2 ποιήματα, Kerana Angelova | μτφρ. Μαρία Δούμπα

saratsis

Πέρασμα / Брод

Ξυπόλυτη μέσα απ’ τη σκόνη να βαδίζεις
απ’ το ταπεινό σου σπιτάκι το καλοκαιρινό ως το ποτάμι και πίσω
το βαθύ πέρασμα δίχως να το διαβαίνεις
να περπατάς με μπότες λασπωμένες γενικώς να βαδίζεις
μιας και στης ζωής το πλάνο νομάς μικρούλα είσαι
μιας και δεν έχεις ρίζες απ’ τα φυτά για να διαφέρεις
σου ’δωσε ο θεός τον τόπο αυτό για να τον βαδίζεις
τη σύντομη αυτή απόσταση να μην τελειώνει
απ’ το σπιτάκι σου το φτωχικό
μέχρι του ποταμιού την όχθη και πίσω
εκατοντάδες φορές και να μη τελειώνει Διαβάστε περισσότερα

Φτερά μελάνης, Aksinia Mihaylova | μτφρ. Μαρία Δούμπα

vop

Από τότε που βρήκε τα γυαλιά του,
αυτός ο άνδρας όλο και πιο συχνά χάνεται
στους δρόμους της πόλης
και να θυμηθεί δεν μπορεί ποιος είναι.
Δεν παρατηρεί πώς του δωματίου οι τοίχοι
λικνίζονται τ’ απόβραδο,
πληγωμένα πουλιά – τα βιβλία
πετούν απ’ τα ράφια
και φτερά μελάνης σκεπάζουν
τα καθίσματα και το τραπέζι,
θολώνοντας το περίγραμμα των αντικειμένων
και τα ματαιωμένα φιλιά.
Ο αέρας δεν φτάνει,
και γι’ αυτό δεν διαβάζει στα μάτια μου
την κούραση κι αυτό που αποσιωπώ,
ότι δηλαδή δεν είναι πια κάστρο
το σπίτι μου.

Στην κοιλιά του αυτός ο άνδρας κρύβει
αχόρταγο σφουγγάρι,
που όλη μου τη χαρά ρουφά.

Από τότε που βρήκε τα γυαλιά του,
δεν βλέπει τα κολλημένα στο σπίτι
σημειώματα με το: «πότισε τα λουλούδια!»,
και γι’ αυτό μαραίνονται αργά αυτά
όπως οι πόθοι μου
κι ακούγοντας τις ξένες φωνές απ’ έξω,
όλο και δυσκολότερα αναγνωρίζω τη δική μου.

Aksinia Mihaylova, Επιστροφή (Завръщане)| μτφρ. Μαρία Δούμπα

voulv

Σμήνος χήνες – οι σταυροί στο νεκροταφείο,
καλωσορίζουν – ξεπροβοδίζουν,
από το σφύριγμα της ατμομηχανής ξυπνώντας,
στ’ αναχώματα τα χορταριασμένα τα φτερά τους μπλέκουν,
μεγαλώνει το σμήνος φθινοπωριάτικα, μυρωδιά από καλαμιές που καίνε
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του τρένου,
γαλαζωπές φλογίτσες στον λόφο- οι φθινοπωρινοί κρόκοι,
οι ψυχές των νεκρών βγαίνουν για τρύγο.

Μαθαίνω να κουβεντιάζω.
Mοσχοσίταρο ευωδιάζει η ποδιά της γιαγια-Λίνας,
«αυτή η δουλειά δεν έχει τέλος,
θα ξεκουραστώ στ’ ασπροχώματα».
Στις τσέπες της-κομματάκι ψωμί κι ιστορίες,
σε ψίχουλα σκορπίζονται από τα χέρια της που τρέμουν
και στο χώμα των χρόνων βουλιάζουν:
«Άννα, νεράκι φρέσκο φέρε μου».

Να σιωπώ μαθαίνω.
«Καπνίζεις πολύ» μου λένε,
για τα μικρά της ελαττώματα δικαιολογία ψάχνω
στην αφήγηση αυτής της προγιαγιάς με τον λουλά,
που, πριν λίγο, έφυγε απ’ τον κόσμο αυτόν,
ανοίγω το κοφίνι και τα ξεφλουδισμένα καλαμπόκια ρίχνω,
αρμαθιές με καπνό απ’ το υπόστεγο κάτω,
λευκά κολοκύθια κατά μήκος του τοίχου.

Θα επιστρέψω στον τρύγο,
ένα τέτοιο φθινόπωρο.
Θα κόψω
τα πιο ώριμα σταφύλια του δειλινού πάνω απ’ το ποτάμι,
σε κουπιά θα τα δέσω,
να φωτίζουν για πολύ τις χειμωνιάτικες νύχτες απ’ το ταβάνι,
μετά, η καμπάνα του χωριού «Ράκεβο»* παρατεταμένα θα χτυπήσει,
κι οι λευκές χήνες τα φτερά τους θα καλλωπίζουν,
καθώς θα με καλωσορίζουν.

* Τόπος γέννησης της ποιήτριας


Η Βουλγάρα Aksinia Mihaylova (1963) σπούδασε στη Σχολή των Σλαβικών Φιλολογιών στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας, είναι καθηγήτρια, ποιήτρια και μεταφράστρια. Από το 1994 μέχρι το 2015 έχουν εκδοθεί έξι ποιητικές συλλογές της στη χώρα της, δύο ανθολογίες με ποιήματά της στη Σλοβακία και στην Αίγυπτο, και, στη Γαλλία, η ποιητική της συλλογή «Ciel à Perdre» (Ουρανός προς Απώλεια), εκδ. Gallimard,2014, με ποιήματά της κατευθείαν γραμμένα στα γαλλικά, η οποία τον Νοέμβριο του 2014,της χάρισε στο Παρίσι το Βραβείο Apollinaire, αντίστοιχο με το Goncourt της ποίησης. Έχει μεταφράσει περισσότερα από 30 βιβλία ποιητικά και πεζά και ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες καθώς επίσης και στα τουρκικά, τ’ αραβικά, τα κινέζικα και τα ιαπωνικά. Είναι συνιδρύτρια του πρώτου βουλγαρικού ανεξάρτητου λογοτεχνικού περιοδικού «Αχ, Μαρία». Τιμήθηκε με πολλά λογοτεχνικά βραβεία στη χώρα της και με διεθνή στο εξωτερικό για τα ποιήματα και τις μεταφράσεις της. Είναι μέλος της διεθνούς οργάνωσης PEN-Βουλγαρικό Κέντρο PEN,της Εταιρίας Βουλγάρων Συγγραφέων και της Ένωσης Μεταφραστών στη Βουλγαρία. Ζει και εργάζεται στη Σόφια.