giota anastasiadou

Κι όπως τρυγούσε ο αέρας των μαλλιών σου τις δροσιές
κι αργοξετύλιγε ένα σούρουπο τα χρώματά του είπα
– για να μη μένει στην απέξω η ακοή –
να γείρω επάνω σου και μέσα τους ν’ ακούσω
μα όπως έσκυβα
τι βόμβος αρτεσιανός, τι όλβιοι χείμαρροι
και τι φτερούγισμα χιλιάδων πεταλούδων
με βρήκαν πλάι σου έκθετο που βέλαζα
σα λαβωμένο αγρίμι μα εσύ
αγέρωχη – αμείλικτη –
λες κι ήταν όλα αυτά για σένα απλά
μια συνιστώσα πληκτική του μεγαλείου σου
ούτε που σκίρτησες
μονάχα ρέμβαζες ατάραχη, όλο ρέμβαζες
αντίκρυ επίμονα στου λόφου το τιρκουάζ
πώς αναβόσβηναν τα πεύκα κι ανταλλάσσανε
ρυθμούς κι ειρμούς χερουβικούς τα κρασοπούλια.

Σχολιάστε