2 ποιήματα | Άννα Θεοφιλίδου

anna

Μια μέρα μετά

Ο Μάρτης στη δύση του
Κυριακή
Μία ώρα δειλινού
Σκιές
Ένα τραγούδι
Δίπλα μου η σβησμένη σου αφή
Το δευτερόλεπτο της ανάσας σου
μια σταγόνα αίμα στην άκρη των χειλιών
κυλάει στο χώμα

Σιωπή
Αυτό μονάχα

***

Ετοιμάζω φτερά

Γέμισες το καπέλο μου μη με λησμόνει
εκείνο το μοναδικό γαλάζιο τους
Θάλασσα βάφτηκε το νοτισμένο χώμα
γίνομαι πάλι παιδί
Λιώνω σαν παγωτό τον Αύγουστο
κάτι μου ψιθυρίζεις
Ακούω τ’ άρωμά σου
Ναι, στάζουν μουσική τ’ αρώματα
Ένας χαρταετός με ταξιδεύει
Ξυπνάω χαρούμενη
Τώρα ετοιμάζω τα φτερά
Μαθαίνω να πετάω
Να σ’ ανταμώσω
Να χαθώ.

Ποιήματα | Μίλτος Σαχτούρης

ms

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τά λουλούδια της
οἱ βραδινές καμπάνες τήν κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στά γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τό αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τίς σημαῖες πού πονέσανε
ἀπό τά κυπαρίσσια πού σφάχτηκαν
γιά νά χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καί δυό μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σά σταυρώνουν θα ’ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σά σταυρώνουν θά ’ρχεται ἕνα ξίφος
τό σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τά γαρίφαλα
τό ξίφος θά θερίζει τό κορμί της

***

Ὁ σκύλος

Ὁ σκύλος αὐτός πρόβαλε πρώτη φορά σέ δρόμο
σκισμένο ἀπό κοφτερά γυαλιά
ὕστερα φάνηκε στόν οὐρανό
μέσα σε ἕνα σκοτεινό πηγάδι τ᾿ οὐρανοῦ
ἔπινε ἕνα φῶς ἀστραφτερό σκυλίσιο
συνόδεψε ἕνα χέρι λίγα βήματα
ὕστερα γίνηκε φωτιά
ἔκλαιγε σάν κακό πουλι
ἔκαιγε σάν ἐλπίδα
ποιός ξέρει ἀπό πού ἦρθε καί πῶς ἔφυγε

Μά ἐγώ ξέρω πώς θά γίνει θάνατος
μιά μέρα

***

Τό κεφάλι τοῦ ποιητῆ

Ἔκοψα τό κεφάλι μου
τό ᾿βαλα σ᾿ ἕνα πιάτο
καί τό πῆγα στό γιατρό μου

-Δέν ἔχει τίποτε, μοῦ εἶπε,
εἶναι ἁπλῶς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στό ποτάμι καί θά ἰδοῦμε

τό ’ριξα στό ποτάμι μαζί μέ τούς βατράχους
τότε εἶναι πού χάλασε τόν κόσμο
ἄρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
νά τρίζει φοβερά καί νά οὐρλιάζει

τό πῆρα καί τό φόρεσα πάλι στό λαιμό μου

γύριζα ἔξαλλος τούς δρόμους

μέ πράσινο ἑξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητῆ

Κάθε που βρέχει | Ευαγγελία Πάσσαρη

kefalas

Κάθε που μου χτυπάει το τζάμι η βροχή.
Κάθε που ο ουρανός ξυπνά και βγάζει κραυγή.
Κάθε που όλα έξω σκοτεινιάζουν
Κοιτώ ψηλά, στον μεγάλο κόσμο των συννέφων,
Και σε βλέπω, σε ακούω, σε αισθάνομαι.
Βλέπω εσένα να μου χτυπάς το τζάμι.
Σαν τότε, που περίμενα ώρα να φανείς.
Βλέπω εσένα να μου τραγουδάς
Σαν τότε, που γέμιζαν τα απογεύματα με τη μουσική μας.
Βλέπω εσένα να κλείνεις το φως
Σαν τότε, που έλαμπαν μονάχα τα μάτια μας.

Κάθε που μένω μόνη στη βροχή,
Ξέρω πως θα ’ρθεις να με γυρίσεις σπίτι.
Ξέρω πως ακόμη μου κρατάς το χέρι.

Αντίστιξη | Νίκος Κωσταγιόλας

giota anastasiadou

Κι όπως τρυγούσε ο αέρας των μαλλιών σου τις δροσιές
κι αργοξετύλιγε ένα σούρουπο τα χρώματά του είπα
– για να μη μένει στην απέξω η ακοή –
να γείρω επάνω σου και μέσα τους ν’ ακούσω
μα όπως έσκυβα
τι βόμβος αρτεσιανός, τι όλβιοι χείμαρροι
και τι φτερούγισμα χιλιάδων πεταλούδων
με βρήκαν πλάι σου έκθετο που βέλαζα
σα λαβωμένο αγρίμι μα εσύ
αγέρωχη – αμείλικτη –
λες κι ήταν όλα αυτά για σένα απλά
μια συνιστώσα πληκτική του μεγαλείου σου
ούτε που σκίρτησες
μονάχα ρέμβαζες ατάραχη, όλο ρέμβαζες
αντίκρυ επίμονα στου λόφου το τιρκουάζ
πώς αναβόσβηναν τα πεύκα κι ανταλλάσσανε
ρυθμούς κι ειρμούς χερουβικούς τα κρασοπούλια.

Αμετάφραστες ρυτίδες | Ηλίας Στόφυλας

ist

Όπως και να το πας, δια ξηράς ή δια θαλάσσης, το έδαφος δεν το κερδίζεις.
Ατελείωτες οι στροφές του ίσιου δρόμου.
Ανακριβείς οι οδοδείκτες.
Κι ύστερα λεν πως καθ’ οδόν σε βρίσκει ο προορισμός.
Άσκοπη, βεβιασμένη μετακίνηση.

Είν’ οι σπαθιές στο πρόσωπο,
τ’ ακόνισμα του χρόνου κι όλες οι ρυτίδες αμετάφραστες·
φροντιστήριο ξενόγλωσσο ταχύρρυθμο η μνήμη.
Σας το είπα, αν έμαθα εξ ολοκλήρου να ξεχνώ,
αυτό που λέμε «δια παντός», στο μάθημα της μνήμης το οφείλω.
Απογραφή της ομορφιάς;
Απογραφή της ερημιάς;
Τί απ’ τα δύο δεν ξέρω.
Πώς με ξεγράψαν έτσι οι καθρέφτες…
Είδωλο απροσκύνητο.

Κλείσαν τα λεπροκομεία υψηλής αισθητικής,
εκ του ασφαλούς ν’ αποφανθεί το γήρας.
Κι όλη η νεότης η επείγουσα,
δημόσιος κατήγορος.
Ασέλγειας βιασμένης σώμα.
Θυμήσου. Μόνο οι σιωπούντες, δε στονάρουν.

Παιδί του ειδικού σωλήνα το οξυγόνο.
Γενικευμένη η αποκλειστικότης στο προνόμιο.
Τί περίμενες απ’ ανεμβολίαστες ιάσεις…Όλες οι ελπίδες μου στην άπνοια.
(Τί απόθεμα για τέτοια εναπόθεση!)

Πήχτρα οι απόδημοι στους ουρανούς.
Πρωτοφανής συνωστισμός.
Πού χώρος να πετάξουν ίσια τα πουλιά·
Διασωληνωμένες μεταβάσεις.
Να ζεις εντός παρενθέσεως και να πετιέσαι εκτός.
Καθαρή ειρωνεία!
Να κατοικείς στον κόσμο ή να σε κατοικούν οι κόσμοι;
Κάθισα στην άκρη, ως συνήθως.
Σήκωσα το χέρι το απλήρωτο, χωρίς να λογαριάσω.
Χωρίς βάρος ζωή δεν είναι, σκέφτηκα.
Θαυμάσιος μετατραυματισμένος.

Στήθηκα στην ουρά,
τη δική μου ή των πουλιών δεν έχει σημασία.
Υπομονή και θα περάσει, είπα.
Άλλη μία είναι.
Άλλη μία
κρίσιμη ολονύχτια ζωή.


Ο Ηλίας Στόφυλας κατάγεται από τις Σπέτσες. Είναι τελειόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και υποψήφιος διδάκτωρ του ίδιου τμήματος. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται στην ιδιωτική εκπαίδευση. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε ανθολογίες, σε έντυπά και ηλεκτρονικά περιοδικά. Τον Ιούνιο του 2020 εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή Μεταθανασία από τις εκδόσεις 24Γράμματα.