[Μερικές σκέψεις ή μια πρώτη, σύντομη ματιά στο βιβλίο]
Δεν τυγχάνω κριτικός, επομένως θα μου συγχωρεθούν ορισμένες φάλτσες απόψεις που σκέφτομαι να εκθέσω στη δημόσια θέα ειδημόνων που κάνουν συχνά τη τσάρκα τους από τούτα ‘δώ τα μέρη, ας μου συγχωρήσουν ταις αυθαδιάσεις μου, διότι κάποτε θα γράψω και για τον «φιλόξενο καρδινάλιο» του Ε.Χ.Γονατά, που θα πάει, πόσο ακόμη θα παίζουν κρυφτούλι μέσα μου δράμα και μαράζι. Ο Sebald σε αντίθεση με τον Ε.Χ.Γ. -μιας και παρεμπιπτόντως τον ανέφερα- δεν συμπιέζει το χρόνο της αφήγησής του, σε μερικές βραδιές μέσα στον οποίο κινείται. Ο χρόνος του αφηγητή απλώνεται μεν, ομολογεί όμως δε, ότι «Δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον» μέσω της μνήμης που –όπως και στο άλλο του βιβλίο, το «Άουστερλιτς»…«Η σχέση του χώρου με τον χρόνο, έτσι όπως την βιώνουμε ταξιδεύοντας, έχει ακόμα και σήμερα ένα στοιχείο εξαπάτησης και αυταπάτης, γι’ αυτό κάθε φορά που γυρνάμε από κάπου δεν ξέρουμε ποτέ με βεβαιότητα αν είχαμε όντως λείψει.» Επιλέγει τη σκιαγράφηση της ζωή των ξεριζωμένων γερμανών εβραϊκής καταγωγής μεταναστών, φορώντας επιδέξια το προσωπείο της μοναχικότητας (χαρακτηριστικό και της ζωής του συγγραφέα…), στοιχείο κοινό με τους χαρακτήρες που περιγράφει. Τα αμέτρητα θύματα των πολέμων και των επαναστάσεων του περασμένου αιώνα, ο γερμανός (μη-εβραϊκής καταγωγής) Sebald αφήνεται στη δίνη των γεγονότων που επέλεξε να αναπαραστήσει. Η επιλογή του αφηγηματικού ύφους εισχωρεί με κατανόηση στην ανθρώπινη κατάσταση εκείνων που οι δυνάμεις τους παραπαίουν, μεταφέρονται, κινούνται χωρίς τη θέληση τους, χωρίς καμία εξουσία ή έλεγχο της μοίρας τους. Διαβάστε περισσότερα