Η γνωριμία
Ήταν ένας φοβερός τύπος που χτυπούσε τα κουδούνια
των αγαπημένων του ανθρώπων -πρωινές ώρες συνήθως-
και τους εκλιπαρούσε να τον καταστρέψουν
και αυτοί αντί να τον βοηθήσουν –τι κρίμα-
τον αγαπούσαν ακόμα περισσότερο.
Έπιανε παρέες με τους ολότελα τελειωμένους
μπας και καταλάβει το μυστικό της καταστροφής τους
μα αυτοί πίστευαν πως έχουν μια επιτυχημένη ζωή
και μια αστείρευτη ελπίδα για ό,τι καλύτερο.
Προσπαθούσε απεγνωσμένα να βάλει ένα τέλος
στις μικρές γελοίες επιτυχίες του και στην
καθημερινή μετριότητα της κανονικότητας.
Έλεγε και ξανάλεγε:
Εμένα δεν θέλει κανείς να με καταστρέψει,
ούτε ο ίδιος μου ο εαυτός.
Ως που μια κοινή φίλη, θέλησε να μας γνωρίσει,
μας έκλισε ραντεβού στο μπαρ το ναυάγιο και πήγα.
Κάθισα στην άκρη του μπαρ δίπλα στο μεγάλο
καθρέπτη και τον περίμενα κοιτώντας την πόρτα.
Πέρασε μισή ώρα και δεν εμφανίστηκε.
Όμως, καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω
γύρισα από την άλλη και τον είδα μέσα στον καθρέπτη
να με περιμένει από πάντα.
***
Δήλωση διακοπής εργασίων
Πρέπει να τελειώνει αυτή η ιστορία
δεν μπορεί με τίποτα να συνεχιστεί,
δεν γίνεται να κοροϊδεύω άλλο τον εαυτό μου,
-για εσάς δεν έχω πρόβλημα-
Όμως εγώ δεν το αντέχω
γι’ αυτό δεν θα ξαναγράψω ποιήματα.
Δεν μπορώ άλλο να κλαίω
με το γκάζι κολλημένο στην εθνική
και μετά από είκοσι χρόνια ποίησης
να μην έχω καταφέρει να καταστραφώ
όπως όλοι οι σπουδαίοι ποιητές.
Τί έκανα λάθος εγώ δηλαδή:
Δεν ήμουν εγώ ο καλύτερος κτηνοβάτης του χωριού;
Δεν ήμουν ο βιαιότερος παιδεραστής του ορφανοτροφείου;
Τόσα γυναικόπαιδα δεν σκότωσα στον πόλεμο;
Νομίζετε δηλαδή ότι εν αγνοία μου παντρεύτηκα την μάνα μου;
Ή μήπως νομίζετε πως έδωσα ποτέ αγάπη σε άνθρωπο;
Γιατί… γιατί…
αφού όλα τα έκανα σωστά
γιατί ακόμα δεν έχω καταστραφεί;