Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια,
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό·
λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…
Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό
Γιώργος Σεφέρης
Πληγώνεσαι
πληγώνεσαι
πληγώνεσαι
και πλευρίζεις τα πλεούμενα παιδιά
προκυμαίες στον ομφαλό
των ματιών μου (δεν υπάρχει γαλάζιο άγαλμα κι ας σκληρύναμε με των γερακιών τη χάρη).
Είναι οι στιγμές που το τραπέζι φαρδαίνει
και οι κορνίζες του σπιτιού αφήνουν ένα χρώμα ιδιαίτερο στα πλαϊνά των πηλών του προσώπου μας – ναός σαν αγκίστρι στο χείλος του άντρα και το δικό μου –
σε δείχνουν
ένα όμορφο
όμορφο θαύμα που τώρα καλόμαθε να κοιτάει τον εαυτό του σε φίμωτρα αναστημένων
όπως το μαχαίρι
μπηγμένο στις τρεις Μέδουσες του πατέρα,
όπως το μαξιλάρι της μιας πράξης μετά τον χωρισμό,
τούτων των καταλήξεων του μακρινού αοράτου.
Ενηλικιωνόμαστε
δε μου ανήκεις εσύ και εγώ ιδίως όταν ο πόνος σκληρίζει σε ένα κοχύλι.
Φορτίο σε κάθε ηλιοβασίλεμα
όταν αποκοιμάσαι τυχαία μαζί του
όταν αυτό δεν αποκοιμάται με εσένα
και σου συμπαραστέκεται γλυκά σε ξένη αγκαλιά
τόσο που γεύεσαι το άσπρο μέλι με την αλμύρα. Κοιτάς
παιδιαρίζεις με πιασμένο τον παλμό
στο ένα μάγουλο – σε έγλειψε ένας σκύλος ενός απ’ τους δήθεν αγαπημένους σου,
κάτι, κάτι διαισθάνεσαι πως κατέχεις από αυτά τα πλάσματα –
απαρνιέσαι τον νυχτόβιο αφρό
στο στόμα σου κάθε νύχτα
όταν σπαρταράς από μια χαρμολύπη με βαρύ ανάστημα και γυμνασμένες πλάτες
στον κάμπο
(ξαπλώνει αργά αργά η ψυχή υπό το φως μιας ροδιάς).