ΚΡΕ
ΑΣ
ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Είναι παράξενο πώς πλατσουρίζουν στα νερά
με τόσα πτώματα συσσωρευμένα από κάτω
Κάποτε μια σκιά
ενός κολυμβητή αρκεί
να πυροδοτηθεί
ένα τράβηγμα αιώνων
προς τα κάτω
Νεκροί και ζωντανοί βουλιάζουμε μαζί
σε έναν νερένιο κόσμο δίχως πάτο
***
ΚΑΘΗΛΩΣΗ
Καθηλωμένοι στο ίδιο σημείο
γενιά στη γενιά
−μία ιστορία οστών τα τεκταινόμενα−
και πάλευε
με όσα σου δόθηκαν:
τα χέρια που σχηματίζονται κι αλλάζουν
και −τάχα− γύρευε το στόμα και τον πνεύμονα
που θα γευτεί τη ρίζα
θα φτιάξει τον αέρα
ανοιγοκλείνοντας και φτύνοντας το τόσο χώμα
που σε όρθωσε
λάσπη που σπίθισε
και χύθηκε
στα έγκατα του κόσμου
ανοιγοκλείνεις σαν το στόμα
ζώου ετοιμοθάνατου
που χάσκει
μόλις ψόφησε
και από τα μάτια του πετάγεσαι
σε οστά στηρίζεσαι
ορμάς και αστράφτεις
***
ΠΡΟ
ΣΩΠΑ
ΑΛΕΞΗΣ ΑΚΡΙΘΑΚΗΣ (Ή ΤΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΦΕΡΕΤΡΑ)
Περιφέρομαι
σε κηδείες
αγνώστων
περιμένω στη σειρά
το φέρετρο ανοιχτό
σήμερα έχουμε…
γ ρ ι ά
της απλώνω το χέρι
μια χειραψία ψόφια
καθώς ψόφιος
ο θάνατος
είναι
σηκώνω τα μάτια ψηλά
ένα τεράστιο καρουζέλ
ορθώθηκε στην πόλη
πολύχρωμα
φέρετρα
μ ι κ ρ ά
γυρίζουν∙ γυρνώντας τις σκιές τους
όγκοι που μας διαλύουν
εμάς στα χαμηλά
ένας καινούργιος ήλιος
γελάει
η γριά
τρα-ντα-χτά
Από πού τη θνητότητά μου να πιάσω;
Φόρεσα τα χέρια του πατέρα
και σκαλίζω τον κήπο
βγάζω τραγούδια παιδικά
παράξενα αλλοιωμένα
μια κίτρινη κάμπια τραγουδά
όσα θολά θολώνουν
«Θάνατος είμαι ‘γω και προχωρώ
κάνω φίλους όπου κι αν βρεθώ
θα σε μάθω τόσα πράγματα
θα σε μάθω θάνατο»
Περιφέρομαι σε κηδείες αγνώστων;
περιμένω στη σειρά;
Το φέρετρο κλειστό
***
Η ΜΑΥΡΗ ΙΘΑΚΗ (Ή Η ΑΝΝΑ ΚΑΡΥΔΗ)
…ένα πρόσωπο που της συμφοράς το χρίσμα
έχει κάνει ιερό Τ.Φ.
[Γεννήθηκε στη Μαγνησία/ έκανε τέσσερα παιδιά/ το ένα το σκοτώσανε στη Μικρασία/−ήταν μικρός δεν είχε παντρευτεί−/ ο δεύτερος έχει πνιγεί/ έκτοτε στη θάλασσα βουλιάζει/ αφήνοντας γυναίκα και δυό κόρες,/ τον τρίτο τον σκοτώσανε οι Γερμανοί/ άφησε πίσω του μια χήρα,/ τον Γιάννη τον σκότωσε ταξί/ (μέτρα τις χήρες/ μας κάνουν τουλάχιστον εννιά/ και δίχως να μετρά κανείς/ τις μάνες κάθε χήρας ζωντανής)/ Στο τέλος της ζωής της/ ερχόταν ένα-ένα το κάθε της παιδί/ της έκλεινε τα μάτια/ εκείνη εκλιπαρούσε −βούρκωνε− κάποιος να σωθεί…/ Έκτοτε γεμίζει η σκηνή/ μαυροντυμένες-χήρες/ βουλιάζουμε κι εμείς/ Ακολουθεί Καβάφης σε παράφραση:]
Σα βγεις στον πηγαιμό για τις μαυροντυμένες
να εύχεσαι ποτέ σου να μη φθάσεις
να μένει ο δρόμος σου εκεί στο πουθενά
γεμάτος νυφικά που ολομαυρίζουν
αρκεί να είναι άλλων νυφικά
Τους Τούρκους και τους Γερμανούς
τον θυμωμένο ταξιτζή μην τον φοβάσαι
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις
αν μένει το κεφάλι σου υψηλά, αν εκλεκτή
φωτιά το πνεύμα και το σώμα σου έχει κάψει
(τους Τούρκους και τους Γερμανούς
τον άγριο ταξιτζή δεν θα τους συναντήσεις
αν δεν τους κουβαλάς μες στο κεφάλι
αν το κεφάλι στέκεται ακόμη στο λαιμό)
Να εύχεσαι να ‘ναι ανύπαρκτος ο δρόμος
πολλά τα σκοτεινά πρωινά να είναι
που με ανακούφιση σε ξ έ ν ο υ ς τάφους
θα πηγαίνεις
να σταματάς σε νέους νεκρούς κάθε φορά
με λίγο χώμα την ταφή τους να ραντίζεις
γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα και μεταξά πεντάστερα
και νεκρικά μυρωδικά, κάθε λογής
−όσο μπορείς∙ πιο άφθονα νεκρά παιδιά−
σε όλους τους θεούς να πας, μήπως και καταλάβεις
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους χαροκαμένους
Πάντα στο νου σου να έχεις το φθάσιμο εκεί
και με τον Γιόρικ στα δυο χέρια, να ρωτάς:
«να πάει κανείς ή να μην πάει;»
Αλλά μην βιάζεις το ταξίδι σου διόλου
και πλούτη −πια− μην προσδοκείς
Αν πτωχική την βρεις, η μαύρη δεν σε γέλασε
μήτε κι ο Γιόρικ που απ’ τα χέριά σου, σου ξέφυγε
και τώρα στο λαιμό σου τον φορείς
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα
ήδη θα το κατάλαβες πως είσαι εσύ ο Γιόρικ
η μαύρη είσαι εσύ
Το μόνο κατηγόρημά σου
πως υπήρξες
***
ΟΥΡΑ
ΝΟΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ ΤΩΝ ΚΗΔΕΙΩΝ
(Ή ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΉ ΑΝΤΑΡΣΙΑ)
Δεν πάω ρε σκουληκοντότητα στην κηδεία της …
με μια κοτρώνα όλη τη βιτρίνα του ουρανού θα κατεβάσω
να δω πως είσαι βδέλλα
που απομυζείς τα πάντα
από την πέτρα μέχρι ό,τι σάρκινο κινείται
πώς εξατμίζεις –με όλα τα ψόφιά του μαζί–
τον κάθε ωκεανό
πως είσαι εσύ που καταπίνεις τα άστρα
ήλιο στον ήλιο που κάπου φώτισε στο σύμπαν,
κι ας είσαι εσύ –τάχα– που ανάβεις κόσμους
κι ας σε φαντάζονται τόσοι πολλοί ως στοργικό πατέρα
(κι άλλοι πιο ζαβοί ως Παναγιά)
ουρλιάζουν στο χαμό όλα τα ζωντανά
ουαουά ουαουά ρε πααλλιοοο…
Δεν πάω σ’ άλλες κηδείες
–απόκαμα, πώς να το πω–
με πρώτη τη δική μου
(και είμαι ακόμη στην αρχή να φανταστείς)
πώς θα παραβρεθώ σε τόσες που έπονται;
και πώς πληθαίνουν οι νεκροί
σώμα σε σώμα πώς στοιβάζονται
κι ουρανός
κόντρα ουρανός
σύμπαν μέσα σε σύμπαν
όλα αλέθονται
Η μόνη λύση
να εξαφανιστώ
για να σε βρω
μέσα στην ύλη σου
την τόσο υγρή –νερένια– κι όμως πύρινη
όλα φωτιά, μπουρλότο
πετάτε τους νεκρούς μακριά
είπε ορθά
ο Ηράκλειτος
πετάξτε με μαζί του
σε μια κηλίδα μαύρη που μικραίνει
και δεν σβήνει –ρε γαμώτο–
***
[Από την ενότητα «Σπαράγματα»]
ΣΠΑΡΑ
ΓΜΑΤΑ
Δεν γαμιούνται οι βασιλιάδες
ζήτω οι ανώνυμοι νεκροί
Να κυλούν τα κεφάλια σαν μπάλες στις κατηφόρες
−ό,τι προλάβεις κλώτσα−
Πεταμένο κοτόπουλο ψημένο στις αποβάθρες των τραίνων
−του κόσμου−
Τυλίγεσαι στην αμμουδιά
τραβάς φλεγόμενος
έναν ορίζοντα
Ο χρόνος κατακάθισε
σαν κτίριο κίτρινο
παλιάς βιομηχανίας
Ο ήλιος τσίριζε τσιτσίριζε
τσίρλα που τσιτσίριζε
στη στάχτη
[Από το υπό διαμόρφωση ποιητικό βιβλίο «Σκάζοντας κρέας» και τις ενότητες «Κρέας-Ουρανός-Πράγματα» και «Φάσματα-Πρόσωπα»]