Είπα να το χοντρύνω το παιχνίδι, ίσως γιατί χάνω βάρος και μου λείπει η εποχή της αθλιότητας. Χοντρός και καταθλιπτικός. Γιατί πάρα τους ψυχολογικούς αιώνες μου, τον τελευταίο καιρό μου έχει γυαλίσει ένα πιτσιρίκι, ετών 24. Κορμοστασιά, προφίλ, φωνή, περπάτημα – όλα τέλεια.
Το έχω ξαναπεί: αν δεν ήμουν αυτός που είμαι, θα ήθελα να ήμουν λαϊκός αρκουδόμαγκας. Να κυκλοφορώ με αγροτικό τύπου 4×4 τίγκα στο κοκκινόχωμα, άπλυτος, άλουστος, μουστακαλής, να συχνάζω σε κακόφημα μπαρ με τζιν σορτσάκι και στην πίσω τσέπη να προβάλει το Γκανιάν της εβδομάδος (βλ. περιοδικό ιπποδρομιών, μία περιοδική έκδοση που λάτρευε -πιστεύω- και ο Σαχτούρης). Σαγιονάρα, εννοείτε χασισωμένος, καλλιεργητής κάνναβης και να βγάζω τον καημό μου σε τζόνια, πριν το μπαρμπουτάκι με ένδυση σορτσάκι και άσπρη αθλητική φανέλα.
Αντ’ αυτού, το μόνο που κατάφερα ήταν να γίνω πρεζόνι, να πίνω ουσίες και ξύδια σε παγκάκια, να με θεωρούν κουλτουριάρη και τρελό, να κάνω απόπειρες σπουδών και κάποιες αυτοκτονίας, να μην οδηγώ, να πηγαίνω με τα πόδια, αν έχω λεφτά να τροφοδοτούμαι με παγωμένες μπίρες από το περίπτερο, να μην έχω παίξει στη ζωή μου στοίχημα και να πηγαίνω -τουλάχιστον τον καλό καιρό- σε πλατείες, υπόγεια θέατρα, βιβλιοπωλεία και λοιπούς σεσημασμένους χώρους. Διαβάστε περισσότερα