#021 ΤΙΜΟΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΣΠΟΝΣΟΡΕΣ
Ο τιμοκατάλογος για την έκδοση βιβλίων όπως έχει διαμορφωθεί τελευταίως (με την είσοδο του πάλαι ποτέ ιστορικού Κέδρου στο παιγνίδι), κυμαίνεται ανάμεσα στις 3.500 και τα 300 ευρώ (για 100 αντίτυπα ψηφιακής εκτύπωσης). Η προσφορά όπως βλέπεται καλύπτει όλα τα βαλάντια κι είναι σύμφωνη με την τσέπη σας. Αν γράφετε κι έχετε στη διάθεσή σας ένα ελάχιστο ποσόν τριακοσίων ευρώ γίνεστε «συγγραφέας» κι αρχίζετε να κτίζετε την πολυπόθητη καριέρα σας στο συγγραφικό στερέωμα. Αποκτάτε το δικαίωμα να μιλάτε υποτιμητικά για τους άλλους, να τους επιπλήττετε και να τους εξυβρίζετε. Να ζητάτε να διαβάσετε κι εσείς σε φεστιβάλ και ημερίδες ποίησης κλπ, κλπ.
Απ’ τα πάμπολλα μέιλ που με ρωτάνε «τι παίζει με την έκδοση των βιβλίων» ξεχώρισα ένα που ο συμπαθής αποστολέας του με ρωτούσε «που μπορεί να αναζητήσει σπόνσορες για την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής». Αν μη τι άλλο του αναγνώρισα το πραγματιστικό του χαρακτήρα του, το εμπορικό του δαιμόνιο και τη θρασύτητα της νεότητος. Τον κατεύθυνα στην κλασική αναζήτηση σπόνσορα ανάμεσα στο οικογενειακό του περιβάλλον: γιαγιά, παππού, θείους, εξαδέλφους, αδέλφια και παραδοσιακά τους ταλαίπωρους τους γονείς. Οι γονείς δεν αρκούνται πλέον με την αγορά αυτοκινήτου στα δεκαοκτώ του κανακάρη τους αλλά συμβάλλουν τα μέγιστα ώστε εκδοτικοί οίκοι να αποφύγουν την πτώχευση. Αναδεικνύονται σε μεγάλους ευεργέτες της χειμαζόμενης εκδοτικής βιομηχανίας.
Σπόνσορες ωστόσο υπάρχουν: άγνωστα ιδρύματα προσφέρουν χρήματα για έκδοση λογοτεχνικών έργων αρκεί κάποιος να έχει τη σωστή πληροφόρηση…
***
#022 ΟΙ ΧΑΖΕΣ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ
Δέχθηκα το αίτημα φιλίας, όπως κάνω πάντα (τους σβήνω κάθε τόσο όταν πλησιάζω επίφοβα τους 5.000 φίλους, γιατί θεωρώ μέγιστη ανοησία τα προφίλ Β, Γ κοκ.), στο Φέισμπουκ κι αμέσως με προσκάλεσε να κάνω λάικ στη σελίδα του βιβλίου της, μια πρώτη και πιθανότατα πρωτόλεια ποιητική συλλογή. Δεν κάνω λάικ σε βιβλία, δεν κάνω λάικ σε σελίδες φίλων που δηλώνουν ποιητές και συγγραφείς. Η απόλυτη γελοιοποίηση του φιλόδοξου.
Οι άνθρωποι της γενιάς μου (ως γνωστόν τη γενιά μας δεν την επιλέγουμε αλλά τη χρεωνόμαστε), γράφαμε και γράφουμε από φιλοδοξία να πάρουμε το βραβείο Νόμπελ: τίποτα λιγότερο, τίποτα παραπάνω. Τώρα βλέπω τη νέα γενιά να γράφει από τη φιλοδοξία να μαζέψει όσα περισσότερα λάικ μπορεί στο Φέισμπουκ. Να κάνει σελίδα το βιβλίο του, να κάνει σελίδα ως ποιητής ή συγγραφέας λες και αυτό θα προσδώσει αξία από μόνο του στα ασήμαντα στιχάκια του και τη βαριεστημένη πρόζα του, λες και η προσωπική απλή σελίδα δεν φθάνει να κοινοποιεί τις καλημέρες του και τις πολιτικές εκτιμήσεις και τα τραγουδάκια του και τα ανούσια στιχάκια του.
Μία από τις αρετές του νέου λογοτέχνη είναι και η φιλοδοξία: χωρίς τη φιλοδοξία να αλλάξεις τον κόσμο με τα γραφτά σου, δεν γίνεται να επιμείνεις στο σαρκοβόρο έργο της συγγραφής. Οι χαζές φιλοδοξίες κι η έπαρση από κει και πέρα δηλώνουν μόνο την έλλειψη αυτογνωσίας που αποβαίνει μοιραία. Κάποιος που δεν έχει το «γνώθι σ’ αυτόν» είναι καταδικασμένος να γράφει χαζά κείμενα.
***
#023 ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΜΕΤΡΑΕΙ
Με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής λοιπόν, αφού κάποιος ξεπέρασε όλα τα εμπόδια που αναφέραμε κατά καιρούς εδώ, αρχίζουν τα παράπονα. Συνήθως η χαρά επισκιάζεται από τα τυπογραφικά λάθη. Το χρώμα στο εξώφυλλο που μέχρι να ανοίξεις το πακέτο των βιβλίων φαίνεται να έχει ξεθωριάσει και βρίσκεσαι να κρατάς στο χέρι ένα βιβλίο που δείχνει μεταχειρισμένο. Από το μέγεθός του, γιατί συμφώνησες μεν στο Α3 χωρίς να ξέρεις από τεχνικούς όρους μέσα στον ενθουσιασμό σου. Κυρίως δε επειδή αφού το πήρες στα χέρια σου αντιλαμβάνεσαι πως ο «εκδότης» δεν διαθέτει δίκτυο διανομής και τα πεντακόσια αντίτυπα που σου παρέδωσε θα χρησιμεύσουν μόνο ως προσάναμμα στο τζάκι των γονιών σου τις κρύες νύχτες του χειμώνα που σφίγγουν την καρδιά σου, ειδικά τώρα που δεν είσαι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα της έκδοσης του πρώτου σου βιβλίου.
Φίλος μου έλεγε πως μετάνιωσε γιατί όταν πήγε να το βάλει στην βιβλιοθήκη του, το βιβλίο του δεν φαινόταν, δεν ξεχώριζε στο ράφι, παρότι το έβαλε σε περίοπτη θέση, λόγω μικρού μεγέθους. Μου δήλωσε την επιθυμία του, το επόμενο βιβλίο να το βγάλει σε μεγάλο μέγεθος, με το όνομά του σε ευδιάκριτη ράχη.
Παιδί των βιβλίων τσέπης από το εξήντα (Oscar Mondadori, Γαλαξίας, Βίπερ, Τραμάκια κοκ), είμαι από καταβολής για το μικρό σχήμα στα βιβλία είτε πρόκειται για μυθιστόρημα είτε για ποίηση. Μ΄αρέσει να κουβαλάω μαζί μου μικρά εύχρηστα βιβλιαράκια για ανάγνωση στα λεωφορεία, το μετρό, στην παραλία κοκ. Το μεγάλο μέγεθος το αφήνω στον Ελύτη κι όσους νέους έχουν πρόβλημα με το μέγεθος του πέους τους.
***
#024 ΤΟΝ ΚΑΚΟ ΣΟΥ ΤΟΝ ΦΛΑΡΟ
…θυμήθηκα μια παλιά έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αγανάκτηση του ομιλητή για κάτι που έκανε ή είπε αυτός στον οποίο απευθύνεται. Ταυτόσημή της είναι η (σχετικά πιο κοινή) φράση «τον κακό σου τον καιρό», σε μια πρόσφατη παρουσίαση σε ένα μπαρ, όταν η κουβέντα έπεσε για άλλη μια φορά «περί αντιποιητικής σημερινής εποχής» και τι ωραία-τι-καλά που ζούσαν κάποτε ο Σεφέρης κι ο Ελύτης και ο Ρίτσος κι ο Λειβαδίτης (μέχρι εκεί πάνε οι αναγνώσεις ποίησης της πλειοψηφίας των Ελλήνων). Τον Καρούζο τον αναφέρουν οι πιο ψαγμένοι και πάρα πολλοί θεωρούν τον Πατρίκιο «μέγιστο εν ζωή ποιητή».
Η κυρία κι ο συνοδός της με την όψιμη φιλοδοξία να γίνουν ποιητές έστω τώρα που βγήκαν στη σύνταξη, επέμεναν πως δεν έχουμε ποιητές στις μέρες μας λόγω οικονομο-πολιτικών συνθηκών. Την χιλιοφορεμένη άποψη την αντέκρουσε ευτυχώς για μένα συμπαθής ακροατής, κι εγώ έμεινα ξένοιαστος να σκέφτομαι τα δικά μου. Μου ήρθε στο μυαλό ένα τραγουδάκι που είχαμε σκαρώσει για κάποια ήττα του Ολυμπιακού στη Γλασκώβη, προς τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, ένα βαρύ 4 ή 6 μηδέν από τη Σέλτικ ή τους Ρέιντζερς τέλος πάντων, που έλεγε πάνω κάτω το εξής:
«Επήγε κι ο Ολυμπιακός επάνω στη Σκωτία/ κι έλεγε πως τούφταιγε η κακοκαιρία».
***
#025 ΠΕΡΙ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Ο Δημοσθένης (Δήμος) Σκουλάκης σπούδασε ζωγραφική, αρχικά με τον Σπύρο Παπαλουκά και για ένα μικρό διάστημα πλάι στον Φώτη Κόντογλου. Το 1957 ταξιδεύει για πρώτη φορά στο Παρίσι, όπου συνδέεται φιλικά με τον Θανάση Τσίγκο. Το 1958 επιστρέφει στην Ελλάδα και αρχίζει συστηματικές σπουδές με τους Πάνο Σαραφιανό και Βρασίδα Βλαχόπουλο.Την επόμενη χρονιά, μπαίνει στο προκαταρτικό τμήμα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον Γιώργο Μαυροϊδη και το 1961 στα εργαστήρια της σχολής με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη. Παράλληλα παρακολουθεί και το εργαστήριο σκηνογραφίας -διακοσμητικής του Βασίλη Βασιλειάδη. Επιστρέφοντας το 1969 στην Ευρώπη, ζει και εργάζεται διαδοχικά στο Παρίσι (δίπλα στον Γιάννη Τσαρούχη) και στη συνέχεια στο Λονδίνο και το πρώην Δυτικό Βερολίνο.
Ο μουσικός Λεωνίδας Καβάκος ξεκίνησε τα μαθήματα βιολιού σε ηλικία πέντε ετών με τον πατέρα του και συνέχισε τις σπουδές του στο Ελληνικό Ωδείο με καθηγητή τον Στέλιο Καφαντάρη. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, στην τάξη του καθηγητή Joseph Gingold και το 1984 έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως σολίστ στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Το αυτονόητο για τους ζωγράφους και τους μουσικούς να αναφέρουν τους δασκάλους τους δεν ισχύει στο χώρο της λογοτεχνίας.
Δεν υπάρχουν πιο αχάριστα και σαρκοβόρα όντα από τους λογοτέχνες.
***
#026 ΑΛΛΑΖΕ ΠΑΝΕΣ Ο ΚΑΛΒΟΣ;
«αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. α´, 27-28)
Οι μεγάλοι ποιητές υπάρχουν μόνο δια της αρνήσεως της τεκνοποιίας. Ή μάλλον η συγκεκριμένη βιβλική ευχή, πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν τους αφορά. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τον Ανδρέα Κάλβο να αλλάζει πάνες, όπως δεν μπορούσε ο Διονύσιος Σολωμός να χάνει τον ύπνο του κουνώντας κούνιες και ταχταρίζοντας βρέφη. Ο τρίτος από τους μείζονες ποιητές μας, ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε την έγνοια της γραφής κι όχι τα βάσανα του πατέρα να αναστήσει ένα παιδί. Από τους ελάσσονες του περασμένου αιώνα ο Σεφέρης θα ήταν πολύ κακός πατέρας, αγέλαστος και αυστηρός όπως ήταν κι ο Ελύτης ευτυχώς που δεν έκανε παιδιά για πολλούς και ευνόητους λόγους.
Απέτρεψα νέο φέρελπι ποιητή από το να αποκτήσει απογόνους με τα παραπάνω επιχειρήματα κι αν αρχικά μου θύμωσε, με την πάροδο του χρόνου με ευγνωμονούσε. Είδα πολλούς ομότεχνους να εγκαταλείπουν τη γραφή και να αναβάλλουν την ασχολία τους με τη λογοτεχνία επ΄αόριστον, «μέχρι να αποκαταστήσουν τα παιδιά» που δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ. Είδα άλλους να κάνουν προβληματικά και δυστυχισμένα παιδιά. Τον Τζόυς και το Φιτζέραλντ να θρηνούν τις κόρες τους στα Ψυχιατρεία. Τον εγγονό του Σικελιανού να πεθαίνει από κρακ και οινοπνευματώδη («το βιβλίο του Τζον» της κόρης του Ελένης Σικελιανός, από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά).
Μια σπαραχτική βιογραφία που ίσως σας αποτρέψει να αποκτήσετε παιδιά. Γιατί η δύναμη της δημιουργίας κληρονομείται ως κατάρα στις επόμενες γενιές.
***
#027 Η ΓΡΑΦΗ: ΜΙΑ ΤΕΛΕΤΗ ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ
Φίλη αναγνώστρια της στήλης με ρωτάει αν με απασχολεί το γεγονός πως «πολλοί δεν καταλαβαίνουν τι γράφω» και αν σκέφτομαι να κάνω πιο αναλυτικά τα κείμενα για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Απαντάω πως η γραφή είναι ο μέγιστος ψυχαναγκασμός. Στην περίπτωση της στήλης εδώ, έχω βάλει ως αυτοπεριορισμό τις διακόσιες (200) λέξεις. Το στοίχημα είναι μέσα σε 200 λέξεις να μπορέσεις να δημιουργήσεις ερωτήματα κι όχι να δώσεις απαντήσεις: να κάνεις τον άλλον να ξεβολευτεί από την αναγνωστική του ρουτίνα. Να του καταφέρεις ένα αριστερό ντιρέκτ στο σαγόνι.
Το τελετουργικό του ψυχαναγκασμού αποδίδει τα μέγιστα στη γραφή: θα γράψω εφτά ποιήματα σε εφτά μέρη και θα έχω μονό αριθμό ποιημάτων (49)-γιατί και ο αριθμός των ποιημάτων σε μια συλλογή πρέπει να είναι μονός, όπως το μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα στην αγαπημένη: 5, 7, 9, 11 κοκ. Θα γράψω ένα λίβελο που θα έχει 300 λέξεις: αν σε τριακόσιες περίπου λέξεις δεν μπορώ να προσβάλλω και να θίξω τον άλλον καλύτερα να μην ασχοληθώ καθόλου μαζί του.
Βάζοντας όρια στη γραφή μου γίνομαι πιο ουσιαστικός. Μαθαίνω την οικονομία των λέξεων. Αποφεύγω χάσματα και επαναλήψεις. Δεν κοιμίζω τον αναγνώστη. Τον κάνω να ακονίσει το μυαλό του. Αν όμως διαβάζει κάτι και δεν βγάζει νόημα, τότε το φταίξιμο είναι όλο δικό μου.
***
#028 Η ΜΟΥΣΑ ΚΑΙ Η ΛΑΒΑ
«Η έμπνευση» είπε σε κάποια συνέντευξή του ο Μίκης Θεοδωράκης, «είναι σαν τη λάβα. Αν την πιάσεις στα χέρια σου νωρίς, καίγεσαι. Αν καθυστερήσεις, παγώνει και γίνεται άχρηστο πέτρωμα». Η πολύ επιτυχημένη παρομοίωση (όλοι μας γνωρίζουμε πως πάντα έτσι συμβαίνει), δεν μας λέει όμως από πού προέρχεται η έκρηξη της λάβας. Ο μέγας Σαρλ Μπωντλαίρ δίχως τον οποίον δεν θα υπήρχαμε ούτε εμείς, ο πατριάρχης όλων των ποιητών, σαρώνοντας δια μιας τις προκαταλήψεις του ρομαντισμού περί «θεόπνευστου ποιητή», δηλώνει ευθαρσώς πως η «έμπνευση είναι αδελφή της καθημερινής εργασίας».
Αρκεί να στρωθεί κανείς στη δουλειά και η έμπνευση θα έρθει κάποια στιγμή. Η Αγκάθα Κρίστι στρωνόταν στο γράψιμο και η έμπνευσή της προερχόταν από το δάγκωμα ενός ξυνόμηλου. Ο Αλμπέρτο Μοράβια καθόταν κάθε μέρα και έγραφε από τις 7 το πρωί μέχρι τις 12 το μεσημέρι. Μετά έτρωγε και κοιμόταν. Το απόγευμα το αφιέρωνε στους φίλους του και το βράδυ στα θεάματα. Την άλλη μέρα φτου κι από την αρχή. Ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε χαμένη τη μέρα αν δεν είχε γράψει τουλάχιστον ένα ποίημα.
Εσείς όμως φίλοι μου γράφετε εξαιτίας μιας γυναίκας. Είστε οι μόνοι που πιστεύετε ακόμη στην ύπαρξη της Μούσας. Χάρη σε σας τα κοριτσάκια χαίρονται κι αγάλλονται, ακόμα.
***
#029 ΕΠΙΣΤΡΕΨΤΕ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΑΣ
Φίλος ποιητής μου εξομολογείται πως μέσα στις υποχρεώσεις της καινούργιας του δουλειάς είναι να στήνει και πάγκους στη Λαϊκή Αγορά: του λέω να έχει τα μάτια του και τα αυτιά του ανοικτά, να καταγράφει εικόνες και κουβέντες, ιδιωματισμούς και ντοπιολαλιές. Ο Γιάννης Βαρβέρης υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών αρνήθηκε να ακολουθήσει την καριέρα του διπλωμάτη που ακολούθησε ο συμμαθητής του Γιώργος Βέης, για να μην απομακρυνθεί από την Ελλάδα. Ποιητής είσαι μόνον στη χώρα σου.
Ο Φίλιππος Βλάχος το 1975 που τον επισκέφθηκα στο τυπογραφείο του εκεί στη Μαυρομιχάλη, απέρριψε ευγενικά το πρωτόλειο ποίημα που του έδωσα και μου είπε πως αν ήθελα να γίνω ποιητής έπρεπε να επιστρέψω αμέσως μετά τις σπουδές μου στην Ελλάδα. «Πρέπει να ακούς κάθε μέρα στ’ αυτιά σου τη γλώσσα σου» μου είπε, «δεν φτάνει να διαβάζεις ελληνικές εφημερίδες». Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός και σε μολύνει σαν διαπεραστικός ιός.
Εγκαταλείψτε τα μεταπτυχιακά σας, τις δουλειές σας και την καριέρα σας στην αλλοδαπή. Επιστρέψτε στον τόπο σας. Ακόμα καλύτερα γυρίστε στο χωριό σας. Μάθετε πόσο έχει ένα κιλό ντομάτες και μια φρατζόλα ψωμί. Μπείτε σε λαϊκά καφενεία και ουζερί. Εγκαταλείψτε το ΙΧ και μετακινηθείτε με τις συγκοινωνίες. Δεν μπορεί, κάπου η γλώσσα θα σας βρει και θα σας πετύχει στο κούτελο.
***
#030 ΑΜΑ ΚΑΤΣΕΙ Η ΜΠΙΛΙΑ
Η ποίηση είναι ζήτημα ενός απογεύματος. Μέσα σε ένα απόγευμα μπορείς να γράψεις μια ολόκληρη ποιητική συλλογή. Με μια ποιητική συλλογή μπορείς να κλείσεις τους λογαριασμούς σου με την ποίηση και να ξεκουραστείς για πάντα ή να ασχοληθείς με άλλα πράγματα, την κηπουρική πχ, τη ζαχαροπλαστική ή το ψάρεμα. Παραμένει άγνωστο σε ποιόν θα φέρει τη λύρα του ο Απόλλωνας. Ποιος θα έχει τη χάρη να τραγουδήσει σαν τον Ορφέα.
Χίλιοι ποιητές παριστάνουν την ποίηση ως τέχνη που έχει τα χαρακτηριστικά μιας εκκεντρικής ασχολίας αβέβαιων προσωπικοτήτων, και ισχυρίζονται πως κάθε πράξη τους είναι ιδιαίτερης αξίας απλά και μόνο επειδή επιδεικνύεται ως τέτοια (για να θυμηθούμε τον Ταρκόφσκι). Όμως σε μια καλλιτεχνική δημιουργία, η προσωπικότητα δεν επιβάλλεται, αλλά υπηρετεί μια άλλη, ανώτερη, κοινή ιδέα. Πασχίζουν να γράψουν, να βγάλουν βιβλίο, να το παρουσιάσουν, να βάλλουν δυο-τρεις φίλους να πουν δυο καλά λόγια, να κάνουν παρέα προπαντός μόνο με «χωμένα άτομα» που θα τους βοηθήσουν στην καριέρα τους. Κλείνουν θέση σε ανθολογίες που προορίζονται για την αιωνιότητα.
Εμφανίζεται λοιπόν, από το πουθενά κάποιος που κρατάει στα χέρια του τη λύρα του Απόλλωνα και μας ξετρελαίνει με το τραγούδι του. Δεν δείχνει καθόλου καταπονημένος από την προσπάθεια. Φρέσκος, χωρίς επίγνωση τις περισσότερες φορές για το κατόρθωμά του να αναβαπτίσει την ποίηση σκορπώντας το φθόνο στους ομότεχνους, οι οποίοι δεν έχουν παρά να σχολιάσουν πικρόχολα πως «του’κατσε η μπίλια».