Ιντερμέδιο για χαμηλή φωνή | Πάνος Κεφαλάς

Βράδιασε κι σου γράφω, άγνωστος μέσα στο μεγάλο κόσμο.
Τριγύρω η μεγάλη πολιτεία ετοιμάζεται να λαγοκοιμηθεί κυριακάτικα.
Αύριο θα ξυπνήσει ξεκούραστη και δωσ’ του πάλι τα ίδια.

Περνώ την καλύτερη ώρα της ημέρας μπροστά στη θέα της ίσιας έκφρασης σαν τεντωμένη χορδή,
το ρολόι στο βάθος και την αργοναυτική εκστρατεία μπροστά από την κόρη μου.
Πέντε έξι πνευστά, το σιδερένιο τρίγωνο και τα κύμβαλα.
Ούτε καν γνωρίζω τα ονόματα τους!
Η μουσική γλώσσα φωνής του ανθρώπου κι ας μην είμαι μουσικός.

Τουλάχιστον μπορώ να συλλογίζομαι πως επιτρέπει ως ελαφρότατος τόνος όλα να ειπωθούν,
και το σπουδαιότερο να ειπωθούν χωρίς να ειπωθούν.
Ζούμε για μία ζωή που θα ακούγεται.

Αναπολώ τον καλοκαιριάτικο ουρανό, θυμάσαι;
Σαν να είχα σκάσει ένα ρόδι γεμάτο αστέρια.
Τα είχαμε πάντα μέσα μας,
κι ας είναι τόσος ο κόσμος αναμεταξύ μας!

Αύριο το ανυπόφορο σκύψιμο ενός κορμιού προς το χάος που δίνει τίποτε;
Θα ’ναι η θάλασσα, τα κουπιά του αγνώστου ή ο ήχος του ρολογιού στο κομοδίνο να τα χαλάσει όλα!
Οι Συμπληγάδες μπροστά στο άσπρο χαρτί τα κάνουν όλα κομμάτια σα χαρτοπόλεμο,
η ανάμνηση ηχεί σαν φυματική καραμούζα την εποχή του Δάγκειου,
μα πόσο θα βαστάξει τούτο – αγωνίστηκα μόνος.
Θα έρθεις; Με ξοδεύω για να φύγει τούτη η σκόνη!

Είπα στην κόρη μου: καθένας βγαίνει από τη σκλαβιά του όπως μπορεί,
μα αληθινά από το δικό του δρόμο, που τον έχει σκάψει με τα νύχια του.
Νύχτα, σου γράφω μακριά από το σύμπαν,
ρέπω να ξαναρχίσω στίχους,
μα έχω το αίσθημα πως σκαλίζω μία πέτρα με σουγιά!
Η θάλασσα σαν την πρώτη ημέρα της δημιουργίας,
στα πόδια μου το ίδιο ερώτημα παρουσιάζει:
Τί θα πουν όλα αυτά;
Πόσο περίεργα γερνά ένας άνθρωπος.

Ανθός | Μαρία Τζωρτζάκη

φυτρώνω στο χώρισμα δυο κόσμων
ο βλαστός μου γέρνει στη λήθη να μην κοιτά την αλήθεια, τη σκιά του στο τέλος ξεχνώντας
με ιλιγγιώδεις ταχύτητες οι μίσχοι μου τσακίζονται σαν όνειρα σε καλοσυγυρισμένα σπίτια
τα φύλλα μου αγρεύουν φως, μα αλέθουν τις ακτίνες για να φάνε
κι η ρίζα μου τυφλή και μακρινή, ποτέ δεν ξέρει τι γίνεται απάνω
~
αγκάθια στρέφω στον έναν μου εαυτό
τον άλλον τον σιμώνω, όσο ράμφη τρυπούν τα πλευρά μου ανοίγοντας κρατήρες
αίμα δεν είδε κανείς κι ούτε έμαθα άραγε ποιος είμαι, πού, για πόσο, ποια σπορά με άφησε εδώ
χρόνια με κόβανε και θα με κόβουν από λιβάδια και απάτητα όρη
χρόνια απλώς καιροφυλακτώ πίσω από γωνίες για να ανθίσω
~
στριμωγμένος στο χώμα μου
στην ανατολή ο αδελφός με άδεια χέρια σαν κλαριά σφενδάμου, κόκκινου το φθινόπωρο, καθ’ ομοίωσιν
δυτικά, πάντα το κυπαρίσσι με όλη τη νεκρική μου ύπαρξη που σ’ εκείνο καθρεφτίζω
κι εγώ να τραμπαλίζομαι ανάμεσα στην καλοσύνη που με πότισε ο κηπουρός μου
και στο αειθαλές του ωχ και μη και φύγε ξένε από τη γη μου

Ανέκφραστο τίποτα | Ελένη Α. Σακκά

Επιτακτική η εντολή του γραπτού μηνύματος
με κεφαλαία γράμματα
η κυρίαρχη λέξη για έμφαση.
Ένα «σε παρακαλώ» στην αρχή
και διττό θαυμαστικό στο τέλος,
ίσως για να μετριάσει
το ασυμβίβαστο των αντιθέσεων.
Φθείρεται και ξοδεύεται η ζωή μου
σε αναλύσεις αναίτιες
και ανέκφραστα συναισθήματα.
Αδυνατώ να σου απαντήσω
έστω κι αν μου το επέτρεπες.
Παγωμένο μου δάκρυ
πάνω στο χαρτί θέλω να λιώσεις.


*από τη συλλογή Το πορφυρό της φλέβας σου, εκδ. Γράφημα, 2023

Ποιήματα | Μιλτιάδης Μαλακάσης

Κυριακή μιαν άχαρη είνε μέρα
Και πιο άχαρη, όποια σκόλη και γιορτή,
Δεν έχει φως για με, δεν έχει αέρα,
Αφού μακριά από σένα με κρατεί.

***

Πόσα μέσα σ’ ένα χρόνο έχουν αλλάξει!
Πόσα λέω πως μήτε τάχα ξαναδεί…
Πόσα πήραν άλλο νόημα, κι άλλη τάξη,
Σα να τάγγιξες με μάγισας ραβδί…

***

Χαρά θεού στους κήπους έξω, μοναχός μου
Σα σε θαμπό γιαλί, κυττάζω,
Ξερά τα σκόρπια λούλουδα του ωραίου μου κόσμου.
Και της ζωής μου ετούτο εδώ τάχαρο βάζο.

***

Ερωτηματικό

Στην καρδιά μου, φύλλο, λες, που το σαλεύει
Κρύος άνεμος και τρέμει και πονεί,
Μια πνιγερή ανταποκρίνεται φωνή,
Σαν βγαλμένη μέσ’ από τα ερέβη,
Κ’ η ψυχή μου, που δεν ξέρει τί γυρεύει,
Σαν για κάτι που έχασε θρηνεί…