Το νησί στη λίμνη | Ezra Pound

Ω Θεέ, ω Αφροδίτη, ω Ερμή, συ που τους κλέφτες προστατεύεις
Παρακαλώ σας, δώστε μου στο πλήρωμα του χρόνου, ένα μικρό καπνοπωλείο,
Με τα μικρά, φανταχτερά πακέτα
προσεκτικά στα ράφια στοιβαγμένα,
τον χύμα ευωδιαστό καπνό
και τον ψιλοκομμένο,
Τον ανοιχρόχρωμο της Βιρτζίνια
μέσα σε γυάλες λαμπερές
Και μια όχι και τόσο λιγδιασμένη ζυγαριά,
Και οι πόρνες να περνούν για κουβεντούλα
Έτσι, για μια περαστική κουβέντα ή για να φτιάξουν λίγο τα μαλλιά τους.

Ω Θεέ, ω Αφροδίτη, ω Ερμή, συ που τους κλέφτες προστατεύεις
Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπωλείο,
ή βάλτε με σε μια οποιαδήποτε δουλειά
Εκτός απ’ το αναθεματισμένο αυτό επάγγελμα του λογοτέχνη,
όπου χρειάζεται σε εγρήγορση να έχεις πάντα το μυαλό σου.


*από τη συλλογή Lustra, μτφρ. Τάκης Μενδράκος, εκδ. Αιγόκερως, 1989

4 ποιήματα, Witter Bynner | μτφρ. Βασίλης Πανδής

pandis

Το κύμα

Έρχεσαι κι είναι στο πρόσωπό σου εκείνο το φως
Του ποταμού που επιστρέφει από το σύδεντρο στον ελεύθερο ήλιο,
Περιπλανώμενο πνεύμα του πιο αγαπημένου τόπου –
Κι ακόμα είσαι η χαρά που εκεί δεν γεννήθηκε
Μήτε κι αλλού, αλλά πάντοτε περιμένει ν’ αρχίσει,
Ο αθέατος απόλυτος αφρός,
Που έρχεται από τις ανοιχτές θάλασσες,
Και θα ωραιωθείς ακόμα.

Γλώσσα δεν έχω, λέξεις
Να σε ονομάσω, με τα χέρια μου δεν μπορώ να πετάξω
Για να διασχίσω την επιφάνειά σου κοντινότερος απ’ τα πουλιά:
Η αδιάκοπη αλλαγή αναιρεί
Το πρόσωπό σου και με τυφλώνει περισσότερο κι απ’ τον ήλιο,
Χαρά που ακόμα δεν άρχισες
Και μέλλεσαι,
Ω γλυκό ακατάπαυστο κύμα
Που με ακολουθείς, με ακολουθείς
Στον τάφο μου που πέλαγο φαντάζει!

***

Αστραπή

Είναι μια μοναξιά στις συναντήσεις μας
Και είν’ εδώ η συντροφιά σου όταν έχεις φύγει.
Είσαι σαν τις ουράνιες φλέβες της αστραπής.
Μονάχα μετέπειτα
Μπορώ να δω πόσο ωραίος είσαι.
Είναι στην ειδή σου μία τύφλωση
Και είν’ εδώ το είδωλό σου όταν έχεις φύγει.

***

Φτερά

Στο πρώτο βήμα της άγονης εποχής
Αποδημείς μ’ ένα αιφνίδιο φτερούγισμα
Στην ομορφιά.

Δεν ξέρεις από αναμονή,
Το παρόν είσαι,
Το νησί
Όπου οι κερασιές ανθίζουν πάντοτε,
Του αηδονιού
Το εικοσιτετράωρο κελάηδισμα,
Πλάι στο πέλαγο είσαι το άθραυστο αντιστύλι.

***

Η κοιλάδα

Μονάχα εγώ και το ηλιοβασίλεμα
Στη χιονισμένη του στέρνου σου κοιλάδα
Με τις σκιές που σέρνονται στην κίνηση της ανάσας,
Μονάχα εγώ και η σελήνη στου στέρνου σου την κοιλάδα
Στου ύπνου τη σκοτεινιά…

Ώσπου ανοίγουν κρίνα στην κοιλάδα
Και ξυπνάω πλάι στα πέταλα
Και τα πουλιά της φωνής σου.


Ο Witter Bynner γεννήθηκε το 1881 στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, και πέθανε το 1968. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα κατά τα χρόνια της φοίτησής του στο πανεπιστήμιο Harvard. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα και ενθυμήματα, ενώ μετέφρασε στα αγγλικά Ευριπίδη και Λάο Τσε. Τα ποιήματα της παρούσας επιλογής προέρχονται από τη συλλογή «The Beloved Stranger» (1919).

4 ποιήματα, Dorothey Parker | μτφρ. Ασημίνα Λαμπράκου

aks

Για μια κυρία θλιμμένη

Τους αγαπημένους της ας αφήσουμε,
όταν θάναι νεκρή,
να γράψουν αυτό στα οστά της πάνω:
«Πια δε ζει να μας δίνει άρτο
Ποιος ζήτησε μόνο πέτρες απ’ αυτή». Διαβάστε περισσότερα

Sara Teasdale, 8 σονέτα κι ένα τραγούδι για την Eleonora Duse | μτφρ. Ασημίνα Λαμπράκου

024-HPDuse-Quirinale-e1352108215496

To Eleonora Duse I

Oh beauty that is filled so full of tears,
Where every passing anguish left its trace,
I pray you grant to me this depth of grace:
That I may see before it disappears,
Blown through the gateway of our hopes and fears
To death’s insatiable last embrace,
The glory and the sadness of your face,
Its longing unappeased through all the years.

No bitterness beneath your sorrow clings;
Within the wild dark falling of your hair
There lies a strength that ever soars and sings;
Your mouth’s mute weariness is not despair.
Perhaps among us craven earth-born things
God loves its silence better than a prayer.

***

Ω τόσο γεμάτη των δακρύων πλήρης ομορφιά,
Όπου το ίχνος της άφησε καθ’ αγωνία περαστική,
Το βάθος αυτό της χάρης προσεύχομαι να μου δοθεί:
Έτσι που, προτού εκείνο ξοδευτεί, ν’ αξιωθεί η ματιά
Μέσ’ απ’ των ελπίδων και των φόβων μας τη πύλη φυσημένη
Στου θανάτου τ’ άπληστο τ’ αγκάλιασμα το τελευταίο,
Του προσώπου σου τη θλίψη και το κλέος το μοιραίο
Μέσ’ απ’ όλα τα χρόνια αυτά τη λαχτάρα να κρατάει αναμμένη.

Κάτω απ’ τη θλίψη σου καμιά πικρία δεν κολλάει
Μέσ’ απ’ τον καταρράκτη των μαλλιών σου τον άγριο τον σκοτεινό
Μια δύναμη απλώνεται εκεί που κάποτε ανεμοπορεί και τραγουδάει
Απόγνωση δε γράφει του στόματός σου το κουρασμένο το βουβό.
Δειλά ίσως, ανάμεσα σε μας, η γη τις υποθέσεις της γεννάει
Που τη σιωπή τους πιότερο ο Θεός αγαπά απ’ το παρακαλετό. Διαβάστε περισσότερα

James Tate, 2 ποιήματα | μτφρ. Σοφία Γιοβάνογλου

3630-02-34-46-7860

Στο σχοινί για το άπλωμα

Η Μίλλυ ήταν στην πίσω αυλή απλώνοντας
τα ρούχα. Την παρακολουθούσα απ’ το παράθυρο
της κουζίνας. Γιατί αυτό να με ευχαριστεί τόσο πολύ;
Γιατί την αγαπώ με χίλιους τρόπους, και γιατί
αγαπάω την ιδέα της καθαρής μπουγάδας που την χτυπάει
ο άνεμος. Είναι διαχρονική, μια νέα αρχή, μια
υπόσχεση για το αύριο. Μανταλάκια! Θεέ μου, αγαπώ
τα μανταλάκια. Θα ’πρεπε να κρατάμε αποθέματα απ’ αυτά.
Κάποτε, μπορεί να σταματήσουν να τα φτιάχνουν, κι ύστερα τι;
Αν ήμουνα ζωγράφος, θα ζωγράφιζα τη Μίλλυ να απλώνει
την μπουγάδα. Αυτός θα ήταν ένας πίνακας να
σε γεμίζει μ’ ευτυχία, και να σου σπάει την καρδιά.
Ποτέ δεν ήξερες τι είχε στο μυαλό της, μεγάλες
σκέψεις, μικρές σκέψεις, καμία σκέψη. Έβλεπε
το γεράκι που έκανε κύκλους από πάνω της; Μισούσε
το ν’ απλώνει ρούχα; Σκόπευε να το σκάσει
με κανέναν ναύτη; Φούσκωναν τα σεντόνια σαν πανιά
επάνω σε αρχαίο σκάφος, οι κάλτσες ένευαν αντίο.
Μίλλυ, ω Μίλλυ, με θυμάσαι; Ο άντρας που ταξίδευε
με υφασμάτινες πετσέτες και σ’ αγαπούσε
μέσα στη μεγάλη καταιγίδα.

***

At the Clothesline

Millie was in the backyard hanging the
laundry. I was watching her from the kitchen
window. Why does this give me so much pleasure?
Because I love her in a million ways, and because
I love the idea of clean laundry flapping in
the wind. It’s timeless, a new beginning, a
promise of tomorrow. Clothespins! God, I love
clothespins. We should stock up on them. Some
day they may stop making them, and then what?
If I were a painter, I would paint Millie hanging
the laundry. That would be a painting that
would make you happy, and break your heart.
You would never know what was in her mind, big
thoughts, little thoughts, no thoughts. Did she
see the hawk circling overhead? Did she
hate hanging laundry? Was she going to run away
with a sailor? The sheets billowing like sails
on an ancient skiff, the socks waving goodbye.
Millie, O Millie, do you remember me? The man
who traveled with cloth napkins and loved you
in the great storm. Διαβάστε περισσότερα