.

***

Κόβοντας λωτούς φωνάζω τους φίλους μου
πλέοντας όμορφα πάνω στο καθαρό ποτάμι,
και στη χαρά μου ξεχνώ, πόσο γρήγορα μεγαλώνει.
Ώσπου ανεμορριπές απογευματινού αέρα στροβιλίζονται
κύματα αδειάζουν πάπιες στο χρώμα του μανταρινιού.
Κυματάκια λικνίζουν τις στηθάτες αγριόχηνες.
Τώρα καθισμένος στη βάρκα μου
μέσα σε ατέλειωτα ρυάκια χύνονται οι σκέψεις.


[Hanshan: Ποιητής-μοναχός του 9ου μ.χ. αιώνα της κινεζικής δυναστείας Τανγκ, γνωστός με το όνομα Κρύο Βουνό. Θρυλική φιγούρα της παράδοσης του Ταοϊσμού χωρίς όμως να υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για τη ζωή και τον θάνατό του]