2 ποιήματα | Νίκος Καρούζος

ftxin

Διάλογος πρῶτος

Σά νά μήν ὑπήρξαμε ποτέ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τά βάθη.
Οὔτε πού μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιά τό ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θά περάσει
χαρτοπαίζοντας μέ τό θάνατο στά ψέματα.
Καί λέγαμε πώς δέν ἔχει καιρό ἡ ἀγάπη
νά φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσική
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δέν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σῴζων ἑαυτόν σωθήτω.
Θά σωθοῦμε ἀπό μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μέ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλά
μέ τῶν καλύκων τήν περισυλλογή
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στήν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δέν ἔχει ἡ ἁπαλή ψυχή βραχώδη πάθη
καί πάντα λέει τό τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θά γυρίσουμε στήν ὀμορφία
μία μέρα…
Μέ τή θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θά ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχή τή μοναξιά της.

***

Ἡ νύχτα με συμφέρει

Πράγματι ἡ νύχτα με συμφέρει.
Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τις φιλοδοξίες· ὕστερα
διορθώνει τις σκέψεις· ἔπειτα
συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει ὑποφερτότερη
τη σιωπή με σέβας ἀνατέμνει·
ἐξαίρει τήν ὄσφρηση μά προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.

Blackout | Φανή Αθανασιάδου

fanoula

Ήταν οι μνήμες
αταίριαστα δρομολόγια πλοίων
συγκρουόμενα αυτοκινητάκια σε λούνα παρκ
νωχελικά απομεσήμερα
γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι
τώρα η μνήμη αδυνάτισε
σαν τον λαμπτήρα στο βάθος του διαδρόμου
ένα επεισόδιο γενικού blackout
όπως δικαιολόγησε το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων
μόνο κάποια απογέματα
όταν ο ήλιος επιμένει να εισβάλλει
από τις κλειστές γρίλιες των παραθύρων
με ακολουθεί αδιαμαρτύρητα
στο δωμάτιο της υστεροθυμίας.

Μια ανάμνηση του Αυγούστου | Αντωνία Σκανδάλη

All-focus

Ένα πεταμένο λουλούδι στην άκρη του δρόμου, λευκό στο χρώμα του, να συμβολίζει την αγνότητα μιας ψυχής που κόπηκε βίαια παρά τη θέλησή του. Ένας γλυκός δροσερός αέρας προσπαθεί να ανασηκώσει τα πέταλά του αλλά μάταια παλεύει να το σώσει. Με τον καιρό θα το ξεράνει ο ήλιος και θα γίνει και αυτό μια ανάμνηση στο χρόνο, μια ύπαρξη που χάθηκε, ξεθώριασε στα δίχτυα ενός τελειωμένου καλοκαιριού.

Όπως όλες οι αιθέριες υπάρξεις που πέρασαν από τη ζωή μου και χάθηκαν στο τέλμα του χρόνου, βούλιαξαν στα άδυτα του μυαλού και σαν υπνωτισμένες μέδουσες περιπλανιόντουσαν στο βυθό της δικής μου θάλασσας και σου άφηναν μια γεύση αλμύρας, παραδομένες στην απεραντοσύνη του χρόνου αναδύονταν σαν το φεγγάρι του Αυγούστου μέσα στη νυχτωμένη θάλασσα. Κόκκινο, μισογεμάτο, μια επιβλητική παρουσία με φόντο το μαύρο του ουρανού. Ανίκητο στη θέα του, όλο ανείπωτα συναισθήματα.

Σαν να ξύπνησε από το λήθαργό τού, αποφασισμένο απόψε να ξεσηκώσει θύμησες που είχαν σκουριάσει από το αλάτι και είχαν χαθεί. Μα είχες ξεχάσει να πάρεις μαζί το χαμόγελό σου, το άφησες εδώ να θυμίζει κάπου κάπου την παρουσία σου, πως κάποτε υπήρξες δίπλα μου, σε έναν δρόμο που διαλέξαμε να βαδίσουμε παρέα. Ένα δρόμο δύσβατο που δεν είχε επιστροφή, δεν είχε αστέρια να φωτίζει τη νύχτα και το φεγγάρι ήταν πάντα χλωμό. Και όταν πια αυτός ο δρόμος έφτασε να αγγίξει το τέρμα, μου δώρισε μια βαλίτσα και εσύ χάθηκες στο ξημέρωμα ενός αυγουστιάτικου πρωινού.

Ανοίγω τα μάτια και νιώθω για λίγο νεκρή χαμένη σε ένα όνειρο που με τα φώτα του ουρανού είχε χαθεί. Ένα δωμάτιο άδειο που από τις χαραμάδες των παραθυρόφυλλων μπαίνει αμυδρά λίγο φως. Διακρίνω την σκόνη να λικνίζεται σε ένα δικό της ρυθμό. Ανοίγω το συρτάρι δίπλα μου, το σύρσιμό του ακούγεται τόσο δυνατά που ταράζει την νεκρική σιγή του δωματίου.

Σκονισμένες φωτογραφίες, ποτισμένες με δάκρυα άλλοτε χαράς άλλοτε απελπισμένης λύπης. Τις χαϊδεύω απαλά σαν να είναι το πολυτιμότερο κόσμημα. Και εκείνη η εικόνα που συντρόφευε τον ύπνο μου είναι ξανά μπροστά μου μια φιγούρα άψυχη, ένα χαμόγελο στεγνό χωρίς καμία ζωντάνια, κανένα συναίσθημα. Αποτυπωμένο σε ένα κομμάτι χαρτί τόσο εύθραυστο, τόσο αδύναμο που φοβάμαι πως θα χαθεί ξανά και θα κομματιαστεί. Τίποτα όμως δε ζωντανεύει την παρουσία σου ακόμα και αυτό το κομμάτι χαρτί. Αδημονώ για τη στιγμή που θα νυχτώσει πάλι, εκεί που η πόλη ολόκληρη θα κοιμάται και το φεγγάρι θα μου δείχνει το δρόμο για να σε συναντήσω. Σε ένα κρυφό σοκάκι μια ερημωμένης πόλης. Σε ένα στενό δρομάκι ενός ονείρου. Μόνο εκεί, την ώρα που όλα σβήνουν και τα μάτια μου σφραγίζουν ερμητικά, σε βλέπω να ζυγώνεις δειλά και να ακουμπάς ξανά τη ψυχή μου. Και ’γω παρακαλώ τον ουρανό να μην πάρει μακριά τα πέπλα της νύχτας και χαθείς πάλι.

Στα σκοτάδια της νύχτας έμοιαζες να είσαι κυρίαρχος του εαυτού και εκεί πλάι στο κύμα της θάλασσας σου άρεσε να ξαπλώνεις και να ακούς τη μελωδία του αυγουστιάτικου αέρα. Τα φώτα, ελάχιστα η βουή του δρόμου ίσα που ακούγεται στα αυτιά μας. Το κορμί σου γεμάτο αλμύρα σαν τα φιλιά σου. Μια στιγμή δική μας, μια στιγμή σιωπής χαμένοι μέσα στην αμμουδιά, παρασυρμένοι από τη θέα ενός ουρανού. Μετράμε αστέρια, μετράμε στιγμές και όνειρα γιατί ξέρουμε πως στο φως του ήλιου όλα θα εξαφανιστούν με ένα τρόπο μαγικό σαν να υπήρξαν κάπου, κάποτε, σε κάποια άλλη εποχή σε έναν άλλο τόπο. Ίσως και σε μια άλλη ζωή.

Σε βρίσκω σαν αυγουστιάτικου όνειρο, σαν ξεθωριασμένο καλοκαίρι και σε χάνω με τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου.

 

2 ποιήματα | Γιώργος Γάββαρης

gavvaris

Το λάθος

Χτυπούσαν
το τζάμι του παραθύρου μου
κάτι
χτικιασμένα κίτρινα φώτα
το άνοιξα
μπήκαν μέσα οι ασθένειες κι από τότε
οι άνθρωποι πεθαίνουν…

***

Τα μικρά

Θυμάμαι εκείνους τους ρήτορες
ανεβασμένοι σε κάρα
έτοιμοι να σε πυροβολήσουν
*
καλύτερα να συμμετέχεις στους θερισμούς
απολαμβάνοντας τους καρπούς των εποχών
*
ο ακροβάτης του τσίρκου ισορροπεί τη συνείδησή του
στα βλέμματα των παιδιών
*
ο καντηλανάφτης φλερτάρει με τις γνωριμίες των αγίων
*
τα χρόνια λογαριάζουν πόσους αιώνες
θα περιμένουν, γερνάνε κι αυτά
*
πώς να κοροϊδέψουμε τους δρόμους με τα άσκοπα οχήματα
που τρέχουν για να μη προλάβουν
*
ανεβαίνεις σε λοφίσκους και υψώματα
ν’ ακούσεις το τεριρέμ του ιεροψάλτη για κάποια σωτηρία
και στο στόμα ο τρούλος μιας δαπανηρής εκκλησιάς
*
πεταλούδες αθόρυβες ροδοκόκκινες δεν πετούν
ακίνητες κάθονται στα κλαριά ελπιδοφόρων δέντρων
παριστάνοντας τους πολύχρωμους καρπούς.
*
Τελικά, ξέχασα τα σημαίνοντα
να θυμηθώ
τα μικρά τα πολύ μικρά εκείνα που δεν φαίνονται
εκείνα που μ’ αγάπησαν που θα στέργιωναν την ύπαρξη…

Θα βρέξει | Πάνος Κεφαλάς

kefalas

Θα βρέξει.
Μην απλώσεις.
Μην απλώσεις την κολασμένη επιθυμία που σε κατατρώγει.
Σαν κάστρα τα όνειρα γκρεμίζονται σε κάθε στάλα της βροχής.
Όταν βρέχει, τα θέλω μας τα κρύβουμε.

Θα βρέξει.
Μην απλώσεις.
Μην απλώσεις της καρδιάς σου τις ξεθωριασμένες γυναικείες φωτογραφίες.
Ο έρωτας του θηλυκού στη βροχή χάνει την ομορφάδα του. Ξεβάφει.
Όταν βρέχει, δεν ερωτευόμαστε.

Βρέχει.
Κάνεις να απλώσεις τα χέρια σου να πετάξεις.
Είναι ακόμη αδύναμα. Όσο κι αν ήρθε η ώρα να τολμήσεις.
Μα θες τόσο πολύ να πετάξεις!

Μα πάντα θα βρέχει.
Κι η νιότη σου θα σβήνει.
Ο χρόνος θα σβήνει.
Κι εσύ θα σβήνεις.

Εσύ; Ναι εσύ! Πότε θα απλώσεις;