Τη διαδρομή αυτή επέλεξε ανάγκη / μην νιώσει πέλμα το κρύο ν’ ακουμπά / μα να ‘χει γείωση ζεστή / εκεί ανάμεσα σε χρώμα / πράσινο κίτρινο καφέ της εποχής το θέλω / ράθυμα έσειρε το βήμα / αδιάβατο ήταν πριν συρόμενο στο γκρι / φύσης χάρισμα είν’ τούτο να σε ρουφά στα μέσα της / και να σε βγάζει νέο έξω / μύρισε χώμα / βρεγμένο σαν είναι τ’ αγαπάς / στα μικρατά πίσω σε πάει / ξανά παιδί γεννιέσαι / μα γέννα είναι όλο αυτό / μυρτιά και δενδρολίβανο κορμός για ν΄ ακουμπήσεις / πήγε και τον αγκάλιασε κι έπειτα χάμω ξάπλωσε / τ’ αυτί ακούμπησε στο χώμα / μάγουλο να δροσίζεται και άρχισε τα λόγια / με κείνους που από κάτω κρύβονται και όσους θέλουν να καλέσουν / ψιθύριζαν στιγμές κι ονείρατα σαν τέτοια άλλα δεν είδε / σηκώθηκε με ένα χαμόγελο / και πήγε ν’ ανταμώσει / την μωβ κυρία που σερνότανε / νεράιδα στα δέντρα / λέξεις της έμαθε μικρές / μεγάλες να τις φτιάχνει / το γράμμα π’ αγαπά να αναζητά / στον πόνο να αντέχει / και ας είναι όλα ανάποδα αυτή ν’ αναποδιάζει / έτσι ορθά θα τα κατάφερνε / σκοινί να το πατήσει / άλλοι λαιμό θα κρέμαγαν σ’ αυτό / η ίδια στολιζόταν / ανθρώπων της τα βάσανα / κι άλλων τόσων άλλα / έτσι δεν γράφονται τα γράμματα; / βήμα το βήμα έλα / σε διαδρομή που δεν επέλεξες / αυτή ήρθε σε βρήκε / ανάγκη το ‘χε σαν ζωή / εσύ να την πατήσεις.
[Εικόνα: Γιώργης Σαράτσης]