1

Αρχές της δεκαετίας του ’90. Τότε στις καπνιστικές ομάδες του σχολείου, η πολύκροτη τηλεοπτική σειρά του Mega «Αναστασία» ήταν το θέμα συζήτησης για τα αλάνια… της τουαλέτας. Ο λόγος, το θέμα της σειράς. Μια κοπέλα 20 χρονών που σπουδάζει υποκριτική και βγάζει τα προς το ζην ως μοντέλο, γνωρίζει έναν ώριμο φραγκάτο κύριο, που τον ερωτεύεται και είναι μαζί του, και –σχεδόν ταυτόχρονα– γνωρίζει κι έναν ευαίσθητο νεαρό που επίσης ερωτεύεται και τα φτιάχνει μαζί του. Οι δύο άντρες είναι στην πραγματικότητα πατέρας και γιος αλλά η Αναστασία το ανακαλύπτει κατόπιν, μετά το «κονταροκτύπημα» εντός της. Σεναριογράφος της σειράς η Μιρέλλα Παπαοικονόμου και σκηνοθέτης ο Γιώργος Κορδέλλας. Στις τουαλέτες καμία αναφορά στις αρετές του έξω από κάθε στερεότυπο (για την εποχή) σεναρίου και καμία αναφορά για τις αρετές της εξέχουσας (για κάθε εποχή) σκηνοθεσίας με εξωτερικά γυρίσματα σε υπέροχους χώρους, κάτι που δεν ήταν δεδομένο τότε, μια και οι σειρές της τότε τηλεόρασης είχαν στείρα γλώσσα και τα γυρίσματα γίνονταν μέσα σε σχεδόν κακόγουστα πλατό. Το θέμα ήταν αποκλειστικά τα γυμνά, στοχεύοντας και σχολιάζοντας μόνο τις ερωτικές σκηνές της σειράς, αν και η σειρά αυτή ήταν κατεξοχήν κοινωνική. Ερωτευμένος κι εγώ τότε με μια χαρακτηρισμένη ως εύκολη Αναστασία είχα ονειρώξεις με πρωταγωνίστρια τη δική μου Αναστασία σε σκηνικά ανάλογα με εκείνα των πλάνων του Γιώργου Κορδέλλα.

Αυτά για την πρώτη αναφορά στην σκηνοθετική δουλειά του. Ακολούθησαν σειρές όπως ο «Απών», το νεανικό «Δούρειος Ίππος» και άλλα, που επίσης παρακολουθούσα. Αλλά ως ανήσυχος έφηβος είχα προσεγγίσει την «γαζία» της ποίησης, που λέγεται εξαρχειώτικη. Σχεδόν μονομανία μου τότε τα ποιητικά πονήματα της Κατερίνας Γώγου με ευθείες αναφορές στο άτομο του: «Ο Γιώργος και η Μυρτώ ευτυχώς είχαν ζήσει…» και άλλες. Η Μυρτώ ήταν γνωστό ότι ήταν η κόρη της Κατερίνας όμως ο Γιώργος, αν και φανερό από τα γραπτά της ποιήτριας, ήταν ένας Γιώργος, αλλά ποιος;

Με την ενσωμάτωσή μου εκεί γύρω στα 20 και κάτι με την κουλτούρα των Εξαρχείων και την φιλία μου με τον, τώρα πια, Απόντα (άλλα στην ουσία «πανταχού παρόντα») Λεωνίδα Χρηστάκη, ο γρίφος λύθηκε. Ο Γιώργος των ποιημάτων της Γώγου ήταν ο τότε νεαρός σκηνοθέτης Γιώργος Κορδέλλας. Έτσι έμαθα ότι ο κύριος Κορδέλλας ήταν, επίσης, κοντά και με την υπόλοιπη «αγία τριάδα». Δηλαδή, τον Νικόλα Άσιμο, τον Παύλο Σιδηρόπουλο και άλλους πολλούς/πολλές. Μιλούσαν, μιλούσαν, μιλούσαν. Πίνανε, πίνανε, πίνανε. Έκαναν πράγματα, έκαναν πράγματα, έκαναν πράγματα, και τελικά έζησαν ένα παραμύθι. Ακολούθησαν όλοι τους ένα όραμα, και για κάποιους η άλλη όψη του ήταν ο θάνατος. Μακρύς ο κατάλογος των χαμένων, τόσο, όσο κι ο κατάλογος των κερδισμένων. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι τα διασκευασμένα κάλαντα που τραγουδάει ο Άσιμος σε σκηνή της ταινίας «Τα βαποράκια» είναι σε στίχους του κυρίου Κορδέλλα. Περιοδικά κινηματογράφου όπως αυτό του Βαγγέλη Κοτρώνη «Χιονάτη (για μεγάλους)», με συνεργασίες σκηνοθετών όπως του Παύλου Τάσιου (που στην ταινίες του ήταν βοηθός σκηνοθέτη ο Γιώργος Κορδέλλας), προσπάθησαν να δώσουν το παρόν (και το έδωσαν σ’ ένα αρκετά μεγάλο κοινό) με αρωγό το Αντι-Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, το φεστιβάλ της Δράμας και έναντι στην «αγγελοπουλική» αισθητική, ενός κινηματογράφου που υποστήριξε ο αστικός τύπος και δεν επέτρεψε στην πλειοψηφία των νέων δημιουργών να καταθέσουν τη δική τους οπτική. Ανάλογα περιοδικά με ανάλογες φιλοσοφίες: το «Ιδεοδρόμιο» του Χρηστάκη κυρίως για την λογοτεχνία, ο «Κόκορας (που λαλεί στο σκοτάδι)» του Μιχάλη Πρωτοψάλτη για την πολιτική κ.ο.κ , δίπλα σε κόμματα όπως το ΕΚΚΕ, η ΕΔΕ, η ΟΚΔΕ, ο αναρχοαυτόνομος χώρος και πολλά άλλα.

Στις τελευταίες δεκαετίες τα πράγματα έχουν αρκετά συρρικνωθεί. Αλλά, έστω αυτοί οι λίγοι και καλοί, ο καθένας από την σκοπιά του και το χώρο του, συνεχίζουν να (επι)κοινωνούν. Έτσι έχουμε τη χαρά να βλέπουμε συναυλίες του Πουλικάκου, του Πιλαλί και να διαβάζουμε μετά από χρόνια τα καινούργια ποιήματα του –από χρόνια αποσυρμένου στην Ιθάκη – Γιώργου Δάγλα (από τις εκδόσεις Φίλντισι), να διαβάζουμε ανέκδοτα βιβλία του Λεωνίδα Χρηστάκη (από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα και το ομώνυμο περιοδικό τους), χωρία διδακτορικής διατριβής για την Κατερίνα Γώγου («Έρωτας Θανάτου» της Αγάπης – Βιργινίας Σπυράτου, από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος), το βιβλίο του Νικόλα Άσιμου «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» (από τον ίδιο εκδότη) και τις δουλειές του κυρίου Κορδέλλα: Ως παραγωγός ενός βιβλίου & cd με μελοποιημένα ποιήματα της Γώγου, ενός πολύ καλαίσθητου βιβλίου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Οδός Πανός», μας καλεί να δούμε στα σημερινά στέκια τις μουσικοθεατρικές παραστάσεις: «Νικόλας Άσιμος, Αγαπάω και αδιαφορώ» και «Κατερίνα Γώγου, Στο μυαλό είναι ο στόχος» που βάσισε σε αυτοβιογραφικά τους κείμενα και σε σκηνοθεσία δική του. Αυτά δίπλα σε δεκάδες τραγούδια (ο κύριος Κορδέλλας είναι και στιχουργός) ερμηνευμένα από γνωστούς και νεώτερους τραγουδιστές. Παράλληλα, σχεδιάζει το εξώφυλλο του δίσκου βινυλίου «Αρνήθηκα πολλά» με τις τελευταίες πρόχειρες ηχογραφήσεις του Νικόλα Άσιμου, και κατατοπιστικό κείμενο του δικού μας Σωτήρη Παστάκα (υπήρξε προσωπικός ψυχίατρος του Νικόλα). Επίσης, να διαβάσουμε τα δύο (μέχρι τώρα) μυθιστορήματά του, που εκδοθήκαν από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη: το «Σαώ» (2014) και το «Στην εχεμύθεια των κυμάτων» (2015). Και τα δύο με άρωμα και ψυχή της δεκαετίας του 1980…


2

Ν.Λ.: Kύριε Κορδέλλα, γεννηθήκατε τέλη του ’59. Μεγαλώσατε σε διάφορες επαρχιακές πόλεις. Τα παιδικά σας χρόνια είχαν πληγωμένα γόνατα και αυστηρούς δασκάλους. Κάνατε όλα τα πράγματα στη σωστή χρονολογική σειρά. Ένα παδί οφείλει να παίζει στις αλάνες (τότε που υπήρχαν) και όχι να διαβάζει. Έπειτα τέχνη και, για κάμποσο καιρό, αλητείες (με την σωστή έννοια) στα Εξάρχεια. Πόσο αυτή η πορεία έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση του ψυχισμού σας δεδομένου ότι την επταετία ’67-’74 αφενός δεν την πολύ προλάβατε και αφετέρου τα πράγματα στην επαρχία δεν ήταν τόσο τραυματικά/άγρια όσο στην Αθήνα, ειδικά όταν αποκτάς ένα αριστερίστικο-αναρχικό προφίλ. Το ότι ένα παιδί ως παιδί παίζει, ένας νέος μυρίζει την ζωή και κάνει τέχνη σε μια μεταπολιτευτική εποχή που είχε τα καλά της αλλά και τα κακά της ήταν σημάδια μιας πλήρης και ολοκληρωμένης πορείας που έθεσε τα θεμέλια για την διαμόρφωση της προσωπικότητας σας; Μιας δομημένης προσωπικότητας χωρίς «τρύπες», ως επί το πλείστον βέβαια, γιατί όλοι έχουμε και τα σκοτάδια μας;

Γ.Κ.: Ένα-ένα: τα παιδικά μου χρόνια δεν διαφέρουν από των άλλων –στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον–, που ανήκουν στην ίδια ή τις κοντινές γενιές και έχουν μεγαλώσει στην ελληνική επαρχία. Η βασική διαφορά με το σήμερα είναι ότι μεγαλώσαμε σε μια κοινωνία ασφαλή, που δεν ένιωθε να απειλείται, που το έγκλημα ήταν μια σπάνια εξαίρεση, που δεν υπήρχαν άστεγοι, που είχε συνεκτικούς κανόνες και κοινές αξίες. Αυτά σε επίπεδο κοινωνικό. Όμως η επικρατούσα στενόμυαλη “εθνικοπατριωτική” ιδεολογία και η υποκρισία του καθωσπρεπικού status quo ήταν αυτή η θηλιά που άρχιζες να νιώθεις να σφίγγει μεγαλώνοντας. Στη Μεταπολίτευση, βέβαια, εν ονόματι του «εκδημοκρατικισμού» και της «ελευθερίας», ισοπεδώθηκαν συλλήβδην και ευτελίστηκαν αδιάκριτα πολλές αξίες. Όπως πάντα, οι ανατροπές σε μια κοινωνική πραγματικότητα όταν γίνεται «βίαια» –δηλαδή χωρίς σταδιακή αφομοίωση των νέων δεδομένων και την απαραίτητη νηφαλιότητα και αυτοκριτική– δημιουργούν εκτρώματα, ξύλα απελέκητα που καταφέρνουν να τα πελεκήσουν οι επιτήδιοι, σε βάρος πάντα του λαού. Δεν θα επεκταθώ. Τα αναφέρω αυτά για να καταλήξω στα Εξάρχεια των ιδεολογικών αναζητήσεων, της ιδεατής αναρχίας, που δεν έχει καμία σχέση με τη χουλιγκανική αδιακρισία και βαρβαρότητα. Δεν είναι αναρχία ο βανδαλισμός και η αδικαιολόγητη βία. Η αναρχία προϋποθέτει σεβασμό στον πλησίον και κοινωνική αλληλεγγύη. Θέλει αρετή και πίστη η ελευθερία, όχι οργή και φασιστικές συμπεριφορές που το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να σε εξομοιώσουν με τον «εχθρό». Ας έχουμε κατά νου ότι οι ακραίες συμπεριφορές έχουν και ακραία (καταστροφικά) αποτελέσματα. Στόχος μας είναι η δημιουργία, όχι η καταστροφή. Είναι η ανθρώπινη κοινωνία και όχι η απάνθρωπη συμβίωση.

Τώρα, σχετικά με τη διαμόρφωση της προσωπικότητας –κάθε ανθρώπου–, πιστεύω ότι παίζουν μεγάλο ρόλο οι δεδομένες συνθήκες και οι συγκυρίες. Αλλά «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Πιστεύω πως δεν είμαστε άμοιροι της μοίρας μας, ανεξάρτητα από την τύχη και τις ατυχίες μας. Τα δεδομένα δεν αλλάζουν, αλλά η διαχείρισή τους είναι δική μας ευθύνη. Ας κουνήσουμε λοιπόν το χέρι μας και, κυρίως, το μυαλό μας.

Ν.Λ.: Τα χρόνια των Εξαρχείων ήταν τα καλύτερά μας χρόνια με τις σπουδαίες ανακαλύψεις, τις παρέες, τις κραιπάλες, αν και κάμποσοι –από τους επιζήσαντες λέω– παρεξήγησαν τον όρο «τα χρόνια της αθωότητας» και τώρα πια βρίσκονται αλλού ιδεολογικά και υπαρξιακά. Δεν αναφέρομαι στις παράπλευρες απώλειες (χρήση ηρωίνης, ψυχιατρικοί εγκλεισμοί, βιολογικοί ή πνευματικοί θάνατοι…) αλλά στους άλλους που δεν νιώθουν ότι τα Εξάρχεια δεν είναι τόπος αλλά νοοτροπία. Αίσθημα αλληλεγγύης, ουμανισμού κ.ο.κ. Γενικά τα Εξάρχεια είναι μια Ιδέα με χαρακτήρα κοινωνικού ακτιβισμού και επαναστάσης, ακόμα κι αν αυτή αποδείχτηκε για κάποιους «Προδομένη επανάσταση» (για να δανειστώ ένα τίτλο του Τρότσκι).

Γ.Κ.: Τα Εξάρχεια έχουν γίνει ένας «μύθος». Ένα επικοινωνιακό highlight που «πουλάει». Δεν υπάρχουν άγιοι στα Εξάρχεια. Αμφισβήτηση, ναι, υπάρχει. Αλλά υπάρχουν και πλάνες και παγίδες, που οφείλουμε να τις ξεσκεπάζουμε και όχι να τις συντηρούμε. Δεν είναι μόνο η «παραμύθα» επικίνδυνη, αλλά και το παραμύθιασμα. Το λέω συχνά στους νεώτερους: βρείτε υγιή πρότυπα και όχι φορείς εγωισμού και αδιεξόδων θανάτου. Υπάρχει ένας νοσηρός ρομαντισμός που εγκλωβίζει την συναισθηματική μας ανωριμότητα, ένα στάδιο που πολλοί περάσαμε στην εφηβεία κυρίως και την μετεφηβική συγκρότηση, που ξεπερνιέται μόνο με την υγιή δημιουργική δραστηριότητα και εμπειρία, ατομική και κοινωνική.

Ν.Λ.: Το ελληνικό σινεμά στην δεκαετία του ’80 –πέρα από κάποια ηχηρά ονόματα όπως π.χ. Τάσιος, Νικολαΐδης, Ζερβός, που και αυτοί είχαν ξεκινήσει από προηγούμενες δεκαετίες– δεν έδωσε πολλά πράγματα. Όχι γιατί δεν υπήρχαν σκηνοθέτες με όνειρα και θέρμη αλλά γιατί το σύστημα δεν το επέτρεψε. Η Μαρκετάκη στην ζωή της γύρισε μόλις τρεις ταινίες μεγάλου μήκους, ο Σπετσιώτης άλλες τόσες, η Λιάππα δύο και πάει λέγοντας. Ακόμα και ο παλιός σκηνοθέτης Κώστας Μανουσάκης μόλις τρεις ταινίες μπόρεσε να γυρίσει. Θέλω να πω ότι οι συντεχνίες που στηρίζονται από το σύστημα έκαναν κακό στην τέχνη του σινεμά. Το Κέντρο χρηματοδοτούσε μόνο τους δικούς του τη στιγμή που οι υπόλοιποι φτύναν αίμα για να γυρίσουν με δικά τους χρήματα ένα ταινιάκι. Και φυσικά περιοδικά όπως ήταν η «Χιονάτη» και ο «Σύγχρονος Κινηματογράφος» δεν σώζαν την κατάσταση. Εσείς που ζήσατε τους σκηνοθέτες από κοντά, τί έχετε να καταθέσετε;

Γ.Κ.: Το σινεμά είναι μια δύσκολη τέχνη, που στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται με την ευκολία που χαρακτηρίζει γενικότερα τον Νεοέλληνα: όπως ο κάθε πικραμένος, που λένε, θεωρεί ότι τα ξέρει όλα και μπορεί ακόμα και να κυβερνήσει την χώρα, έτσι θεωρεί (γιατί όχι;) ότι μπορεί να κάνει και μια ταινία. Χωρίς παιδεία, χωρίς εμπειρία, με μόνο εφόδιο το θράσος του. Επίσης, το σινεμά είναι μια τέχνη που, κακά τα ψέμματα, χρειάζεται χρήματα. Όποιος δεν έχει τις κατάλληλες διασυνδέσεις με τα κανάλια που –για πολιτικούς, προσωπικούς ή άλλους λόγους– πριμοδοτούν κάποιους φορείς ή μεμονωμένα πρόσωπα, θα δυσκολευτεί πολύ να επιβιώσει. Δεν υπάρχει αξιοκρατία (ποιος θα κρίνει τους «άξιους» άλλωστε;) αλλά «καπατσοκρατία». Οι καπάτσοι, που ξέρουν να ελίσσονται στις κατάλληλες «αυλές» και να μανατζάρουν αποτελεσματικά το εικονικό είδωλο του εαυτού τους, είναι αυτοί που επιβιώνουν. Κάποιοι από αυτούς πιθανόν να έχουν κάποια αξία. Οι περισσότεροι όμως είναι απλώς «φούσκες».

Ν.Λ.: «Εν αρχή ην ο λόγος». Το έλεγε και ο Ταχτσής. Ο λόγος, λοιπόν, είναι η σημαντικότερη μορφή τέχνης, με τον λόγο χτυπάς καλύτερα εκεί που στοχεύεις. Το τραγούδι δεν μπορείς να το αφαιρέσεις από τη νοοτροπία του Έλληνα ίσως κι επειδή τα βιβλία –ποιητικά ή πρόζες δεν έχει σημασία– μπορείς να τα ακουμπήσεις εύκολα, να τα πάρεις παντού μαζί σου. Ίσως γιατί τα βιβλία είναι αντικείμενα, μπορείς να τα μεταφέρεις, ενώ το να δεις μια ταινία προϋποθέτει να πας σινεμά ή να χρησιμοποιήσεις μηχανήματα, δεν υπάρχει πιο άμεση, προσωπική και μετοχική προσέγγιση για τον αποδέκτη της τέχνης από το βιβλίο. Εσείς, που υπηρετήσατε κάθε μορφής τέχνης, πρώτα ως σκηνοθέτης και στιχουργός, και τώρα πια και ως συγγραφέας, τί θα λέγατε;

Γ.Κ.: Δεν ξέρω αν το έλεγε ο Ταχτσής, είναι η πρώτη φράση του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Τέλος πάντων, μην μπούμε σε θεολογικά χωράφια… Ο ανθρώπινος λόγος, που μας αφορά, είναι εργαλείο ύψιστης τέχνης. Είναι ο κύριος δημιουργός του πολιτισμού. Κάθε έκφραση του πολιτισμού πιστεύω πως έχει την αξία της. Η έντεχνη επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, που γίνεται με τις καλές τέχνες, είναι δείκτης του επιπέδου του πολιτισμού τους. Μετατρέπει την επικοινωνία σε αισθητική και νοητική απόλαυση. Δημιουργεί παράλληλους κόσμους, νικάει τον χρόνο.

Στην Ελλάδα η μόνη τέχνη που δεν έπαψε να δίνει διαμάντια, με αδιάλειπτη συνέχεια, είναι το τραγούδι. Γιατί ο Έλληνας το αγαπάει, το έχει συνδέσει με κάθε στιγμή της ζωής του. Η λογοτεχνία, επίσης, έχει σημαντικές καταθέσεις. Αλλά δεν έχει την ίδια ανταπόκριση, γιατί ο Έλληνας, γενικά, δεν διαβάζει.

Το σινεμά είναι μια πονεμένη ιστορία. Δυστυχώς, ο Τζαβέλλας, ο Σακελλάριος και περιπτώσεις σαν τον Κώστα Μανουσάκη, παραμερίστηκαν από τη χυδαιότητα των φανταχτερών μικροαστικών κατασκευών τύπου Δαλιανίδη, και στη συνέχεια, μπήκαν στο ίδιο τσουβάλι απόρριψης από τους «προοδευτικούς» της Μεταπολίτευσης, που με την χορηγία αμερικάνικων ιδρυμάτων έδιωξαν το κοινό από τις αίθουσες, αφήνοντας ελεύθερο το έδαφος για να κυριαρχήσει η αμερικάνικη ταινία. Απόπειρες να ξανακερδηθεί το ελληνικό κοινό έγιναν, αλλά η μάχη ήταν άνιση. Σήμερα το πρόβλημα του ελληνικού σινεμά είναι πολυδιάστατο. Η έλλειψη παιδείας, η ημιμάθεια, ο ναρκισισμός και η εγωπάθεια είναι τα χαρακτηριστικά μεγάλου μέρους της κινηματογραφικής «κοινότητας». Σε συνδυασμό με τις περιορισμένες πηγές χρηματοδότησης, τη μικρή εντόπια αγορά και την καταναλωτική αφασία του φιλοθεάμονος κοινού, δημιουργούν ασφυκτικά αδιέξοδα και κάνουν πολύ δύσκολη την ανάπτυξη μιας «εθνικής» κινηματογραφίας, ή έστω, τη δημιουργία σημαντικών οπτικοακουστικών έργων που δεν εμπίπτουν στις «εμπορικές» κατηγορίες των τηλεοπτικού τύπου προϊόντων.

Ν.Λ.: Η γραφή, η σκηνοθεσία και το τραγούδι είναι οι καλύτερες μορφές αυτοψυχανάλυσης και αυτοψυχογνωσίας;

Γ.Κ.: Η ενασχόληση με την Τέχνη είναι ταυτόχρονα και μια διαδικασία ενδοσκόπησης. Αλλιώς, είναι απλά μια κατασκευαστική λειτουργία ανούσιων προϊόντων. Τα καλλιτεχνικά έργα, για μένα, διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες, που ορίζονται από τις προθέσεις των κατασκευαστών: τα αγοραία και τα ψυχωφελή. Αυτά δηλαδή που απευθύνονται στην τσέπη ή στην ψυχή του αποδέκτη. Ας μάθουμε να ξεχωρίζουμε τα μεν από τα δε, γιατί τα πρώτα συχνά εμφανίζονται με το προσωπείο των δεύτερων.

[φωτογραφίες: προσωπικό αρχείο Γιώργου Κορδέλλα]

Σχολιάστε