Ποιήματα | Αλέξανδρος Ανθούλης

Ο κήπος

Ο κήπος τούτος
έρημος
χρόνια τώρα.

Σκυθρωπός κι αμίλητος,
ντροπιασμένα κρύβει
το πρόσωπο στα ξερόχορτα.

Μα εσύ, μικρός τραγουδιστής
γλυκύτατα που άδει·
παρηγοριά και χάδι
στη γραία λεμονιά.

***

Βαρύ πένθος

Δάκρυα πολλά·
μεγάλου θρήνου.

Αίσθηση, όμως,
ανεπάρκειας
και υποψία
ανεξόφλητου χρέους.

Δικαίως·
καθότι
σε τέτοιες απώλειες
ο θρήνος
πάντα ελλιπής.

***

Άτιτλο

Αμέλεια;
Αποκλείεται.
Ξεκάθαρα πράξη
ατόφιας σκοπιμότητας.

***

Το κερί

Ένα κερί σιγοκαίει ολομόναχο.
Λιώνει και σιγά-σιγά σώνεται.

Προσπαθεί να φωτίσει αλλά μάταια.
Το δωμάτιο ανεπίδεκτο φωτός.

Πολύ το σκοτάδι.
Υπερβολικά βαρύ για ένα μόνο κερί.

Φύσηξε αέρας και η φλόγα τρεμοέπαιξε.
Εις μάτην· δεν έσβησε.

Έστω και μόνο του, συνεχίζει να καίει.

***

Διαίσθηση

«Έφυγες» αλλά
που και που επιστρέφεις·
άλλοτε ως θρόισμα
και άλλοτε ως ψιλόβροχο.

***

Η λεωφόρος

Πάλι αναστατωμένη η λεωφόρος.
Και πότε, άλλωστε, δεν ήταν;

Όχληση. Όχληση διαρκής.
Οπτική και ακουστική.

Δύσκολα συνηθίζεται.
Αλίμονο, όμως, αν τη συνηθίσεις.

Η πόλη, τότε, θα σε έχει ισοπεδώσει
και στο τέλμα της πια θα ανήκεις.

Ποίηση εκ του φυσικού (αποσπάσματα) | Βασίλης Πανδής

All-focus

4.

Ποιος έβαλε το χέρι στη φωτιά
χωρίς ν’ ακούσει μείνε

χωρίς του έρωτα την κηλίδα
ποια σάρκα ποιο ξερόκλαδο

ποιο μιλημένο χώμα

ποια πλησμονή της ύλης

***

5.

Ποια βροχή πυροκλόπος
ξενυχτάει την αστραπή
ποιο πέλαγος απλώνεται
στη γλώσσα της φωτιάς

εδώ στο μέσο του ύπνου
τρίζουν οι άνεμοι
κι η λευτεριά της φλόγας
προσπαθεί τον ουρανό

***

6.

Φεύγεις απ’ τους ψιθύρους
αναπάντητος
κι αθέλητα
στο κάθε δευτερόλεπτο
γεννιέσαι

με τόσα κόκκαλα η θνητότητα
σε μάχεται
με τόσα κόκκαλα κι ο ουρανός

το φως που περιβάλλει
τον ευκάλυπτο
μέχρι κι εκεί
όπου ευκάλυπτος
δεν υπάρχει

***

7.

Από το σώμα ως το κορμί
από το έαρ ως την άνοιξη
το κάθε ποίημα κι ο νεκρός του
ήδη αναστημένος

Λήμνος απάτητη
πυρά που βλάστησε βαθιά
και λιώνει στην πυρά σου

Νέο Savoir-vivre #91-99 | Σωτήρης Παστάκας

Pastakas

#091 ΠΩΣ ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΣΕ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Η πρώτη σας κίνηση είναι να διακρίνετε στην πόλη σας ένα άτομο κύρους που να ακτινοβολεί για τις πράξεις και τα επιτεύγματά του, στον τομέα που θέλετε να δραστηριοποιηθείτε κι εσείς. Οπλισθείτε με αυτοπεποίθηση, φορέστε το γιορτινό σας χαμόγελο και πλησιάστε τον στην ταβέρνα που τρώει ή έξω από την τουαλέτα που κατουράει, και του ζητείτε ταπεινά να βγείτε μαζί του μια σέλφι. Του κάνετε αίτημα φιλίας στο Φέισμπουκ κι αρχίζετε να πιατσικολογείται τους φίλους του και τις επαφές του. Εγγράφεστε στις ίδιες ομάδες και αρχίζετε διάλογο με όσους βλέπετε να έχουν πιο στενές επαφές με το άτομο που επιλέξατε. Έχετε ήδη ανεβάσει την πρώτη σας σέλφι με την προσωπικότητα του ενδιαφέροντός σας και συνεχίζεται να ανεβάζετε φωτογραφίες δίπλα του ή τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μαζί του, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση στους κοινούς σας πλέον φίλους πως έχετε μεγάλη οικειότητα μαζί του, πως σας ακούει, σας προσέχει και λαμβάνει σοβαρά τις προτάσεις σας και συμμερίζεται τα σχέδιά σας.

Αν υποθέσουμε πως ο στόχος σας είναι του λογοτεχνικού χώρου, τότε τα πράγματα για σας είναι ακόμη πιο εύκολα. Οι λογοτέχνες είναι επιρρεπείς στις κολακείες, και δείχνουν ιδιαίτερη αδυναμία στα δώρα, είτε πρόκειται για ένα μαγνητάκι για το ψυγείο, μια προσωπογραφία σε κάρβουνο, ή μια ασημένια σαμπανιέρα, θα σας θεωρούν φίλο τους. Αν τους κάνετε τα γλυκά μάτια και τους κεράσετε και καναδυό μπουκάλια κρασί, τότε πολύ εύκολα θα χρησιμοποιήσουν τα μέσα τους για να δημοσιεύσετε αμέσως τα σκαριφήματά σας. Ως δια μαγείας ο λογοτέχνης κύρους θα ξεκλειδώσει για σας τα περιοδικά που ως τότε φαινόταν στα μάτια σας σαν απόρθητα κάστρα. Δεν αποκλείεται μάλιστα να γράψει και κάτι για το βιβλίο που εκδώσατε με δικά σας έξοδα και να προθυμοποιηθεί να σταθεί δίπλα σας σε πάνελ παρουσιάσεων και ημερίδων και σύντομες νύχτες γεμάτες απαγγελίες που γρήγορα τελειώνουν κι ακόμη πιο γρήγορα λησμονιούνται.

Αφού, λοιπόν, ολοκληρώσετε το πλιάτσικο και τον έχετε περιφέρει ως λάφυρο στο στενό κύκλο των συγγενών και των γνωστών σας απ’ το λύκειο και το πανεπιστήμιο, είστε έτοιμοι για το μεγάλο βήμα. Μέσα σε λίγες μόνον ημέρες θα έχετε στήσει και την προσωπική σας σελίδα ως συγγραφέας στο Φέισμπουκ και ο δρόμος για τη δόξα θα είναι ανοικτός να τον περπατήσετε περήφανοι κι αγνώμονες.

***

#092 ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑ

«Ένας ποιητής δεν είναι καλλίτερος από κάποιον άλλον ποιητή», έλεγε ο Αλμπέρτο Μοράβια για τον Παζολίνι. Το θέμα είναι ποιος θα πει τα πολλά, τα περισσότερα και τα σημαντικότερα από τους άλλους για την εποχή του και με μεγαλύτερη δύναμη. Δεν υπάρχουν, λοιπόν, αξιωματικά μεγάλοι και μικροί ποιητές. Ακόμη κι εγώ ο ίδιος θεώρησα «μεγάλους» ποιητές σε κάποια χρονική περίοδο της ζωής μου και σε κάποια άλλη περίοδο λόγω της «ανάγκης» που διαμορφώνει τα γούστα μας καθημερινώς και τη φυσιογνωμία του προσώπου μας θα έλεγα με το αδυσώπητο και ανελέητο σκαρπέλο του γλύπτη, τους κατέταξα στους ελάσσονες. Μείζονες κι ελάσσονες ανεβοκατεβαίνουν μέσα μου σαν τις μετοχές στον πίνακα του χρηματιστηρίου.

Κατανοώ το άγχος επικράτησης των νέων ποιητών, αλλά δεν επικροτώ τις συμπεριφορές τους, όταν τους βλέπω να άγονται και να φέρονται στην Αγορά σαν έμποροι που πουλούν τίτλους και αξιώματα, να χρήζουν αλλήλους ποιητές έναντι δημοσιευμάτων και φιλαναγνωστικά βραβεία. Με παρηγορεί η σκέψη πως η σύγχυση δεν πρέπει να είναι σημερινή: ήδη από την αρχαιότητα «οι ποιητές», μας είχε επισημάνει ο Νίκανδρος, «γράφουν στίχους συλλέγοντας χρυσό, ως αντίτιμο των συκοφαντιών τους. Πουλάν ιάμβους, όπως ένας έμπορος, πουλάει λάδι».

Σε όποιον, λοιπόν, αναρωτιέται αν είναι «μεγάλος ποιητής» θα είχα να του πω να κάνει μια επίσκεψη στο νεκροταφείο. Θα τον συμβούλευα να επισκεφθεί το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, μια ασέληνη νύχτα και πιθανώς χωρίς έντονα καιρικά φαινόμενα. Να υπερπηδήσει τον φράχτη, εκεί από τη Βουλιαγμένης, και να απευθύνει το υπαρξιακό του ερώτημα στους πεθαμένους. Δεν πρέπει να φυσάει, ούτε να μπουμπουνίζει, γιατί ως γνωστόν οι νεκροί έχουν αδύναμη ακοή, και για να μην μπερδεύεται η ερώτησή του με το θρόισμα των πεύκων και των κυπαρισσόμηλων. Οι ιδανικές συνθήκες θα έλεγα πως είναι το τσουχτερό κρύο, το αφέγγαρο σκοτάδι και το προχωρημένο της ώρας. Πρέπει να είναι ακριβώς δώδεκα τα μεσάνυχτα, να έχετε πάρει ήδη θέση στην κεντρική οδό του νεκροταφείου δηλαδή, για να θέσετε το επίμαχο ερώτημά σας στους νεκρούς: «Είμαι ο μεγαλύτερος ζων ποιητής;».

Αν λάβετε απάντηση στο ερώτημά σας να έρθετε να μου την πείτε όποια κι αν είναι αυτή. Διαβάστε περισσότερα

Οι πόλεις των τελευταίων πραγμάτων | Πάνος Κεφάλας

kefalas

Προχωράω στο σκοτάδι. Στέκω. Θέλω να βρω ένα ίχνος. Να γίνω η γραμμή στον ορίζοντα του ουρανού. Εκείνη στο βάθος που συνήθως κοιτάνε οι ναυτικοί στο Σταυρό του Νότου καθώς χάνονται στο μυαλό τους, μίλια μακριά από τους αγαπημένους τους στην πατρίδα. Πικρή Πατρίδα! Άγονη Γη ή γυμνό γυναικείο σώμα; Ή τα χέρια του Θεού; Όλοι ξέρουμε ότι τα ταξίδια ξεκινούν “in medias re” και δεν είναι ολοκληρωμένα.

Ίσως η πατρίδα μου να είναι η Οξιτανία κι εγώ φυγάς σε χρόνιο ταξίδι, όπου όλα τα πρωινά μοιάζουν σαν τα πρώτα πρωινά του κόσμου. Κάθε δειλινό μοιάζει σαν το τελευταίο, μεγαλοπρεπή αγωνία μοναξιάς και μεγαλείου. Μια αίσθηση που δεν μπορείς να τη μοιραστείς με κανέναν. Πρέπει να την έχεις ζήσει.

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν κανένα ίχνος στη ζωή τους. Απλά ακολουθούν τις σκιές άλλων, δίχως να έχουν κανένα ρόλο να παίξουν σε τούτο το παιχνίδι. Υπάρχουν άνθρωποι που βάζουν σκοπό ζωής να καταφέρουν ό,τι σκοτάδι έχουν μέσα τους να το μετατρέψουν σε ίχνος αιώνιο στον ουρανό του κόσμου, σε κάτι ανώτερο. Κι αν η μετριότητα είναι η αιωνιότητα;

Υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν ίχνη, για τις μοναχικές ψυχές που κάθονται στα παγκάκια των δρόμων ή στα μπαλκόνια των ασπρόμαυρων άσχημων πόλεων δίχως νόημα, ή που περιφέρονται έξω σαν αδέσποτα. Αναζητούν τη σιωπή και τη σιωπή την βρίσκεις μόνο στις θορυβώδεις πόλεις, αν βαδίζεις στο πολύβουο πλήθος που κυλάει στους δρόμους και αρχίζει να σωπαίνει όσο προχωράει η νύχτα και χίλιες μοναξιές αναβλύζουν από τα ίχνη του. Ο ήλιος σφραγίζει τα στόματα.

Ήθελα να βρω ένα ίχνος, ξέρεις, επειδή πολλοί κλέψανε κομμάτια από το δικό μου ή οι πόνοι σταδιακά εξαλείφουν ό,τι έχει απομείνει κάτω από το χωματένιο στήθος μου. Όταν το σώμα λιώνει εσωτερικά, το ίχνος της ψυχής θυμίζει τη θάλασσα στα χέρια μας και στου μυαλού οι άγιοι τόποι μετατρέπονται σε έρημο δίχως νόημα. Τόποι δίχως ποίηση.

Πολλές φορές, κάθομαι και κοιτάω τις γραμμές του τρένου καθώς το σκοτάδι αγκαλιάζει τον ουρανό, αφήνοντας μια λάμψη να αντανακλά από φωτιά, σίδερο και σκουριά στο φυσικό περιβάλλον. Κάτι σαν τις καρδιές των ανθρώπων. Ό,τι ίχνος υπάρχει, φεύγει. Ό,τι ίχνος εκπέμπει ο άνθρωπος των τελευταίων πραγμάτων, η φύση το μετατρέπει σε ζωή. Η σωφροσύνη πάντα θα ενώνει. Ό,τι είναι φθαρτό επιθυμεί να διαρκέσει. Όλα θέλουν να διαρκέσουν. Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου, το ότι ζω σημαίνει άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου;

Τα λουλούδια, τα δάκρυα, οι αναχωρήσεις και οι αγώνες είναι για αύριο. Σήμερα, περπατάμε αντάμα. Πρέπει να ξαναγράψουμε αυτό που σκίστηκε. Αύριο το ίχνος θα λάμπει σα μνήμη μέσα στη στιγμή, σαν απροσδιόριστη νοσταλγία. “El Vero Eden”.