2 ποιήματα | Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου

Εκκοκκιστήρια A’

Βέροια, Ελασσόνα, Δράμα – πόλεις που αγάπησα, κλειστές
ανάμεσα σε υψώματα ή σε μικρούς καταυλισμούς
σπίτια που ανοίγονται κρυφά στον κάμπο

Σας γνώρισα τα δειλινά μέσα σ’ αυλές μοναστηριών
ή σε κρεβάτια παμπάλαια όπου έζησα πρόσκαιρα
με ανθρώπους που άφησαν κάποια σημάδια, λίγα κόκαλα
θητεία παράξενη, όλο αθωότητα, γεμάτη πίστη

Πίστη σε τι, ούτε ο ανθυπολοχαγός δεν έμεινε
ούτε όσοι φόρεσαν το ράσο κι αποκλείστηκαν
ένα παιδί αγαπήθηκε για να ξενιτευτεί
άνθρωποι που αγκάλιασα μες στους σταθμούς, άνθρωποι μόνοι

Πόλεις κλειστές σαν περιβόλια, που με ζήσατε
εκκοκκιστήρια μιας σοδειάς, βλέπω τι έχετε δώσει.

***

Η ποίηση δε μας αλλάζει

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη

Είμαι ένας ειδωλολάτρης | Οδυσσέας Ελύτης

Βρισκόμαστε σήμερα στην πλήρη απογύμνωση του σώματος όχι από τα ενδύματά του αλλ’ από το μυστικό του νόημα. Και ο χώρος της ερωτικής ομιλίας, από χώρος υψηλής έκστασης, έγινε χώρος ανίας και μηδενισμένων από τον πληθωρισμό αξιών.

***

Είμαι ένας ειδωλολάτρης που του έτυχε ν’ αγγίξει από το άλλο μέρος, άθελά του, τη χριστιανικήν αγιότητα.

***

Τα χρόνια εκείνα η Αθήνα δεν είχε νερό, μήτε δωρεάν παιδεία. Είχε όμως μια Φωκίωνος Νέγρη σε πρωτόγονη κατάσταση, με πολλούς ήχους νερών και πολλές κρυφές πρασινάδες. Εκεί κάπου, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μπορούσες να συναντήσεις το Νίκο Γκάτσο και να βολτάρεις μαζί του, συζητώντας για ποίηση ως το πρωί… Το τι μυριάδες τσιγάρα και καφέδες καταναλώθηκαν αργότερα λίγο πιο πάνω, στο τέρμα της οδού Σπετσών όπου βρισκότανε το μικρό του σπίτι, το τι ολονυχτίες εξαντλητικές διαδέχονταν η μια την άλλη στα χρόνια της 4ης Αυγούστου, ή της Γερμανικής Κατοχής ή του Εμφυλίου, με συνεχή ανεβοκατεβάσματα Σολωμών και Καβάφηδων, Βαλερύδων και Ελουάρδων, δεν περιγράφεται


[Αποσπάσματα από Τα Μικρά Έψιλον (σελ. 204, 207 & 297),
στον τόμο Εν Λευκώ, εκδ. Ίκαρος, 1993]

Ολότητα και άπειρο | Πάνος Κεφάλας

Λευκό σεντόνι. Θα ήθελα να ήτανε χρυσό. Λουλούδια να το ρέουν και λιβάνι.
«Ήρθε η Άνοιξη», μου ψιθύρισε στο αυτί κρυφά η νοσοκόμα. «Είναι μονάχα μιαν ιδέα», συμπλήρωσα χαμογελώντας. Η Άνοιξη δεν περιμένει στη σειρά του χρόνου. Υπάρχει πάντα μέσα μου. Μαζί με τα λουλούδια και το λιβάνι.
Τα μύρισα στο χέρι του παππού μου. Ωχρό το χρώμα του, που έγινε χρυσό.

Σήμερα έλαβα και δάφνες.
Φορώ στο χέρι κωδικό: 16.06.30.
Θα ήθελα να ήτανε από χρυσό, το χρώμα του παιδικού κλουβιού, στο πρώτο φως της γέννησης. «Είναι μονάχα μιαν ιδέα», φωνάζει μέσα μου ο Θεός. Η Γνώση είναι χρυσός. Φωτιά θερμή, λουλούδια και λιβάνι.
Τη βρήκα στα βιβλία. Κάτω από το χωματένιο στήθος μου.
Λευκές σελίδες, που γίνονται χρυσές.

Λευκό σεντόνι, γυμνά στήθη. Ως έρωτας η άτεγκτη επιθυμία της διάρκειας. Χρώμα πελιδνό, νωχελικές υπάρξεις βγαλμένες από το φιλοσοφικό παράδοξο του Ζήνωνα του Ελεάτη: όταν ένα σώμα γίνεται βιβλίο, κάθε φορά θα αποτυγχάνει.
Ο έρωτας, χρώμα λευκό, που θα ήθελα να ήτανε χρυσός.

Λευκό σεντόνι, στο φιλί. Μεταμορφώνει το σώμα μου σε μια καινούργια γλώσσα, σε μία καινούργια αλφάβητο. Χρυσό.
Εγώ κρατώ τα χρώματα. Την ποίηση της διάρκειας.

Καθαρά Δευτέρα | Νίκος Κολώνης

Τέτοιες ήμερες στο μυαλό μου τα νυχτέρια σε σπίτια και μαγαζιά του χωριού από την Τσικνοπέμπτη ως την Καθαροδευτέρα.

Μικρές και μεγάλες παρέες άφηναν σπίτι τα παιδιά και τραγουδούσαν περιπαικτικά τραγούδια συνοδεία τσαμπούνας. Θυμάμαι την περιέργειά μου να μάθω τους στίχους, να συμμετάσχω και εγώ σε αυτά τα γλέντια που είχαν κάπως ξεφτίσει με τον χρόνο.

Επίσκεψη στην θεία Ελένη. Της ζητώ να μου τραγουδήσει∙ εκείνη με κάποια συστολή να υποκύπτει, αραδιάζοντας στίχους με φωνή αχνή και με το πάρκινσον στα χέρια να δίνει τον ρυθμό.

«Να έρθεις, να ντυθούμε καρναβάλια μαζί. Θα ντυθώ σπανιόλα με μαύρες και κόκκινες δαντέλες και ένα μεγάλο καπέλο. Την έχω τη στολή!» Η θεία Ελένη έφυγε και η επιθυμία της δεν εκπληρώθηκε ποτέ.

Χαρταετοί | Κώστας Μόντης

Χαρταετοί, χαρταετοί είμαστε
χαρταετοί πιασμένοι στα ηλεχτρικά σύρματα.
Μ’ εκείνους τους κομμένους σπάγγους,
μ’ εκείνα τα ξεσχισμένα χαρτιά,
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον άνεμο,
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον εμπαιγμό,
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στο τέλος.