Σκάζοντας κρέας | Πέτρος Γκολίτσης

pg

ΚΡΕ
ΑΣ

ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Είναι παράξενο πώς πλατσουρίζουν στα νερά
με τόσα πτώματα συσσωρευμένα από κάτω

Κάποτε μια σκιά
ενός κολυμβητή αρκεί
να πυροδοτηθεί
ένα τράβηγμα αιώνων
προς τα κάτω

Νεκροί και ζωντανοί βουλιάζουμε μαζί
σε έναν νερένιο κόσμο δίχως πάτο

***

ΚΑΘΗΛΩΣΗ

Καθηλωμένοι στο ίδιο σημείο
γενιά στη γενιά
−μία ιστορία οστών τα τεκταινόμενα−
και πάλευε
με όσα σου δόθηκαν:

τα χέρια που σχηματίζονται κι αλλάζουν
και −τάχα− γύρευε το στόμα και τον πνεύμονα
που θα γευτεί τη ρίζα
θα φτιάξει τον αέρα
ανοιγοκλείνοντας και φτύνοντας το τόσο χώμα
που σε όρθωσε
λάσπη που σπίθισε
και χύθηκε
στα έγκατα του κόσμου

ανοιγοκλείνεις σαν το στόμα
ζώου ετοιμοθάνατου
που χάσκει
μόλις ψόφησε
και από τα μάτια του πετάγεσαι
σε οστά στηρίζεσαι
ορμάς και αστράφτεις

***

ΠΡΟ
ΣΩΠΑ

ΑΛΕΞΗΣ ΑΚΡΙΘΑΚΗΣ (Ή ΤΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΦΕΡΕΤΡΑ)

Περιφέρομαι
σε κηδείες
αγνώστων
περιμένω στη σειρά
το φέρετρο ανοιχτό
σήμερα έχουμε…
γ ρ ι ά
της απλώνω το χέρι
μια χειραψία ψόφια
καθώς ψόφιος
ο θάνατος
είναι
σηκώνω τα μάτια ψηλά
ένα τεράστιο καρουζέλ
ορθώθηκε στην πόλη
πολύχρωμα
φέρετρα
μ ι κ ρ ά
γυρίζουν∙ γυρνώντας τις σκιές τους
όγκοι που μας διαλύουν
εμάς στα χαμηλά
ένας καινούργιος ήλιος
γελάει
η γριά
τρα-ντα-χτά

Από πού τη θνητότητά μου να πιάσω;
Φόρεσα τα χέρια του πατέρα
και σκαλίζω τον κήπο
βγάζω τραγούδια παιδικά
παράξενα αλλοιωμένα
μια κίτρινη κάμπια τραγουδά
όσα θολά θολώνουν
«Θάνατος είμαι ‘γω και προχωρώ
κάνω φίλους όπου κι αν βρεθώ
θα σε μάθω τόσα πράγματα
θα σε μάθω θάνατο»

Περιφέρομαι σε κηδείες αγνώστων;
περιμένω στη σειρά;

Το φέρετρο κλειστό

***

Η ΜΑΥΡΗ ΙΘΑΚΗ (Ή Η ΑΝΝΑ ΚΑΡΥΔΗ)

…ένα πρόσωπο που της συμφοράς το χρίσμα
έχει κάνει ιερό Τ.Φ.

[Γεννήθηκε στη Μαγνησία/ έκανε τέσσερα παιδιά/ το ένα το σκοτώσανε στη Μικρασία/−ήταν μικρός δεν είχε παντρευτεί−/ ο δεύτερος έχει πνιγεί/ έκτοτε στη θάλασσα βουλιάζει/ αφήνοντας γυναίκα και δυό κόρες,/ τον τρίτο τον σκοτώσανε οι Γερμανοί/ άφησε πίσω του μια χήρα,/ τον Γιάννη τον σκότωσε ταξί/ (μέτρα τις χήρες/ μας κάνουν τουλάχιστον εννιά/ και δίχως να μετρά κανείς/ τις μάνες κάθε χήρας ζωντανής)/ Στο τέλος της ζωής της/ ερχόταν ένα-ένα το κάθε της παιδί/ της έκλεινε τα μάτια/ εκείνη εκλιπαρούσε −βούρκωνε− κάποιος να σωθεί…/ Έκτοτε γεμίζει η σκηνή/ μαυροντυμένες-χήρες/ βουλιάζουμε κι εμείς/ Ακολουθεί Καβάφης σε παράφραση:]

Σα βγεις στον πηγαιμό για τις μαυροντυμένες
να εύχεσαι ποτέ σου να μη φθάσεις
να μένει ο δρόμος σου εκεί στο πουθενά
γεμάτος νυφικά που ολομαυρίζουν
αρκεί να είναι άλλων νυφικά
Τους Τούρκους και τους Γερμανούς
τον θυμωμένο ταξιτζή μην τον φοβάσαι
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις
αν μένει το κεφάλι σου υψηλά, αν εκλεκτή
φωτιά το πνεύμα και το σώμα σου έχει κάψει
(τους Τούρκους και τους Γερμανούς
τον άγριο ταξιτζή δεν θα τους συναντήσεις
αν δεν τους κουβαλάς μες στο κεφάλι
αν το κεφάλι στέκεται ακόμη στο λαιμό)

Να εύχεσαι να ‘ναι ανύπαρκτος ο δρόμος
πολλά τα σκοτεινά πρωινά να είναι
που με ανακούφιση σε ξ έ ν ο υ ς τάφους
θα πηγαίνεις
να σταματάς σε νέους νεκρούς κάθε φορά
με λίγο χώμα την ταφή τους να ραντίζεις
γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα και μεταξά πεντάστερα
και νεκρικά μυρωδικά, κάθε λογής
−όσο μπορείς∙ πιο άφθονα νεκρά παιδιά−
σε όλους τους θεούς να πας, μήπως και καταλάβεις
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους χαροκαμένους

Πάντα στο νου σου να έχεις το φθάσιμο εκεί
και με τον Γιόρικ στα δυο χέρια, να ρωτάς:
«να πάει κανείς ή να μην πάει;»
Αλλά μην βιάζεις το ταξίδι σου διόλου
και πλούτη −πια− μην προσδοκείς
Αν πτωχική την βρεις, η μαύρη δεν σε γέλασε
μήτε κι ο Γιόρικ που απ’ τα χέριά σου, σου ξέφυγε
και τώρα στο λαιμό σου τον φορείς
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα
ήδη θα το κατάλαβες πως είσαι εσύ ο Γιόρικ
η μαύρη είσαι εσύ

Το μόνο κατηγόρημά σου
πως υπήρξες

***

ΟΥΡΑ
ΝΟΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ ΤΩΝ ΚΗΔΕΙΩΝ
(Ή ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΉ ΑΝΤΑΡΣΙΑ)

Δεν πάω ρε σκουληκοντότητα στην κηδεία της …
με μια κοτρώνα όλη τη βιτρίνα του ουρανού θα κατεβάσω
να δω πως είσαι βδέλλα
που απομυζείς τα πάντα
από την πέτρα μέχρι ό,τι σάρκινο κινείται
πώς εξατμίζεις –με όλα τα ψόφιά του μαζί–
τον κάθε ωκεανό
πως είσαι εσύ που καταπίνεις τα άστρα
ήλιο στον ήλιο που κάπου φώτισε στο σύμπαν,
κι ας είσαι εσύ –τάχα– που ανάβεις κόσμους
κι ας σε φαντάζονται τόσοι πολλοί ως στοργικό πατέρα
(κι άλλοι πιο ζαβοί ως Παναγιά)
ουρλιάζουν στο χαμό όλα τα ζωντανά
ουαουά ουαουά ρε πααλλιοοο…

Δεν πάω σ’ άλλες κηδείες
–απόκαμα, πώς να το πω–
με πρώτη τη δική μου
(και είμαι ακόμη στην αρχή να φανταστείς)
πώς θα παραβρεθώ σε τόσες που έπονται;
και πώς πληθαίνουν οι νεκροί
σώμα σε σώμα πώς στοιβάζονται
κι ουρανός
κόντρα ουρανός
σύμπαν μέσα σε σύμπαν
όλα αλέθονται
Η μόνη λύση
να εξαφανιστώ
για να σε βρω
μέσα στην ύλη σου
την τόσο υγρή –νερένια– κι όμως πύρινη
όλα φωτιά, μπουρλότο
πετάτε τους νεκρούς μακριά
είπε ορθά
ο Ηράκλειτος
πετάξτε με μαζί του
σε μια κηλίδα μαύρη που μικραίνει
και δεν σβήνει –ρε γαμώτο–

***

[Από την ενότητα «Σπαράγματα»] 

ΣΠΑΡΑ
ΓΜΑΤΑ

Δεν γαμιούνται οι βασιλιάδες
ζήτω οι ανώνυμοι νεκροί

Να κυλούν τα κεφάλια σαν μπάλες στις κατηφόρες
−ό,τι προλάβεις κλώτσα−

Πεταμένο κοτόπουλο ψημένο στις αποβάθρες των τραίνων
−του κόσμου−

Τυλίγεσαι στην αμμουδιά
τραβάς φλεγόμενος
έναν ορίζοντα

Ο χρόνος κατακάθισε
σαν κτίριο κίτρινο
παλιάς βιομηχανίας

Ο ήλιος τσίριζε τσιτσίριζε
τσίρλα που τσιτσίριζε
στη στάχτη

[Από το υπό διαμόρφωση ποιητικό βιβλίο «Σκάζοντας κρέας» και τις ενότητες «Κρέας-Ουρανός-Πράγματα» και «Φάσματα-Πρόσωπα»]

10 Ποιήματα | Έκτωρ Πανταζής

ektor

Ένα μάτσο ομίχλη

Στις Πνύκας τις ανηφοριές
μια ξεχασμένη πλήξη
λίγο πριν το χάραμα
λίγο μετά τη δύση
Σφίγγεται η καρδιά παγώνει το μυαλό
παίρνει η ψυχή τις αποχρώσεις της ώχρας
ξεφλουδίζεται η μνήμη όπως σοβάδες
ραΐζει η θύμηση όπως παλιά κτίρια
με τις άτσαλες στέγες που νέμονται οι γάτες του Ψυρρή

Νάχαμε μιά ποζάτη μέρα
νάχαμε ένα ποδήλατο για τσάρκες
να νιώσουμε Τα ξεχασμένα χέρια

***

Τα τζιν φις της ποίησης

πατώνω με μιά βότκα absolute
στις εσχατιές του τίποτε
αφήνω τη φιάλη να γλιστρήσει στο κενό
με τους εφιάλτες

κράτα μου την ελιά του τζίν φίς
να μου θυμίζει τις μαυρομάτες στην πατρίδα

***

Το τρομερό βοά

Το τρομερό βοά στις ερήμους του Τίποτε
πάει με άλματα όπως γαζέλες στη σαβάνα
όχι όπως τα καγκουρό
μπουρίνι έρωτας σηκώνει τα φουστάνια
γδύνει ολόφρεσκα μπουκέτα κορίτσια
ξαφνικός απρόσμενος πυκνοφρύδης
χνούδι στα εφηβαία
μιά σταλιά ιδρώς στ’ απανωχείλη
ορατή ψυχή το σώμα της
εκεί η λέξη εκεί ο κόσμος
βγαίνει
ρίχνω απάνω της το βλέμμα

εισέρχομαι στο άδυτο
καθώς αναδιπλώνεις τον νυχτερινό ουρανό τ αστέρια συντρίβονται στο μαξιλάρι σου

***

Ριπτασμός

(ο / ῥιπτασμός, [ῥιπτάζω] στριφογύρισμα στο κρεβάτι από ανησυχία και αϋπνία νεοελλ. ιατρ. νευρική διαταραχή που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και χωρίς συνέχεια αρχ. 1. το να ρίχνεται κανείς εδώ και εκεί 2. αμφιταλάντευση …)

έμεινα στην αγάπη Ροβινσώνας
νησιώτης του έρωτα
χωρίς φωτιά
ρίχνω βότσαλο στο αργυρό μεθύσι
κάποιο φεγγάρι μου επιτράπηκε η αγκαλιά σου

***

Στίχοι ημερολογίου

Περνούν καραβάνια τσιγγάνικα
διασχίζουν την μικρή μας πόλη
παίρνουνε στα τραγούδια τους
τα μάτια σου

φωτίζονται οι δρόμοι της ανατολής
και σαν να στρώνονται χρυσάφι

***

Τα λυρικά σου μάτια

Διαβάζω, σε διαβάζω εκατό χρόνους μετά
δίνω βλέμμα χαραμένο
ανάσα στις γραμμές σου ανάμεσα
διατάσσω μουσική
μικρό κύμα στη μέρα
αστρόμπαλες
Νύχτα με τον σπασμένο χρόνο, τον ακομμάτιαστο
Νύχτα μου νύχτα
έριξες ένα μελτέμι καταπάνω μου σκυλί
χαραμένος εκατό χρόνους μετά
λέω από τα γραμμένα σου κυπαρισσόμηλα
Ιτιές και σκλήθρες του δέλτα γέρνουν πάνω από τα νερά
μυστικά

***

Τη αγνώστω θεά

Τα βουνά μου έχουν,
-θυμάσαι εκείνη τη διαπιστευμένη κόκκινη παιώνια,
την κόκκινη πριγκίπισσα όπως ελόγου σου;-
ακόμα λίγη λουκουμόσκονη πάνω τους,
-εντάξει χιόνι είναι όπως το κορμί σου-,
να κυλιστούμε μέχρι που να γίνουμε αγνώριστοι

να πέσω σ έρωτα με μια άγνωστη θεά.

***

Η Νάζε το ποτάμι

Το φεγγάρι απόψε έβαψε κίτρινο το ποτάμι.
Κυλάει λιωμένο βούτυρο.
Η βάρκα του ψαρά ξεπροβάλλει μέσα απ τα καλάμια.
Πινέλο το κουπί αλλάζει χρώμα στο νερό.

Αναμονή. Βραδύνει η οδύνη.

***

Μ ένα τσιγάρο καίω το χάρο

Γιατί μ’ ένα κόκκινο θα σε φωνάζω
μέσα στο κυανό σκοτάδι που’ ναι το δικό σου φως
Τώρα που ατέλειωτα θρηνούν τα ρόδα
στάζοντας βρόχινα δάκρυα στο μάρμαρο

***

Ξυλάρμενοι

ώ βυθισμένα ώ ξυλιασμένα μου πουλιά
Στο ανατομικό κρεβάτι
γυρισμένη πλάτη
προς εξέταση ασθενής
απαλοί γλουτοί
σφίγγουν τα οπίσθια
μια καμπύλη γεννιέται
αδιαπέραστη συνέχεια
σπονδυλικής γραμμής
μέχρι τον κώλο
Από τη σάρκα της ως το ομοίωμά της
από το γαλάζιο κόρφο της μέχρι το σκίτσο της
με κίτρινο κροκί ξυλομπογιά
κι ύστερα πάλι πίσω
ερευνώ τα ενδότερα
φτάνω μέχρι τα σπλάχνα
αναδεύω ανασύρω στρίβω στη ραχοκοκαλιά
αφήνω μια γραμμή να πλανεύεται
απλώνω σινική μελάνη ανοιχτή πληγή
εκεί που έτρεχε αίμα βάζω μπλε
το άλλο αερολύνεται και ζεματάει

ενεργή πνοή σχεδόν κάθαρση
αφαιρετικό ελαφρύ, μεστή φωνή
δίνουν ευθύ ποιητικό σώμα
συμπλοκή λέξεων εκρήξεις σημασίας

αέρας μουσικός διάφανη υδατογραφία ασιανή

ανεπαίσθητοι κύκλοι στην άμμο
κελαρύζει νεράκι σε αόρατη γούρνα

ώ ξυλιασμένα μου πουλιά ώ βυθισμένα μου

μετά το βούτημα στο χρωματικό
ζωντανή πανδαισία χρωμάτων ο αέρας
δονείται,
πάγκοι με τα αναρίθμητα εδώδιμα χορεύουν
γεύεσαι χρώμα
υπότιτλοι με φωνή κάτω απ τις τέντες

κλαδεμένοι ευκάλυπτοι
κραταιοί γυαλιστεροί κορμοί σε ανάταση
στο φόντο ελαφρά συννεφάκια και ουρανός
συνομιλούν με την αφαίρεση που θέλει μεμιάς να πει
αντίστιξη σιωπηλής μουσικής
βαριά τσαμπιά νεράντζια μέσα στο φύλλωμα
οι πεζοπόροι φωτίζονται από τις νεραντζιές

ώ ξυλιασμένα μου ώ βυθισμένα μου

[φωτογραφία]

Θερινή αμαρτία | Σταμάτης Γκαβέτας

sun

Κείνο το καλοκαίρι το είχα πάρει απόφαση, δεν θα πήγαινα διακοπές. Μάταια φίλοι και συγγενείς προσπαθούσαν να πείσουν το ξερό μου κεφάλι για το αντίθετο…Όχι με τίποτα, ήμουν ανένδοτος, αποκλείεται… Θα έμενα στην Αθήνα που ήταν άδεια και ήσυχη.

Ήμουν στο μπαλκόνι χυμένος στην ξαπλώστρα και ίσως ο μοναδικός ακροατής της φιλαρμονικής των τζιτζικιών όταν άκουσα ένα ακορντεόν και κάποιον να διαλαλεί κάτι, πολύ κοντά μου, αλλά δε έβλεπα τίποτα. Κοίταζα, κοίταζα, μα του κάκου, στραβομάρα να ‘χα;

Στην τσέπη του πουκαμίσου μου είχα το μονόκλ που μου το είχε δώσει ξέρετε ποιος, το στερεώνω στην άκρη του ματιού μου και βλέπω θάλασσα μπροστά μου. Δεν είμαστε καλά, η κοντινότερη πηγή ιωδίου ήταν χιλιόμετρα μακριά και η μύτη μου δε με γελά ποτέ σε κάτι τέτοια.

Από το ένα μάτι έβλεπα Αθήνα και από το άλλο νερό, μπα σε καλό σου. Τα πλάνα μου μάτια άχρονα και άτοπα μεταξύ τους, το λοιπόν αποφάσισα με την μια παλάμη να κλείσω το μάτι που έβλεπε την πρωτεύουσα και να κοιτώ με το άλλο που είχα στερεώσει το μονόκλ. Είτε με τα δύο είτε με το ένα μονόφθαλμοι είμαστε έτσι κι αλλιώς στη ζωή μας.

Εν μέσω αφρών και κυμάτων διέκρινα κάτι σαν καρουζέλ πάνω σε μια βραχονησίδα και έναν μικροσκοπικό ανθρωπάκο με ένα ακορντεόν, ένα δεκανίκι και μια ντουντούκα να φωνάζει «Για περάστε, για περάστε, στη Λοταρία των Στιγμών». Το καρουζέλ αυτό δεν ήταν με άλογα όπως ξέρουμε αλλά με κλουβιά. Ναι, ναι, καλά διαβάσατε!

Παίρνω την πρώτη βάρκα που βρίσκω στην ακτή και πλησιάζω προς το μέρος του νάνου. «Ψιτ κύριος θέλεις να δοκιμάσεις την τύχη σου στις στιγμές;» μου λέει με ύφος συνωμοτικό. «Δηλαδής;» τον ρωτάω μάγκικα μη με περάσει για στραβάδι. «Δηλαδής μίστερ, μπαίνεις σε ένα από αυτά τα κλουβάκια και ζεις στιγμές από πολύ ωραίες, μέχρι πολύ άσχημες, δεν διαρκούν για πάντα, αλλά δεν απέχουν από την πραγματικότητα καθόλου, θα είναι λες και τις ζεις στ’ αλήθεια, τι λες; Πάμε;»

Αν και δεν φημίζομαι για τα ρίσκα που παίρνω του είπα εντάξει. Το καρουζέλ με τα κλουβάκια γύρναγε γύρω γύρω και όταν ήθελα να σταματήσει για να μπω σε ένα θα του το έλεγα και αυτός θα τράβαγε το μοχλό που είχε μπροστά του. Έτσι και έγινε. Μπήκα μέσα σε ένα από αυτά και η πόρτα έκλεισε ερμητικά, τότε…

Βρέθηκα να παλεύω με τα κύματα κάτω από το νερό, κολυμπώντας έφθασα σε μια παραλία όπου εστίες φωτιάς τη φωτίζανε. Βγήκα στην ακτή με ένα κορμί λες το ‘χε σμιλεύσει ο Φειδίας -Θεέ μου τι παρωδία-, σωστός Κούρος.

Γυναίκες, πολλές γυναίκες, πανέμορφες με κοιτούσαν με βλέμμα λάγνο, γυμνές από τη μέση και πάνω. Λευκές, μαύρες, από όλες τι φυλές χορεύανε σε κρουστών ρυθμούς, μου φέρανε χυμό καρύδας για να ξεδιψάσω και ύστερα με φίλησαν στα χείλη μία μία . Με δαγκώνανε απαλά σε όλο το κορμί και με χαϊδεύανε σε σημεία που μου προκαλούσαν ρίγος. Ήταν τέλεια, μια από αυτές (κάπου την είχα ξαναδεί) με πλησιάζει και μου δίνει να δαγκώσω ένα μήλο αφού πρώτα το είχε δαγκώσει αυτή και τότε όλα άρχισαν να περιστρέφονται γύρω μου.

Τσούπ, να ‘μαι πίσω στη θάλασσα να προσπαθώ να βγω έξω για να πάρω ανάσα…Ρίχνω μια ματιά στους βράχους, πάντα το είχα απορία, μου φαινόντουσαν ξένοι, σα τσόντα στο σκισμένο τοπίο μιας πρωτεύουσας σκιών.

Έβγαλα το μονόκλ, το επέστρεψα στη θέση του, κοιμήθηκα και ξύπνησα με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά… Καλό Καλοκαίρι!!!

[φωτογραφία]

Μαύρα μάτια και άλλα ποιήματα | Θεόδωρος Μπασιάκος

basiak

Duj dyl mange…

Πατάτες μπήκα για να κλέψω (βάϊ βάϊ) πείναγε η φαμίλια
και μου την άναψε ο μπαλαμό, με σκότωσε.

Στο μπλόκο δεν σταμάτησα (βάϊ βάϊ) χαρτιά δεν είχα
με φάγανε τα τσουραλέ, με γάζωσαν.

Δυο μαύρα μάτια φίλησα (βάϊ βάϊ) στην ακροποταμιά
τα βάσανα για τον Τσιγγάνο τελειωμό δεν έχουν.

***

Γλέντα μαχαλά!

Ας δανειστούμε
Στην ανάγκη κι’ ας κλέψουμε
Φέρτε να πιούμε ρακί φέρτε κοτόπουλα να ψήσουμε φέρτε
τα όργανα φέρτε

Τη χαρά να μοιραστούμε τ’ αδελφού μας
που βγαίνει ο γυιος του γυρνάει απ’ τη φυλακή.

***

Παντρολογήματα

Ώστε θες το κορίτσι μου για γυναίκα σου;
Ώστε κι’ εκείνη σε θέ για άντρα της;

– Άκου ’δώ –

Ο γάμος είναι υπόθεση σοβαρή.
Λεφτά έχεις; Τράβα αγόρασε ρακί μπράντυ μπύρες
και φέρε να πιούμε να το διαπραγματευτούμε

Ο γάμος είναι υπόθεση ιερή.
Αν δεν καταφέρεις τον πεθερό σου να τόνε μεθύσεις
ξέρε, για γαμπρός του δεν κάνεις.

***

Στη γύρα

Πάω, πού πάω; να δουλέψω πάω.
Το στερνοπούλι μου παίρνω, τους δρόμους παίρνω
Κάνα τραγουδάκι να πούμε
Κάνα ευρώ να μάσουμε.

Αυτό δεν έχει ματαγίνει.
Δυο γυναίκες έχω πέσαν άρρωστες κι’ οι δυο.
Άρρωστες κι’ οι δυο συγχρόνως, ε! δεν έχει ματαγίνει.
Το τσαντίρι μας είναι να το κλαις.
Δεν με νοιάζει για μένα
Τις δυο γυναίκες μου σκέφτομαι, τα έντεκα παιδιά μας
Άντε να ζήσεις τόσα στόματα μ’ ένα ακκορντεόν παρεπονιάρικο!

***

Στο ξέφωτο

Θέλω να με κυνηγήσεις, τρέχα να με πιάσεις
Να με ξαπλώσεις μες στα θάμνα και στην αγριάδα
Τη φούστα να μου σκίσεις και το μεσοφούστανο
Κι’ εγώ κακούργε να σε λέω: άσε με, δεν θέλω!

Θέλω με το φιλί σου να μου κόψεις την ανάσα
Με δύναμη να μου γραπώσεις τα καπούλια
Και το καβλί σου μέσα μου βαθιά να χώσεις
Κακούργε, στα λαγόνια μου φωτιά άναψε κάψε με!

(Εμείς μ’ όποιον κοιμόμαστε μαζί τον ερωτευόμαστε,
να ξέρεις…)

***

Αγάπη

H αγάπη σου – μια φυλακή!
χρυσό πες κλουβάκι!

Εμείς
άμα λέμε αγάπη
μπροστά ξανοίγει ένας δρόμος μεγάλος
γεμάτος χρώματα γεμάτος μουσική
φωτιές αρώματα γέλια όνειρα μάγια

νοικοκυριά, που τσουλάνε σε ρόδες απάνω
στη γραμμή τραβώντας του ορίζοντα απάνω.

***

Χιόνι

Χιόνι μαύρο
Θαμπό το τζάμι / του καφενέ.

Κίτρινη μουσική
(το ποίημα πιωμένο).

Γυαλί σπασμένο
Ένα «αχ!» / το ντουμάνι σκίζει.

Φλέβες κομμένες
Ματωμένες φτερούγες.

Πέτα!
Χόρεψε! πουλί μου / απελπισμένο.

***

Ο άντρας μου

στον Νικόλα Γκόγκο, τιμής ένεκεν

Όλο τον κόσμο γύρισα να βρω / τον άντρα τον καλό.
(Αχ, τσιγγάνοι! αχ, παιδιά μου!)
Πώς αγαπώ τα μαύρα του τα μάτια
Τα χείλη του, τόσο γλυκά / σαν το μαύρο σταφύλι.
(Αχ, τσιγγάνοι! αχ, παιδιά μου!)
Όλοι οι άντρες πίνουνε με το ποτήρι
Ο δικός μου, με το μπουκάλι πίνει / κι’ ύστερα το σπάει.
(Αχ, τσιγγάνοι! αχ, παιδιά μου!)

***

Η αυλή των θαυμάτων

Νάνι, νάνι το χουρντί μου
Σςς! κοιμάται

Νάνι, το χουρντί μου
κοιμάται κι’ ονειρεύεται

Έξω, δες, ξημέρωσε
Λιακάδα
Στο δρόμο οι λάσπες στέγνωξαν
Λουλούδια έχει ανθίσει ο σκουπιδότοπος
Σαράγια φρεσκοβαμμένα λαμποκοπάνε οι παράγκες
Φτερά αγγέλου έχει κάθε Τσιγγάνος κάθε Τσιγγάνα
και κάθε Τσιγγανάκι ακόμα
Ένας ουρανός επίγειος είναι ο γυφτομαχαλάς.

***

Rat Romano

Σεις Τσιγγάνοι με μάθατε
να ονειρεύομαι.

Σεις Τσιγγάνοι με μάθατε
να πονάω, να πονάω

– Η γενιά μου γενιά είναι τραγουδιστών! –

Σε σας Τσιγγάνοι χρωστάω
τα ταλέντα μου όλα.

***

Τσιγγάνικη λίρα
                           στον Κανελλόπουλο, σπέσιαλ αφιερωμένο

Πιωμένος, ως συνήθως, είδα
το φεγγάρι μέσ’ στα λασπόνερα του δρόμου
νόμισμα πες χρυσό – γνήσια λίρα τσιγγάνικη! –
μ’ απάνω χαραγμένη την μορφή της Τσιγγάνας μου!

Φυσικά εμάζεψα τη λίρα από χάμω
κι’ ευτύς τραβάω, τί άλλο, να την ξοδέψω

(Ξέχασα, αλίμονο, η Τσιγγάνικη λίρα δεν περνάει δωπέρα…)

Στη χώρα μας την Τσιγγανία
μια τσιγγάνικη λίρα είναι περιουσία
κυριλέ
αντίο φτώχεια! λες
ψωμί αγοράζεις να χορτάσει η φαμίλια
ρακί αγοράζεις τα σωθικά σου για να κάψεις
. . .
με μια τσιγγάνικη λίρα
τα τσιγγάνικα βάνεις βιολιά στο τσιγγάνικο Χίλτον
οληνύχτα να παίζουν για την τσιγγάνα σου
. . .
κι’ ακόμα, μπορείς
την τσιγγάνική σου λίρα ν’ αποταμιέψεις
στην τσιγγάνικη τράπεζα / στην Κομοτηνή
ή στο Μπρασόφ
οπότε αύριο κιόλας έχεις 2 (δυο) λίρες τσιγγάνικες
. . .
κι’ είσαι άρχοντας
. . .
βαρώνος
σαν τον προ- προ- προπαππού σου
φοράς
παπούτσια πράσινα και άλικο γιλέκο
πλουμισμένο με χρυσοκεντήδια απ’ το “ρομανθέρο χιτάνο”,
με μαντίλι μεταξωτό τα δάκρυά σου σκουπίζεις
. . .
τα παιδιά σου σπουδάζεις
στα καλύτερα τσιγγάνικα σχολεία / πανεπιστήμια
. . .
επισκευάζεις τη στέγη στο τσαντίρι, που στάζει
. . .
τη ρόδα αλλάζεις στ’ αμάξι σου, που κλάταρε
. . .
κι’ εντάξει, τους μπάτσους χρηματίζεις
και ταξιδεύεις χωρίς προβλήματα – κανένα πρόβλημα!

***

Ένα τσιγγάνικο παραμύθι…

[…που μου αφηγήθηκαν κάποτε κάτι Τσιγγάνες, γριές, νεότερες και μικρές, σκασμένες όλες τους στα γέλια:]

– Μια φορά κι’ ένα καιρό ήταν ένα κορίτσι, που το λέγαν Μιντσορί. Μια μέρα συνάντησε ένα αγόρι. Καρορό λέγαν τ’ αγόρι.
– Χι, χι, χι, χι.
– Χα, χα, χα, χα…
Εγώ:
– Και μετά;
Σκασμένες στα γέλια οι Τσιγγάνες, που με δουλεύαν φυσικά.
– Ε, δεν ξέρεις; Μετά… πήγαν στο ποτάμι βόλτα, και…

***

Πάνω στην ώρα εμφανίζεται μια γριά Τσιγγάνα. Τί έπαθες μωρή τάδε (δεν θυμάμαι το όνομά της). Με γάμησε ένας Τούρκος και κουτσάθηκε, τις λέει η γριά Τσιγγάνα.
Με κυττάζει.
– Ποιος είναι ο γκατζό; τις ρωτάει. Μην είναι Τούρκος;
Γέλια οι κυρίες πάλι.

[Σημείωση: Μιντσορί, στα ελληνικά θα λέγαμε Μουνίτσα· Καρορό, αντίστοιχα, Πουτσάκος.]

[φωτογραφία]

4 Ποιήματα | Μανώλης Μεσσήνης

4

Πλεύσιμες αντοχές

Νυχτώνει στις εσχατιές της λογικής
κι ως πέρα απ’ το εμπρόθετο
κι ως πριν ή και μετά από την αίσθηση των υλικών
στα αγοραία δρώμενα αναζητώντας το απρόθετο, όπου,
ξεδιάντροπα ηθικές αναδιπλώνονται
ως τα οριακά και άκρα τους σημεία
Δεν θα μιλήσω ή αναφερθώ
σ’ αυτά που υποκύπτουνε στα πρέπει ή σ’ εκείνα
που η συνειρμοί τους κάπως έτσι επιπεδώνονται
ή και αλλότροπα μ’ αναγωγές σε άλλοθι υπάρχουν
Θέλω αυτόφωτος να βρω τα υλικά της συμπλοκής
σε καθετί που ενέχεται σαν κατακλείδα
στις αντιφάσεις ή τις υπεκφυγές
σαν υποδόρια νύξη ή σαν παγίδα
Θέλω να ξεπηδήσω απ’ την ψίχα ενός σπέρματος,
ανάμεσα από ρήματα αιμόφυρτα
από του καθενός μας το προσωπικό σφαγείο
Ιδεοληπτικέ μου μέσα μου εαυτέ
έλα να θερίσουμε παραφυάδες

***

Διαπιστώσεις

I.

Μιλούμε για τον χρόνο όμως δεν βλέπουμε
διυλισμένοι από μια κατανόηση τα μάλα ανεκτική
πως και αυτός είναι μορφή της υλικής μετωνυμίας μας
Χρονομετρούμε ασυμπτωματικά το κάθε γεγονός
όπως οι χαρακιές στο πρόσωπο
αινιγματούν την κάθε αμφιθυμία
Μιλούμε για τον χρόνο ασυμπτωματικά
σαν μια συγκίνηση συλλογικής οντοπληξίας
όπως αυτή που υποκινεί τα πράγματα
να υπερβούν κάθε εξωγενές τους βάρος
Ο χρόνος είναι κίνηση άχρονη
που δεν υπόκειται σ’ έν’ άλλο χρόνο
Σε κανένα όριο δεν υποκύπτει,
είναι αμέτοχος σε όποια ανεκτή συμβατική τους

II.

Είναι θέμα αποστάσεως τα μεγέθη των σημείων
Κάποτε πρέπει ν’ αυτονομηθεί του κόσμου η εικόνα
Ό,τι εικάζεται δεν είναι πάντα ικανό να εικάσει
Ο εικάσιμος δεν παραπέμπει δικαιωματικά στο εικαζόμενο
Μόνο η βλακεία ενοικεί την απόλυτη βεβαιότητα
Χωρίς κενό μέσα σου αδύνατον να δεχτείς τον κόσμο,
παρά μόνο έτσι όπως στον δίνουν
Αμφιβάλλεις μόνο όταν πιστεύεις,
αλλιώς δεν έχεις αφορμές γι’ αμφιβολίες

III.

Κατά το δυνατόν υπάρχουμε σε μια βεβαιότητα
Κατά το δυνατόν εξαντλούμε τη βεβαιότητα
σ’ όλες τις δυνατές εκδοχές της
Ό,τι δεν λέγεται δεν ανήκει πάντα στη σιωπή
Υποτονθορύζει αναίμακτα στις παρυφές των υπονοουμένων
Υποδηλώνει τις ρωγμές που χαράσσονται σ’ ένα σημείο,
που με τη σειρά του είναι αυτό ρωγμή του άλλου
Κατά το δυνατόν επισημαίνουμε τις επαλλάσσουσες που
την κοίτη των ρευστών συναισθημάτων μας εκτρέπουν
Η βεβαιότητα στασιάζεται,
βεβαιώνοντας
τις παραδοχές για την αβεβαιότητά της

[φωτογραφία]