Βράδιασε κι σου γράφω, άγνωστος μέσα στο μεγάλο κόσμο.
Τριγύρω η μεγάλη πολιτεία ετοιμάζεται να λαγοκοιμηθεί κυριακάτικα.
Αύριο θα ξυπνήσει ξεκούραστη και δωσ’ του πάλι τα ίδια.
Περνώ την καλύτερη ώρα της ημέρας μπροστά στη θέα της ίσιας έκφρασης σαν τεντωμένη χορδή,
το ρολόι στο βάθος και την αργοναυτική εκστρατεία μπροστά από την κόρη μου.
Πέντε έξι πνευστά, το σιδερένιο τρίγωνο και τα κύμβαλα.
Ούτε καν γνωρίζω τα ονόματα τους!
Η μουσική γλώσσα φωνής του ανθρώπου κι ας μην είμαι μουσικός.
Τουλάχιστον μπορώ να συλλογίζομαι πως επιτρέπει ως ελαφρότατος τόνος όλα να ειπωθούν,
και το σπουδαιότερο να ειπωθούν χωρίς να ειπωθούν.
Ζούμε για μία ζωή που θα ακούγεται.
Αναπολώ τον καλοκαιριάτικο ουρανό, θυμάσαι;
Σαν να είχα σκάσει ένα ρόδι γεμάτο αστέρια.
Τα είχαμε πάντα μέσα μας,
κι ας είναι τόσος ο κόσμος αναμεταξύ μας!
Αύριο το ανυπόφορο σκύψιμο ενός κορμιού προς το χάος που δίνει τίποτε;
Θα ’ναι η θάλασσα, τα κουπιά του αγνώστου ή ο ήχος του ρολογιού στο κομοδίνο να τα χαλάσει όλα!
Οι Συμπληγάδες μπροστά στο άσπρο χαρτί τα κάνουν όλα κομμάτια σα χαρτοπόλεμο,
η ανάμνηση ηχεί σαν φυματική καραμούζα την εποχή του Δάγκειου,
μα πόσο θα βαστάξει τούτο – αγωνίστηκα μόνος.
Θα έρθεις; Με ξοδεύω για να φύγει τούτη η σκόνη!
Είπα στην κόρη μου: καθένας βγαίνει από τη σκλαβιά του όπως μπορεί,
μα αληθινά από το δικό του δρόμο, που τον έχει σκάψει με τα νύχια του.
Νύχτα, σου γράφω μακριά από το σύμπαν,
ρέπω να ξαναρχίσω στίχους,
μα έχω το αίσθημα πως σκαλίζω μία πέτρα με σουγιά!
Η θάλασσα σαν την πρώτη ημέρα της δημιουργίας,
στα πόδια μου το ίδιο ερώτημα παρουσιάζει:
Τί θα πουν όλα αυτά;
Πόσο περίεργα γερνά ένας άνθρωπος.