Μία συζήτηση του Νίκου Λέκκα με τον Μπεν Προβής

1

Μεσημέρι Τετάρτης με μέθη και υπεράριθμα χάπια, αυτά της θεραπείας. Κάλος καιρός. Υγρός. Σας το δηλώνω ευθύς εξαρχής ότι αυτό το κείμενο θα είναι κλεψιμαίικο για την γκέι λογοτεχνία-ποίηση (κάτι που χρεώνεται/θα χρεωθεί σε ‘μένα ως λίβελος;). Όπως έκλεψε και ο πατέρας Παΐσιος την κοινωνικοπολιτική κριτική του Κάρολου Μαρξ. Όπως, επίσης, έκλεψε την σεξουαλική διαπαιδαγώγηση του ισάξιου σε μπόι Κάρολου Μπωντλαίρ. Και τώρα τον πρώτο τον έχουν κάνει άγιο, αν και με παιδιά κι εγγόνια. Μαρξ και Μπωνταίρ γίγαντες και όλοι εμείς σκατά. Τον Μαρξ τον έχεσαν οι ίδιοι η Μαρξιστές και τον Μπωντλαίρ οι κυράτσες της ποίησης.

Μου σύστησαν τον Μπεν Πρόβης, ως ένα άνθρωπο αγνό που παιζογραφεί, ως άνθρωπο ελεύθερο, στηριγμένο στην «αποκλίνουσα σεξουαλικότητα», με τρόπο μοναδικό και ιδιαίτερο. Στις μέρες μας αυτή η «αποκλίνουσα σεξουαλικότητα» έχει αντικαταστήσει το «πουστάρα», όπως η «χρήση ψυχοτρόπων ουσιών» έχει αντικαταστήσει τον όρο «χασικλής» και «τρύπιος». Η σεμνοτυφία δεν έχει τέλος. Όσο για τα πρεζάκια, τα χίλια μύρια… Διαβάστε περισσότερα

Gottfried Benn, Σοπέν | μτφρ. Νίκος Βουτυρόπουλος

cp

(από τα Στατικά Ποιήματα)

Δεν ήταν ιδιαίτερα καλός ομιλητής,
οι απόψεις δεν ήταν το δυνατό του σημείο,
οι απόψεις είναι φλυαρίες,
όταν ο Ντελακρουά ανέπτυσσε θεωρίες,
τον έπιανε ταραχή, από την πλευρά του
αδυνατούσε να δικαιολογήσει τα Νυχτερινά.

Εραστής αδύναμος,
σκιά στο Νοάν,
όπου της Γεωργίας Σάνδης τα παιδιά
δεν καταδέχονταν από αυτόν
συμβουλές ανατροφής.

Φθισικός για χρόνια
με αιμορραγίες και ουλές,
που τον ταλαιπώρησαν πολύ.
Θάνατος σιωπηλός
όχι μέσα σε πόνους αβάσταχτους
ούτε από πυροβολισμούς:
το πιάνο (Έραρντ) έσυραν στην πόρτα
και η Δελφίνα Ποτότσκα
την ύστατη ώρα του τραγούδησε
για ένα μενεξέ.

Με τρία πιάνα ταξίδεψε στην Αγγλία:
Πλέυελ, Έραρντ και Μπρόντγουντ,
για 20 γκινέες έπαιζε τα βράδια
κάνα τέταρτο
στους Ρόθσιλντ, στους Ουέλλινγκτον, στο Στράφορντ Χάουζ
μπροστά σε πλήθος παντελόνια.
Σκοτεινιασμένος από την κούραση και τον θάνατο
επέστρεψε στην πατρίδα
στην Πλατεία της Ορλεάνης.
Κατόπιν έκαψε σκίτσα
και χειρόγραφα,
δεν άφησε απομεινάρια, θραύσματα, σημειώματα,
τέτοιου είδους προδοτικά σημάδια –
και τέλος είπε:
«οι προσπάθειές μου ολοκληρώθηκαν
με βάση όσα κατάφερα να πετύχω».

Έπρεπε να παίζουν όλα τα δάχτυλα
ανάλογα με τη δύναμή τους,
ο παράμεσος είναι ο πιο αδύναμος
(σιαμαίος του μέσου μόνο).
Ξεκινούσε πατώντας
μι, φα#, σολ#, σι, ντο.

Όποιος άκουσε ποτέ
κάποιο πρελούδιο δικό του,
είτε σε κάποια βίλα είτε
ψηλά σε βουνό
είτε από ανοιχτές μπαλκονόπορτες
για παράδειγμα σε κάποιο σανατόριο,
δύσκολα θα το λησμονήσει.

Δεν έγραψε όπερα,
ούτε κάποια συμφωνία,
μόνο αυτές τις τραγικές προόδους
από καλλιτεχνική πεποίθηση
και με ένα μικρό χέρι.

5ος Οίκος Ενοχής: Η Λευκωσία σε μαύρο & κόκκινο φόντο | Κώστας Ρεούσης

1972 (2)

Αλληγορίες ενός λιμανιού που δεν υπήρξε

Το πεντάγραμμο, ο Ανέστης και το κλειδί του σολ είχανε κλείσει τις φτέρες στους πορτοκαλεώνες. Το κατσίκι στη γάστρα -μ’ ολόκληρα ψημένα τα καρότα-, τα φύλλα δάφνης και το ελαιόλαδο να ευφραίνουν το στομάχι. Να μακελεύεις αγάδες λήσταρχους, γενίτσαρους προσκυνημένους και να χαλάς εξακολουθητικά όλους όσοι και γκιόσες, φακλάνες και σακαφιόρες όσες τεμενά τους κάνουνε για να το κρύψουνε και να περάσουν. «Ακούς; Μην το ξεχνάς, παιδί μου ακριβό»: Τάγματα του Θεού, πώς γίνεται να ζει κανείς λες κι είναι η κάθε ώρα του η τελευταία/να ’χει πετάξει από δω κι όμως εδώ να μένει/και να μπορεί εκεί που κάθεται στην κάμαρα, σκλάβος της μέριμνας, και συλλογιέται/να νιώθει απρόοπτα, όπως ο ετοιμοθάνατος, από αιθέριες μορφές ίδιες με σύννεφα χρυσά περιτριγυρισμένος. Η εποχή των Ποιητών, με μια διαταγή πιάνουνε τα γιοφύρια και ξύνουνε με τη χειροβομβίδα τους τα καρποφόρα τους τ’ αρχίδια. Τόσοι λακέδες στον ντουνιά όσοι ρουφιάνοι πολεμούν τ’ αδέλφια τους. Ντροπή. Κεσάτια, κι οι φίλοι γίνονται μπουχός ή άσκοπα συντάσσουνε προτάσεις και απευθύνονται μες στην κακία τους σ’ ό,τι ματώνει στο σταυρό. Ο κύριος Jet ήτανε ο ατμοκαθαριστής της Δέρβη της οδού Θεμιστοκλή, εκεί που τώρα περιφέρονται οι πεινασμένες μόνιμα κι υπέρβαρες ανθρώπινες μπουχέσες. Το ζόρι του νεκρού στον ύπνο της κονίστρας και τ’ άχαρο εφαλτήριο ενός στο καναβάτσο της παλαίστρας. Περπατούσε μαζί της σε περιοχές απάτητες και άλλων εποχών. Η Λευκωσία συναντούσε την Αθήνα, τα καλντερίμια περιπλέκονταν κι όμως μέσα στην ένταση η βόλτα τούς οδήγησε σε σπίτι να ερωτευτούν, τα σώματα ν’ αγαπηθούν. Είχε κοιμηθεί τον εφιάλτη του ονείρου της. Μόνο έναντι θανάτου θα λυθούν τα μάγια που τη στόλισε, νανουρίζοντας το παραμιλητό της. Πρώτη του χρόνου κι η Χώρα δέχτηκε νιφάδες της κρυσταλλοειδούς ανανήψεως ενώ μια μάνα, εκεί στο δρόμο π’ ενώνει την Αχαρνών με τη Λιοσίων, άναβε το καντήλι της με λάδι της ελιάς παρθένο. Η πίκρα αναδευότανε τον πόνο, το ’να τσιγάρο άναφτε τ’ άλλο, κι αναχωρούσανε τα γράμματα απ’ τη λευκή καρδιά. Σαράντα έξι μοίρες γωνιόμετρο κι οι πτέρυγες ανασκιρτούν τα technopaegnia σε ενεστώτα χρόνο, άνδιχα excerptum e scholiis: Λεῦσσέ με τόν Γᾶς τε βαθυστέρνου ἄνακτ’ Ἀκμονίδαν τ’ ἄλλυδις ἑδράσαντα, μηδέ τρέσῃς εἰ τόσος ὤν δάσκια βέβριθα λάχνᾳ γένεια. τᾶμος ἐγώ γάρ γενόμαν ἁνίκ’ ἒκραιν’ Ἀνάγκα πάντα δέ τᾶς εἶκε φραδαῖσι λυγραῖς ἑρπετά, πάνθ’ ὃσ’ ἕρπει δι’ αἲθρας. Χάους δέ, οὒτι γε Κύπριδος παῖς ὠκυπέτας ἠδ’ Ἂρεος καλεῦμαι· οὒτι γάρ ἒκρανα βίᾳ, πραϋνόῳ δέ πειθοῖ, εἲκε δέ μοι γαῖα θαλάσσας τε μυχοί χάλκεος οὐρανός τε· τῶν δ’ ἐγώ ἐκνοσφισάμαν ὠγύγιον σκᾶπτρον ἒκρινον δέ θεοῖς θέμιστας. Το διαμέρισμα συγγένευε με τους σημαιοφόρους Παγετώνες και οι κοκάλες του έκρωζαν κείνον το μυθικό υπαρκτό πύρινα πατριώτη συμπολεμιστή τ’ αστερισμού του Λέοντα. Ο Φοίνιξ ή κι ο Αρχαιοπτέρυξ μ’ ολάνοιχτα τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα γαλανά φτερά ή πούπουλά τους να πλαταγίζουν, να πλανάρουν, να πλανεύουν, να παρωδούν, να πλέουνε τη διαστημική αποδημία, χωρίς επιστροφή, σ’ έναν αχαρτογράφητο πλανήτη που πιθανότατα ονομάζεται Πατέρας. Είναι που κάτι πλοηγεί και το σταυρόσχημο ειδώλιο του Πωμού.


Λεζάντα φωτογραφίας

Ο ποιητής, τον Μάιο του 1972, στο παρτέρι του κήπου της αυλής του σπιτιού που γεννήθηκε, στη συνοικία Κυπριάδη στα Άνω Πατήσια, στην πλατεία Παπαδιαμάντη, οδός Λάντζα 2, Αθήνα, νομός Αττικής, Ελλάς.

Ο Μηχανικός | Μαρία Κουλούρη

pm

Με σάλιο και με χώμα
Έδεσα τις πέτρες
Συμφώνησα να αντέξει η γη
Ένα ακόμα βάρος
Κάθε χαλίκι διακοπή στο δέρμα
Του άμυαλου και μοναχού προφήτη
Τραύματα βαθιά θανάσιμα
Χάσκουν στο σώμα καθώς μιλά
Είναι άνθρωπος ή μια υπόσταση με κάποια φήμη
Αυτό ρωτούν οι φροντιστές
Εγώ ποτίζω λάσπες
Μια πόλη για κάθε κτίριο
Να ‘χει θεμέλια και τοίχους
Και έναν σταθμό φιλόξενο στον ύπνο
Παγώνει το σώμα κάτω απ’ τα δέντρα
Πρέπει να αδειάσουμε τα δάση
Έφτιαξα χώρους μετρώντας ρίζες
Ύψος και πλάτος στέρεα σημεία

[εικόνα: Paul Nougé]

Οι κάλτσες | Αλέξανδρος Βαναργιώτης

valt

Το μάτι μου από ψηλά έπεσε στις κάλτσες. «Δεν είχε πολλά καλλυντικά η μητέρα», σκέφτηκα. Ήταν μια δύσκολη ώρα και ένιωθα συγκίνηση και σύγχυση παράλληλα. Μια κρέμα tokalon κι ένα κόκκινο, στο χρώμα των χειλιών, κραγιόν, θυμάμαι. Τα ρούχα της απλά, καθημερινά, κι ένα ταγιέρ για τις επίσημες μέρες. Μεγάλη αγάπη όμως είχε στις κάλτσες. Ίσως γιατί ως παιδί μεγαλωμένο μέσα στον πόλεμο τις στερήθηκε. Αγόραζε τις νάιλον, μπεζ ή μαύρες, που τέλειωναν πάνω από το γόνατο, και τις στερέωνε με καλτσοδέτα. Πρέπει να ήταν και ακριβές τα χρόνια εκείνα, γιατί τις μάνταρε σ’ ένα κατάστημα, όταν έφευγε πόντος. Και πάντα έφευγε πόντος τις ώρες που δεν θα έπρεπε, όταν δηλαδή ήταν να πάμε κάπου, επίσκεψη, στην εκκλησία ή να προφτάσουμε το λεωφορείο για το χωριό. Η μάνα τρελαμένη να σβήσει το φαγητό, να ντύσει εμάς και να ετοιμαστεί κι εκείνη, έβαζε βιαστικά κι αδέξια τις κάλτσες. Τότε ακουγόταν μια θρηνητική κι απελπισμένη κραυγή. Ένα «α» παρατεταμένο που ξέραμε καλά τι σήμαινε. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή δεν υπήρχαν περιθώρια αδράνειας. Τη λύση έδινε η όζα, δηλαδή το βερνίκι νυχιών, που κολλούσε τον πόντο και δεν τον άφηνε να επεκταθεί.

– Είναι όλα; Ρώτησα τον υπεύθυνο της ανακομιδής.
– Ναι, στις κάλτσες βρίσκονται τα οστά των ποδιών, έκανε και μου έδειξε μια μπεζ νάιλον σύνθεση που παρέμενε μετά από τόσα χρόνια ταφής άφθαρτη.

Σε μια πλαστική λεκάνη χώρεσαν. Σαν αυτές όπου έπλενε λίγα ρούχα άμα δεν ήθελε να βάλει κανονική πλύση στη σκάφη.

Όταν έφευγε, την αποχαιρετίσαμε με τη φράση «Καλό ταξίδι».

Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι να πω. Καθώς κοίταζα τις μπεζ κάλτσες της, ψιθύρισα: «Έφτασες μητέρα;»

[εικόνα: Gilbert Garcin]