Franz Werfel, Ν’ αναπνέεις να περπατάς να γελάς | μτφρ: Νίκος Βουτυρόπουλος

Werfel,_Franz1

Φτιάξε, κουβάλα, κράτα
Τα χίλια ύδατα του γέλιου στο χέρι σου μέσα!
Γέλιο, μακάρια υγρασία απλώνεται
Πάνω στο πρόσωπο.
Δεν είναι ρυτίδα το γέλιο,
Είναι η ουσία στο φως.
Μες στον χώρο διαθλάται το φως που δεν είναι ακόμη φως.
Δεν είναι φως ο ήλιος,
Πρώτα σε ανθρώπων πρόσωπα
Γεννιέται το φως σαν χαμόγελο.
Από πύλες αιώνιες που ελαφρά ηχούν,
Απ’ των ματιών τις πύλες κοχλάζει
Η Άνοιξη πρώτη φορά, ο αφρός ουράνιων κυμάτων,
Η άσβεστη του γέλιου πυρκαγιά.
Το αρχαίο ξέπλυνε χέρι στη βρόχινη φωτιά του γέλιου,
Φτιάξε, κουβάλα, κράτα!

Αφουγκράσου, υπάκουσε, άκου!
Τη νύχτα σβήνει της ανάσας ο ήχος.
Ανάσα, η σύμπνοια του στήθους.
Αιωρείται η ανάσα
Πάνω απ’ την έχθρα σκοτεινών αψίδων.
Ανάσα είναι ουσία ύψιστης πνοής.
Ούτε ο άνεμος που φυσά
Στο βοσκοτόπι, στο δάσος και στους θάμνους,
Ούτε το φύσημα που γυρνά τα φύλλα…
Η πνοή του θεού γεννιέται στην ανάσα του ανθρώπου.
Απ’ τα χείλη, από βαριές,
Μοιραίες, σκοτεινές, αιώνιες πύλες,
Ταξιδεύει η πνοή του θεού να ευλογήσει τον κόσμο.
Στης ανάσας το ανεμοπέλαγος υψώνεται
Περήφανο το ιστίο μες στη μέθη,
Της λέμβου που ‘ναι φορτωμένη νυχτιάτικα με αμέτρητες λέξεις.
Αφουγκράσου, υπάκουσε, άκου!

Πέσε, γονάτισε, κλάψε!
Δες των εραστών το αέρινο ζαλισμένο βήμα!
Κουνήσου, μες στη ζάλη περπάτα!
Το περπάτημα οδηγεί
Τα πάντα στον εξαγνισμό, τα πάντα στο καθολικό.
Το περπάτημα είναι παραπάνω από πορεία και δρόμος,
Απ’ της αστρικής σφαίρας την ανατολή και διαδρομή,
Απ’ του διαστήματος την χορευτική υπερβολή.
Στων ανθρώπων το βήμα γεννιέται της ελευθερίας ο δρόμος.
Όταν περπατάνε οι άνθρωποι,
Η χάρις του θεού αποπνέει από κάθε καρδιά και πύλη.
Χαμόγελο, ανάσα, περπάτημα
Είναι παραπάνω απ’ την πορεία του φωτός, του ανέμου, των άστρων,
Με τον άνθρωπο ξεκινά ο κόσμος.
Στων εραστών το γέλιο, την ανάσα, το βήμα μέθα!
Κλάψε, γονάτισε, πέσε!


[Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του γερμανόφωνου εξπρεσιονισμού, ο Franz Werfel (1890-1945), γεννημένος στην Πράγα και φίλος του Franz Kafka, μετά από μια περιπετειώδη ζωή στην φλεγόμενη Ευρώπη του Μεσοπολέμου, κατέληξε να γίνει σεναριογράφος στο Hollywood και να θεωρείται δάσκαλος της αμερικανικής θεατρικής σκηνής, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Τέννεσυ Ουίλλιαμς. Στις λιγοστές ποιητικές του συλλογές διακρίνεται για το πάθος και η εκφραστική του μεγαλοστομία που εύκολα θα μπορούσαν να εκληφθούν ως επιτηδευμένες φλυαρίες, όμως πρόκειται για αυτές ακριβώς τις δυο συνιστώσες που καθόρισαν τις εξελίξεις στην σύγχρονη τέχνη, και ο Werfel αποτέλεσε έναν από τους κύριους εκφραστές μιας εποχής βυθισμένης σε κάθε είδους υπερβολή όπου δύσκολα διακρίνεται η καταστροφή και η αλλοτρίωση από τη συνειδητοποίηση και τη μεταμέλεια]

Νέο Savoir-vivre #21-30 | Σωτήρης Παστάκας

303d2d29672de2edac3bec115017d499

#021 ΤΙΜΟΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΣΠΟΝΣΟΡΕΣ

Ο τιμοκατάλογος για την έκδοση βιβλίων όπως έχει διαμορφωθεί τελευταίως (με την είσοδο του πάλαι ποτέ ιστορικού Κέδρου στο παιγνίδι), κυμαίνεται ανάμεσα στις 3.500 και τα 300 ευρώ (για 100 αντίτυπα ψηφιακής εκτύπωσης). Η προσφορά όπως βλέπεται καλύπτει όλα τα βαλάντια κι είναι σύμφωνη με την τσέπη σας. Αν γράφετε κι έχετε στη διάθεσή σας ένα ελάχιστο ποσόν τριακοσίων ευρώ γίνεστε «συγγραφέας» κι αρχίζετε να κτίζετε την πολυπόθητη καριέρα σας στο συγγραφικό στερέωμα. Αποκτάτε το δικαίωμα να μιλάτε υποτιμητικά για τους άλλους, να τους επιπλήττετε και να τους εξυβρίζετε. Να ζητάτε να διαβάσετε κι εσείς σε φεστιβάλ και ημερίδες ποίησης κλπ, κλπ.

Απ’ τα πάμπολλα μέιλ που με ρωτάνε «τι παίζει με την έκδοση των βιβλίων» ξεχώρισα ένα που ο συμπαθής αποστολέας του με ρωτούσε «που μπορεί να αναζητήσει σπόνσορες για την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής». Αν μη τι άλλο του αναγνώρισα το πραγματιστικό του χαρακτήρα του, το εμπορικό του δαιμόνιο και τη θρασύτητα της νεότητος. Τον κατεύθυνα στην κλασική αναζήτηση σπόνσορα ανάμεσα στο οικογενειακό του περιβάλλον: γιαγιά, παππού, θείους, εξαδέλφους, αδέλφια και παραδοσιακά τους ταλαίπωρους τους γονείς. Οι γονείς δεν αρκούνται πλέον με την αγορά αυτοκινήτου στα δεκαοκτώ του κανακάρη τους αλλά συμβάλλουν τα μέγιστα ώστε εκδοτικοί οίκοι να αποφύγουν την πτώχευση. Αναδεικνύονται σε μεγάλους ευεργέτες της χειμαζόμενης εκδοτικής βιομηχανίας.

Σπόνσορες ωστόσο υπάρχουν: άγνωστα ιδρύματα προσφέρουν χρήματα για έκδοση λογοτεχνικών έργων αρκεί κάποιος να έχει τη σωστή πληροφόρηση…

***

#022 ΟΙ ΧΑΖΕΣ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ

Δέχθηκα το αίτημα φιλίας, όπως κάνω πάντα (τους σβήνω κάθε τόσο όταν πλησιάζω επίφοβα τους 5.000 φίλους, γιατί θεωρώ μέγιστη ανοησία τα προφίλ Β, Γ κοκ.), στο Φέισμπουκ κι αμέσως με προσκάλεσε να κάνω λάικ στη σελίδα του βιβλίου της, μια πρώτη και πιθανότατα πρωτόλεια ποιητική συλλογή. Δεν κάνω λάικ σε βιβλία, δεν κάνω λάικ σε σελίδες φίλων που δηλώνουν ποιητές και συγγραφείς. Η απόλυτη γελοιοποίηση του φιλόδοξου.

Οι άνθρωποι της γενιάς μου (ως γνωστόν τη γενιά μας δεν την επιλέγουμε αλλά τη χρεωνόμαστε), γράφαμε και γράφουμε από φιλοδοξία να πάρουμε το βραβείο Νόμπελ: τίποτα λιγότερο, τίποτα παραπάνω. Τώρα βλέπω τη νέα γενιά να γράφει από τη φιλοδοξία να μαζέψει όσα περισσότερα λάικ μπορεί στο Φέισμπουκ. Να κάνει σελίδα το βιβλίο του, να κάνει σελίδα ως ποιητής ή συγγραφέας λες και αυτό θα προσδώσει αξία από μόνο του στα ασήμαντα στιχάκια του και τη βαριεστημένη πρόζα του, λες και η προσωπική απλή σελίδα δεν φθάνει να κοινοποιεί τις καλημέρες του και τις πολιτικές εκτιμήσεις και τα τραγουδάκια του και τα ανούσια στιχάκια του.

Μία από τις αρετές του νέου λογοτέχνη είναι και η φιλοδοξία: χωρίς τη φιλοδοξία να αλλάξεις τον κόσμο με τα γραφτά σου, δεν γίνεται να επιμείνεις στο σαρκοβόρο έργο της συγγραφής. Οι χαζές φιλοδοξίες κι η έπαρση από κει και πέρα δηλώνουν μόνο την έλλειψη αυτογνωσίας που αποβαίνει μοιραία. Κάποιος που δεν έχει το «γνώθι σ’ αυτόν» είναι καταδικασμένος να γράφει χαζά κείμενα.

***

#023 ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΜΕΤΡΑΕΙ

Με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής λοιπόν, αφού κάποιος ξεπέρασε όλα τα εμπόδια που αναφέραμε κατά καιρούς εδώ, αρχίζουν τα παράπονα. Συνήθως η χαρά επισκιάζεται από τα τυπογραφικά λάθη. Το χρώμα στο εξώφυλλο που μέχρι να ανοίξεις το πακέτο των βιβλίων φαίνεται να έχει ξεθωριάσει και βρίσκεσαι να κρατάς στο χέρι ένα βιβλίο που δείχνει μεταχειρισμένο. Από το μέγεθός του, γιατί συμφώνησες μεν στο Α3 χωρίς να ξέρεις από τεχνικούς όρους μέσα στον ενθουσιασμό σου. Κυρίως δε επειδή αφού το πήρες στα χέρια σου αντιλαμβάνεσαι πως ο «εκδότης» δεν διαθέτει δίκτυο διανομής και τα πεντακόσια αντίτυπα που σου παρέδωσε θα χρησιμεύσουν μόνο ως προσάναμμα στο τζάκι των γονιών σου τις κρύες νύχτες του χειμώνα που σφίγγουν την καρδιά σου, ειδικά τώρα που δεν είσαι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα της έκδοσης του πρώτου σου βιβλίου.

Φίλος μου έλεγε πως μετάνιωσε γιατί όταν πήγε να το βάλει στην βιβλιοθήκη του, το βιβλίο του δεν φαινόταν, δεν ξεχώριζε στο ράφι, παρότι το έβαλε σε περίοπτη θέση, λόγω μικρού μεγέθους. Μου δήλωσε την επιθυμία του, το επόμενο βιβλίο να το βγάλει σε μεγάλο μέγεθος, με το όνομά του σε ευδιάκριτη ράχη.

Παιδί των βιβλίων τσέπης από το εξήντα (Oscar Mondadori, Γαλαξίας, Βίπερ, Τραμάκια κοκ), είμαι από καταβολής για το μικρό σχήμα στα βιβλία είτε πρόκειται για μυθιστόρημα είτε για ποίηση. Μ΄αρέσει να κουβαλάω μαζί μου μικρά εύχρηστα βιβλιαράκια για ανάγνωση στα λεωφορεία, το μετρό, στην παραλία κοκ. Το μεγάλο μέγεθος το αφήνω στον Ελύτη κι όσους νέους έχουν πρόβλημα με το μέγεθος του πέους τους.

***

#024 ΤΟΝ ΚΑΚΟ ΣΟΥ ΤΟΝ ΦΛΑΡΟ

…θυμήθηκα μια παλιά έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αγανάκτηση του ομιλητή για κάτι που έκανε ή είπε αυτός στον οποίο απευθύνεται. Ταυτόσημή της είναι η (σχετικά πιο κοινή) φράση «τον κακό σου τον καιρό», σε μια πρόσφατη παρουσίαση σε ένα μπαρ, όταν η κουβέντα έπεσε για άλλη μια φορά «περί αντιποιητικής σημερινής εποχής» και τι ωραία-τι-καλά που ζούσαν κάποτε ο Σεφέρης κι ο Ελύτης και ο Ρίτσος κι ο Λειβαδίτης (μέχρι εκεί πάνε οι αναγνώσεις ποίησης της πλειοψηφίας των Ελλήνων). Τον Καρούζο τον αναφέρουν οι πιο ψαγμένοι και πάρα πολλοί θεωρούν τον Πατρίκιο «μέγιστο εν ζωή ποιητή».

Η κυρία κι ο συνοδός της με την όψιμη φιλοδοξία να γίνουν ποιητές έστω τώρα που βγήκαν στη σύνταξη, επέμεναν πως δεν έχουμε ποιητές στις μέρες μας λόγω οικονομο-πολιτικών συνθηκών. Την χιλιοφορεμένη άποψη την αντέκρουσε ευτυχώς για μένα συμπαθής ακροατής, κι εγώ έμεινα ξένοιαστος να σκέφτομαι τα δικά μου. Μου ήρθε στο μυαλό ένα τραγουδάκι που είχαμε σκαρώσει για κάποια ήττα του Ολυμπιακού στη Γλασκώβη, προς τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, ένα βαρύ 4 ή 6 μηδέν από τη Σέλτικ ή τους Ρέιντζερς τέλος πάντων, που έλεγε πάνω κάτω το εξής:

«Επήγε κι ο Ολυμπιακός επάνω στη Σκωτία/ κι έλεγε πως τούφταιγε η κακοκαιρία».

***

#025 ΠΕΡΙ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Ο Δημοσθένης (Δήμος) Σκουλάκης σπούδασε ζωγραφική, αρχικά με τον Σπύρο Παπαλουκά και για ένα μικρό διάστημα πλάι στον Φώτη Κόντογλου. Το 1957 ταξιδεύει για πρώτη φορά στο Παρίσι, όπου συνδέεται φιλικά με τον Θανάση Τσίγκο. Το 1958 επιστρέφει στην Ελλάδα και αρχίζει συστηματικές σπουδές με τους Πάνο Σαραφιανό και Βρασίδα Βλαχόπουλο.Την επόμενη χρονιά, μπαίνει στο προκαταρτικό τμήμα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον Γιώργο Μαυροϊδη και το 1961 στα εργαστήρια της σχολής με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη. Παράλληλα παρακολουθεί και το εργαστήριο σκηνογραφίας -διακοσμητικής του Βασίλη Βασιλειάδη. Επιστρέφοντας το 1969 στην Ευρώπη, ζει και εργάζεται διαδοχικά στο Παρίσι (δίπλα στον Γιάννη Τσαρούχη) και στη συνέχεια στο Λονδίνο και το πρώην Δυτικό Βερολίνο.

Ο μουσικός Λεωνίδας Καβάκος ξεκίνησε τα μαθήματα βιολιού σε ηλικία πέντε ετών με τον πατέρα του και συνέχισε τις σπουδές του στο Ελληνικό Ωδείο με καθηγητή τον Στέλιο Καφαντάρη. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, στην τάξη του καθηγητή Joseph Gingold και το 1984 έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως σολίστ στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Το αυτονόητο για τους ζωγράφους και τους μουσικούς να αναφέρουν τους δασκάλους τους δεν ισχύει στο χώρο της λογοτεχνίας.

Δεν υπάρχουν πιο αχάριστα και σαρκοβόρα όντα από τους λογοτέχνες.

***

#026 ΑΛΛΑΖΕ ΠΑΝΕΣ Ο ΚΑΛΒΟΣ;

«αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. α´, 27-28)

Οι μεγάλοι ποιητές υπάρχουν μόνο δια της αρνήσεως της τεκνοποιίας. Ή μάλλον η συγκεκριμένη βιβλική ευχή, πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν τους αφορά. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τον Ανδρέα Κάλβο να αλλάζει πάνες, όπως δεν μπορούσε ο Διονύσιος Σολωμός να χάνει τον ύπνο του κουνώντας κούνιες και ταχταρίζοντας βρέφη. Ο τρίτος από τους μείζονες ποιητές μας, ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε την έγνοια της γραφής κι όχι τα βάσανα του πατέρα να αναστήσει ένα παιδί. Από τους ελάσσονες του περασμένου αιώνα ο Σεφέρης θα ήταν πολύ κακός πατέρας, αγέλαστος και αυστηρός όπως ήταν κι ο Ελύτης ευτυχώς που δεν έκανε παιδιά για πολλούς και ευνόητους λόγους.

Απέτρεψα νέο φέρελπι ποιητή από το να αποκτήσει απογόνους με τα παραπάνω επιχειρήματα κι αν αρχικά μου θύμωσε, με την πάροδο του χρόνου με ευγνωμονούσε. Είδα πολλούς ομότεχνους να εγκαταλείπουν τη γραφή και να αναβάλλουν την ασχολία τους με τη λογοτεχνία επ΄αόριστον, «μέχρι να αποκαταστήσουν τα παιδιά» που δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ. Είδα άλλους να κάνουν προβληματικά και δυστυχισμένα παιδιά. Τον Τζόυς και το Φιτζέραλντ να θρηνούν τις κόρες τους στα Ψυχιατρεία. Τον εγγονό του Σικελιανού να πεθαίνει από κρακ και οινοπνευματώδη («το βιβλίο του Τζον» της κόρης του Ελένης Σικελιανός, από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά).

Μια σπαραχτική βιογραφία που ίσως σας αποτρέψει να αποκτήσετε παιδιά. Γιατί η δύναμη της δημιουργίας κληρονομείται ως κατάρα στις επόμενες γενιές.

***

#027 Η ΓΡΑΦΗ: ΜΙΑ ΤΕΛΕΤΗ ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ

Φίλη αναγνώστρια της στήλης με ρωτάει αν με απασχολεί το γεγονός πως «πολλοί δεν καταλαβαίνουν τι γράφω» και αν σκέφτομαι να κάνω πιο αναλυτικά τα κείμενα για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Απαντάω πως η γραφή είναι ο μέγιστος ψυχαναγκασμός. Στην περίπτωση της στήλης εδώ, έχω βάλει ως αυτοπεριορισμό τις διακόσιες (200) λέξεις. Το στοίχημα είναι μέσα σε 200 λέξεις να μπορέσεις να δημιουργήσεις ερωτήματα κι όχι να δώσεις απαντήσεις: να κάνεις τον άλλον να ξεβολευτεί από την αναγνωστική του ρουτίνα. Να του καταφέρεις ένα αριστερό ντιρέκτ στο σαγόνι.

Το τελετουργικό του ψυχαναγκασμού αποδίδει τα μέγιστα στη γραφή: θα γράψω εφτά ποιήματα σε εφτά μέρη και θα έχω μονό αριθμό ποιημάτων (49)-γιατί και ο αριθμός των ποιημάτων σε μια συλλογή πρέπει να είναι μονός, όπως το μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα στην αγαπημένη: 5, 7, 9, 11 κοκ. Θα γράψω ένα λίβελο που θα έχει 300 λέξεις: αν σε τριακόσιες περίπου λέξεις δεν μπορώ να προσβάλλω και να θίξω τον άλλον καλύτερα να μην ασχοληθώ καθόλου μαζί του.

Βάζοντας όρια στη γραφή μου γίνομαι πιο ουσιαστικός. Μαθαίνω την οικονομία των λέξεων. Αποφεύγω χάσματα και επαναλήψεις. Δεν κοιμίζω τον αναγνώστη. Τον κάνω να ακονίσει το μυαλό του. Αν όμως διαβάζει κάτι και δεν βγάζει νόημα, τότε το φταίξιμο είναι όλο δικό μου.

***

#028 Η ΜΟΥΣΑ ΚΑΙ Η ΛΑΒΑ

«Η έμπνευση» είπε σε κάποια συνέντευξή του ο Μίκης Θεοδωράκης, «είναι σαν τη λάβα. Αν την πιάσεις στα χέρια σου νωρίς, καίγεσαι. Αν καθυστερήσεις, παγώνει και γίνεται άχρηστο πέτρωμα». Η πολύ επιτυχημένη παρομοίωση (όλοι μας γνωρίζουμε πως πάντα έτσι συμβαίνει), δεν μας λέει όμως από πού προέρχεται η έκρηξη της λάβας. Ο μέγας Σαρλ Μπωντλαίρ δίχως τον οποίον δεν θα υπήρχαμε ούτε εμείς, ο πατριάρχης όλων των ποιητών, σαρώνοντας δια μιας τις προκαταλήψεις του ρομαντισμού περί «θεόπνευστου ποιητή», δηλώνει ευθαρσώς πως η «έμπνευση είναι αδελφή της καθημερινής εργασίας».

Αρκεί να στρωθεί κανείς στη δουλειά και η έμπνευση θα έρθει κάποια στιγμή. Η Αγκάθα Κρίστι στρωνόταν στο γράψιμο και η έμπνευσή της προερχόταν από το δάγκωμα ενός ξυνόμηλου. Ο Αλμπέρτο Μοράβια καθόταν κάθε μέρα και έγραφε από τις 7 το πρωί μέχρι τις 12 το μεσημέρι. Μετά έτρωγε και κοιμόταν. Το απόγευμα το αφιέρωνε στους φίλους του και το βράδυ στα θεάματα. Την άλλη μέρα φτου κι από την αρχή. Ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε χαμένη τη μέρα αν δεν είχε γράψει τουλάχιστον ένα ποίημα.

Εσείς όμως φίλοι μου γράφετε εξαιτίας μιας γυναίκας. Είστε οι μόνοι που πιστεύετε ακόμη στην ύπαρξη της Μούσας. Χάρη σε σας τα κοριτσάκια χαίρονται κι αγάλλονται, ακόμα.

***

#029 ΕΠΙΣΤΡΕΨΤΕ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΑΣ

Φίλος ποιητής μου εξομολογείται πως μέσα στις υποχρεώσεις της καινούργιας του δουλειάς είναι να στήνει και πάγκους στη Λαϊκή Αγορά: του λέω να έχει τα μάτια του και τα αυτιά του ανοικτά, να καταγράφει εικόνες και κουβέντες, ιδιωματισμούς και ντοπιολαλιές. Ο Γιάννης Βαρβέρης υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών αρνήθηκε να ακολουθήσει την καριέρα του διπλωμάτη που ακολούθησε ο συμμαθητής του Γιώργος Βέης, για να μην απομακρυνθεί από την Ελλάδα. Ποιητής είσαι μόνον στη χώρα σου.

Ο Φίλιππος Βλάχος το 1975 που τον επισκέφθηκα στο τυπογραφείο του εκεί στη Μαυρομιχάλη, απέρριψε ευγενικά το πρωτόλειο ποίημα που του έδωσα και μου είπε πως αν ήθελα να γίνω ποιητής έπρεπε να επιστρέψω αμέσως μετά τις σπουδές μου στην Ελλάδα. «Πρέπει να ακούς κάθε μέρα στ’ αυτιά σου τη γλώσσα σου» μου είπε, «δεν φτάνει να διαβάζεις ελληνικές εφημερίδες». Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός και σε μολύνει σαν διαπεραστικός ιός.

Εγκαταλείψτε τα μεταπτυχιακά σας, τις δουλειές σας και την καριέρα σας στην αλλοδαπή. Επιστρέψτε στον τόπο σας. Ακόμα καλύτερα γυρίστε στο χωριό σας. Μάθετε πόσο έχει ένα κιλό ντομάτες και μια φρατζόλα ψωμί. Μπείτε σε λαϊκά καφενεία και ουζερί. Εγκαταλείψτε το ΙΧ και μετακινηθείτε με τις συγκοινωνίες. Δεν μπορεί, κάπου η γλώσσα θα σας βρει και θα σας πετύχει στο κούτελο.

***

#030 ΑΜΑ ΚΑΤΣΕΙ Η ΜΠΙΛΙΑ

Η ποίηση είναι ζήτημα ενός απογεύματος. Μέσα σε ένα απόγευμα μπορείς να γράψεις μια ολόκληρη ποιητική συλλογή. Με μια ποιητική συλλογή μπορείς να κλείσεις τους λογαριασμούς σου με την ποίηση και να ξεκουραστείς για πάντα ή να ασχοληθείς με άλλα πράγματα, την κηπουρική πχ, τη ζαχαροπλαστική ή το ψάρεμα. Παραμένει άγνωστο σε ποιόν θα φέρει τη λύρα του ο Απόλλωνας. Ποιος θα έχει τη χάρη να τραγουδήσει σαν τον Ορφέα.

Χίλιοι ποιητές παριστάνουν την ποίηση ως τέχνη που έχει τα χαρακτηριστικά μιας εκκεντρικής ασχολίας αβέβαιων προσωπικοτήτων, και ισχυρίζονται πως κάθε πράξη τους είναι ιδιαίτερης αξίας απλά και μόνο επειδή επιδεικνύεται ως τέτοια (για να θυμηθούμε τον Ταρκόφσκι). Όμως σε μια καλλιτεχνική δημιουργία, η προσωπικότητα δεν επιβάλλεται, αλλά υπηρετεί μια άλλη, ανώτερη, κοινή ιδέα. Πασχίζουν να γράψουν, να βγάλουν βιβλίο, να το παρουσιάσουν, να βάλλουν δυο-τρεις φίλους να πουν δυο καλά λόγια, να κάνουν παρέα προπαντός μόνο με «χωμένα άτομα» που θα τους βοηθήσουν στην καριέρα τους. Κλείνουν θέση σε ανθολογίες που προορίζονται για την αιωνιότητα.
Εμφανίζεται λοιπόν, από το πουθενά κάποιος που κρατάει στα χέρια του τη λύρα του Απόλλωνα και μας ξετρελαίνει με το τραγούδι του. Δεν δείχνει καθόλου καταπονημένος από την προσπάθεια. Φρέσκος, χωρίς επίγνωση τις περισσότερες φορές για το κατόρθωμά του να αναβαπτίσει την ποίηση σκορπώντας το φθόνο στους ομότεχνους, οι οποίοι δεν έχουν παρά να σχολιάσουν πικρόχολα πως «του’κατσε η μπίλια».

Συνέντευξη Μαρίας Φαφαλιού στον Νίκο Λέκκα

images

Στην εξελικτική μου πορεία, στην προσπάθειά μου να αναλύσω ένα θέμα έχω πάντα στο μυαλό μου μια φράση του Παλαμά: «Η αλήθεια δεν πρέπει μόνο να λάμπει, πρέπει και να σφάζει». Σ’ αυτό το κείμενο/συνέντευξη δεν θέλω να γράψω για τα ψυχιατρεία ως φυσικοί χώροι και πως αντιμετωπίζετε ο ψυχικά πάσχοντας μέσα σ’ αυτούς (κάτι που αναλύεται έξοχα στο νεοεκδοθέν βιβλίο του Φέλιξ Γκουανταρί «Από την Λέρο στη Λα Μπορντ» παρουσίαση Μαρί Ντεπυσσέ, πρόλογος Κ. Μάτσα, μετάφραση Ε. Κούκη, εκδόσεις κουκκίδα), άλλα για τις ψυχές των ψυχασθενών, με 15 νοσηλείες στο ενεργητικό μου…

Αφορμή στάθηκε η ανθολογία «Το ρούχο της αθωότητας», ποίηση ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία, εκδόσεις βιβλιοπωλείο της Εστίας, της κυρίας Μαρίας Φαφαλιού. Διαβάστε περισσότερα

Η επίμονη ομορφιά συσπάται τριγύρω μου | Γιώργος Καλοζώης

v

Πέντε τεράστια λευκά χάπια
στιλπνοί ιπτάμενοι δίσκοι ήρθαν
στην αυλή μου
ποιον άραγε της παρατυπίας κόσμο
εκπροσωπούσαν;
Εκεί που αρχίζει η συμπάθεια
εκεί που τελειώνει η αναμασημένη
τόσες φορές απαγόρευση
εμφανίζονται εκείνα
ίσως να με βοήθησαν στο παρελθόν
ίσως να ανταποκρίθηκαν στο
μύχιο κάλεσμά μου
στα πολλά σήματά μου σε τούτους
τους μαρκονισμούς τους ασταμάτητους
καθώς περιπλέω τα μακρόσυρτα έπιπλα
τα πανύψηλα επιδαπέδια φωτεινά
κολοκύθια τον δρεπανοειδή
ανεμιστήρα που μετακινείται από
τοίχο σε τοίχο τούτο το μεταλλικό
έντομο που στέλνει την οσμή του
φρεσκοπλυμένου στόματος του
προς όλες τις κατευθύνσεις
γυρίζω από πλαγιαστή σε ύπτια κάμαρη
– καταϋποχρεωμένος σε τούτες τις
ευπροσήγορες ουσίες –
ντουλάπια παρουσιάζονται συνεχώς
εμπρός μου
εκατοντάδες πόρτες (αστρολόγοι δεν
προλαβαίνουν να τις συνταγογράψουν)
με ροδόχροες δερμάτινες επιφάνειες
που μηνούν με τον τρόπο τους
πως η ανασύσταση της τετράγωνης
λογικής είναι πέρα για πέρα απρόσφορη
κι αλυσιτελής
Εισχωρώ μέσα τους
αφές πρωτευόντων με περιποιούνται
δάχτυλα που τόσο μου είχαν λείψει
κισσοί επιταχυνόμενοι σκαρφαλώνουν
επάνω μου
κραγιόν λουλουδιών με χρίζουν ενώ
παπαγάλοι γκρίζοι με κόκκινες ουρές
φτεροκοπούν και λαλούν
κλίνουν τις συζυγίες των εκμυστηρεύσεων
Οι τέλειες ρητορικές τους κι οι στύσεις
της γλώσσας τους αποκαλύπτουν
έναν κόσμο που μπορεί παλιά να τον
αρνιόμουν αλλά τώρα με ρίγος
πιστοποιώ τη μοναδικότητα
και την καλλονή του

Σκάζοντας κρέας | Πέτρος Γκολίτσης

pg

ΚΡΕ
ΑΣ

ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Είναι παράξενο πώς πλατσουρίζουν στα νερά
με τόσα πτώματα συσσωρευμένα από κάτω

Κάποτε μια σκιά
ενός κολυμβητή αρκεί
να πυροδοτηθεί
ένα τράβηγμα αιώνων
προς τα κάτω

Νεκροί και ζωντανοί βουλιάζουμε μαζί
σε έναν νερένιο κόσμο δίχως πάτο

***

ΚΑΘΗΛΩΣΗ

Καθηλωμένοι στο ίδιο σημείο
γενιά στη γενιά
−μία ιστορία οστών τα τεκταινόμενα−
και πάλευε
με όσα σου δόθηκαν:

τα χέρια που σχηματίζονται κι αλλάζουν
και −τάχα− γύρευε το στόμα και τον πνεύμονα
που θα γευτεί τη ρίζα
θα φτιάξει τον αέρα
ανοιγοκλείνοντας και φτύνοντας το τόσο χώμα
που σε όρθωσε
λάσπη που σπίθισε
και χύθηκε
στα έγκατα του κόσμου

ανοιγοκλείνεις σαν το στόμα
ζώου ετοιμοθάνατου
που χάσκει
μόλις ψόφησε
και από τα μάτια του πετάγεσαι
σε οστά στηρίζεσαι
ορμάς και αστράφτεις

***

ΠΡΟ
ΣΩΠΑ

ΑΛΕΞΗΣ ΑΚΡΙΘΑΚΗΣ (Ή ΤΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΦΕΡΕΤΡΑ)

Περιφέρομαι
σε κηδείες
αγνώστων
περιμένω στη σειρά
το φέρετρο ανοιχτό
σήμερα έχουμε…
γ ρ ι ά
της απλώνω το χέρι
μια χειραψία ψόφια
καθώς ψόφιος
ο θάνατος
είναι
σηκώνω τα μάτια ψηλά
ένα τεράστιο καρουζέλ
ορθώθηκε στην πόλη
πολύχρωμα
φέρετρα
μ ι κ ρ ά
γυρίζουν∙ γυρνώντας τις σκιές τους
όγκοι που μας διαλύουν
εμάς στα χαμηλά
ένας καινούργιος ήλιος
γελάει
η γριά
τρα-ντα-χτά

Από πού τη θνητότητά μου να πιάσω;
Φόρεσα τα χέρια του πατέρα
και σκαλίζω τον κήπο
βγάζω τραγούδια παιδικά
παράξενα αλλοιωμένα
μια κίτρινη κάμπια τραγουδά
όσα θολά θολώνουν
«Θάνατος είμαι ‘γω και προχωρώ
κάνω φίλους όπου κι αν βρεθώ
θα σε μάθω τόσα πράγματα
θα σε μάθω θάνατο»

Περιφέρομαι σε κηδείες αγνώστων;
περιμένω στη σειρά;

Το φέρετρο κλειστό

***

Η ΜΑΥΡΗ ΙΘΑΚΗ (Ή Η ΑΝΝΑ ΚΑΡΥΔΗ)

…ένα πρόσωπο που της συμφοράς το χρίσμα
έχει κάνει ιερό Τ.Φ.

[Γεννήθηκε στη Μαγνησία/ έκανε τέσσερα παιδιά/ το ένα το σκοτώσανε στη Μικρασία/−ήταν μικρός δεν είχε παντρευτεί−/ ο δεύτερος έχει πνιγεί/ έκτοτε στη θάλασσα βουλιάζει/ αφήνοντας γυναίκα και δυό κόρες,/ τον τρίτο τον σκοτώσανε οι Γερμανοί/ άφησε πίσω του μια χήρα,/ τον Γιάννη τον σκότωσε ταξί/ (μέτρα τις χήρες/ μας κάνουν τουλάχιστον εννιά/ και δίχως να μετρά κανείς/ τις μάνες κάθε χήρας ζωντανής)/ Στο τέλος της ζωής της/ ερχόταν ένα-ένα το κάθε της παιδί/ της έκλεινε τα μάτια/ εκείνη εκλιπαρούσε −βούρκωνε− κάποιος να σωθεί…/ Έκτοτε γεμίζει η σκηνή/ μαυροντυμένες-χήρες/ βουλιάζουμε κι εμείς/ Ακολουθεί Καβάφης σε παράφραση:]

Σα βγεις στον πηγαιμό για τις μαυροντυμένες
να εύχεσαι ποτέ σου να μη φθάσεις
να μένει ο δρόμος σου εκεί στο πουθενά
γεμάτος νυφικά που ολομαυρίζουν
αρκεί να είναι άλλων νυφικά
Τους Τούρκους και τους Γερμανούς
τον θυμωμένο ταξιτζή μην τον φοβάσαι
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις
αν μένει το κεφάλι σου υψηλά, αν εκλεκτή
φωτιά το πνεύμα και το σώμα σου έχει κάψει
(τους Τούρκους και τους Γερμανούς
τον άγριο ταξιτζή δεν θα τους συναντήσεις
αν δεν τους κουβαλάς μες στο κεφάλι
αν το κεφάλι στέκεται ακόμη στο λαιμό)

Να εύχεσαι να ‘ναι ανύπαρκτος ο δρόμος
πολλά τα σκοτεινά πρωινά να είναι
που με ανακούφιση σε ξ έ ν ο υ ς τάφους
θα πηγαίνεις
να σταματάς σε νέους νεκρούς κάθε φορά
με λίγο χώμα την ταφή τους να ραντίζεις
γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα και μεταξά πεντάστερα
και νεκρικά μυρωδικά, κάθε λογής
−όσο μπορείς∙ πιο άφθονα νεκρά παιδιά−
σε όλους τους θεούς να πας, μήπως και καταλάβεις
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους χαροκαμένους

Πάντα στο νου σου να έχεις το φθάσιμο εκεί
και με τον Γιόρικ στα δυο χέρια, να ρωτάς:
«να πάει κανείς ή να μην πάει;»
Αλλά μην βιάζεις το ταξίδι σου διόλου
και πλούτη −πια− μην προσδοκείς
Αν πτωχική την βρεις, η μαύρη δεν σε γέλασε
μήτε κι ο Γιόρικ που απ’ τα χέριά σου, σου ξέφυγε
και τώρα στο λαιμό σου τον φορείς
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα
ήδη θα το κατάλαβες πως είσαι εσύ ο Γιόρικ
η μαύρη είσαι εσύ

Το μόνο κατηγόρημά σου
πως υπήρξες

***

ΟΥΡΑ
ΝΟΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ ΤΩΝ ΚΗΔΕΙΩΝ
(Ή ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΉ ΑΝΤΑΡΣΙΑ)

Δεν πάω ρε σκουληκοντότητα στην κηδεία της …
με μια κοτρώνα όλη τη βιτρίνα του ουρανού θα κατεβάσω
να δω πως είσαι βδέλλα
που απομυζείς τα πάντα
από την πέτρα μέχρι ό,τι σάρκινο κινείται
πώς εξατμίζεις –με όλα τα ψόφιά του μαζί–
τον κάθε ωκεανό
πως είσαι εσύ που καταπίνεις τα άστρα
ήλιο στον ήλιο που κάπου φώτισε στο σύμπαν,
κι ας είσαι εσύ –τάχα– που ανάβεις κόσμους
κι ας σε φαντάζονται τόσοι πολλοί ως στοργικό πατέρα
(κι άλλοι πιο ζαβοί ως Παναγιά)
ουρλιάζουν στο χαμό όλα τα ζωντανά
ουαουά ουαουά ρε πααλλιοοο…

Δεν πάω σ’ άλλες κηδείες
–απόκαμα, πώς να το πω–
με πρώτη τη δική μου
(και είμαι ακόμη στην αρχή να φανταστείς)
πώς θα παραβρεθώ σε τόσες που έπονται;
και πώς πληθαίνουν οι νεκροί
σώμα σε σώμα πώς στοιβάζονται
κι ουρανός
κόντρα ουρανός
σύμπαν μέσα σε σύμπαν
όλα αλέθονται
Η μόνη λύση
να εξαφανιστώ
για να σε βρω
μέσα στην ύλη σου
την τόσο υγρή –νερένια– κι όμως πύρινη
όλα φωτιά, μπουρλότο
πετάτε τους νεκρούς μακριά
είπε ορθά
ο Ηράκλειτος
πετάξτε με μαζί του
σε μια κηλίδα μαύρη που μικραίνει
και δεν σβήνει –ρε γαμώτο–

***

[Από την ενότητα «Σπαράγματα»] 

ΣΠΑΡΑ
ΓΜΑΤΑ

Δεν γαμιούνται οι βασιλιάδες
ζήτω οι ανώνυμοι νεκροί

Να κυλούν τα κεφάλια σαν μπάλες στις κατηφόρες
−ό,τι προλάβεις κλώτσα−

Πεταμένο κοτόπουλο ψημένο στις αποβάθρες των τραίνων
−του κόσμου−

Τυλίγεσαι στην αμμουδιά
τραβάς φλεγόμενος
έναν ορίζοντα

Ο χρόνος κατακάθισε
σαν κτίριο κίτρινο
παλιάς βιομηχανίας

Ο ήλιος τσίριζε τσιτσίριζε
τσίρλα που τσιτσίριζε
στη στάχτη

[Από το υπό διαμόρφωση ποιητικό βιβλίο «Σκάζοντας κρέας» και τις ενότητες «Κρέας-Ουρανός-Πράγματα» και «Φάσματα-Πρόσωπα»]