024-HPDuse-Quirinale-e1352108215496

To Eleonora Duse I

Oh beauty that is filled so full of tears,
Where every passing anguish left its trace,
I pray you grant to me this depth of grace:
That I may see before it disappears,
Blown through the gateway of our hopes and fears
To death’s insatiable last embrace,
The glory and the sadness of your face,
Its longing unappeased through all the years.

No bitterness beneath your sorrow clings;
Within the wild dark falling of your hair
There lies a strength that ever soars and sings;
Your mouth’s mute weariness is not despair.
Perhaps among us craven earth-born things
God loves its silence better than a prayer.

***

Ω τόσο γεμάτη των δακρύων πλήρης ομορφιά,
Όπου το ίχνος της άφησε καθ’ αγωνία περαστική,
Το βάθος αυτό της χάρης προσεύχομαι να μου δοθεί:
Έτσι που, προτού εκείνο ξοδευτεί, ν’ αξιωθεί η ματιά
Μέσ’ απ’ των ελπίδων και των φόβων μας τη πύλη φυσημένη
Στου θανάτου τ’ άπληστο τ’ αγκάλιασμα το τελευταίο,
Του προσώπου σου τη θλίψη και το κλέος το μοιραίο
Μέσ’ απ’ όλα τα χρόνια αυτά τη λαχτάρα να κρατάει αναμμένη.

Κάτω απ’ τη θλίψη σου καμιά πικρία δεν κολλάει
Μέσ’ απ’ τον καταρράκτη των μαλλιών σου τον άγριο τον σκοτεινό
Μια δύναμη απλώνεται εκεί που κάποτε ανεμοπορεί και τραγουδάει
Απόγνωση δε γράφει του στόματός σου το κουρασμένο το βουβό.
Δειλά ίσως, ανάμεσα σε μας, η γη τις υποθέσεις της γεννάει
Που τη σιωπή τους πιότερο ο Θεός αγαπά απ’ το παρακαλετό.

***

To Eleonora Duse II

Your beauty lives in mystic melodies,
And all the light about you breathes a song.
Your voice awakes the dreaming airs that throng
Within our music-haunted memories.
The sirens’ strain that sank within the seas
When men forgot to listen, floats along
Your voice’s undercurrent soft and strong.

Sicilian shepherds pipe beneath the trees;
Along the purple hills of drifted sand,
A lone Egyptian plays an ancient flute;
At dawn the Memnon gives his old salute
Beside the Nile, by desert breezes fanned.
The music faints about you as you stand,
And with the Orphean lay it trembles mute.

***

Σε μελωδίες μυστικές η ομορφιά σου ζει,
Κι όλο το φως για σένα ένα τραγούδι ανασαίνει.
Τους ανέμους π’ ονειρεύονται η φωνή σου ανασταίνει,
Που, με τη μουσική, αναμνήσεις φαγωμένες πλημμύρισαν μαζί.
Γενιές σειρήνων στις θάλασσες μέσα βυθισμένες
Όταν ξέχασαν οι άνθρωποι ν’ ακούνε, έφυγαν μακριά
Απ’ της φωνής σου το υπόγειο ρεύμα, μαλακά και δυνατά.

Κάτ’ από το δέντρο τραγουδούν Σικελοί ποιμένες
Εμπρός από λόφους βιολετί άμμου πούχει παρασυρθεί,
Κάποιος Αιγύπτιος μοναχικός, ένα φλάουτο παίζει παλιό
Ο Μέμνων την αυγή δίνει τον παλιό του το χαιρετισμό
Δίπλα στον Νείλο, με την αύρα που λιποτάκτησε κι έχει τονωθεί.
Όπως στέκεσαι, η μουσική για σε λιγοθυμεί
Και με την ωδή την Ορφική, απλώνει τρέμισμα βουβό.

***

To Eleonora Duse In “The Dead City”

Were you a Greek when all the world was young,
Before the weary years that pass and pass,
Had scattered all the temples on the grass,
Before the moss to marble columns clung?
I think your snowy tunic must have hung
As now your gown does — wave on wave a mass
Of woven water. As within a glass
I see your face when Homer’s tales were sung.
Alcaeus kissed your mouth and found it sweet,
And Sappho’s hand has lingered in your hand.
You half remember Lesbos as you stand
Where all the times and countries mix and meet,
And lay your weight of beauty at our feet,
A garland gathered in a distant land.

***

Όταν ο κόσμος όλος ήταν νέος, υπήρξες μια Ελληνίδα εσύ,
Πριν τα χρόνια που περνούν και φεύγουν κουρασμένα,
Τα τέμπλα όλα στο χορτάρι ρίξουν σκορπισμένα,
Προτού το βρύο, στις κολώνες τις μαρμάρινες πάνω κολληθεί;
Ο χιονόλευκος σκέφτομαι χιτώνας σου έπρεπε νάχει στολισθεί
Όπως το φόρεμά σου τώρα είναι – κύμα σε κυματισμό
Μια μάζα νερού υφασμένη. Σαν μέσα από καθρεφτισμό
Το πρόσωπό σου βλέπω όταν έχουν του Ομήρου οι ιστορίες υμνηθεί.
Φίλησ’ ο Αλκαίος το στόμα σου και τόβρε γλυκό,
Της Σαπφούς το χέρι στη δική σου χούφτα αργοπορεί.
Τη Λέσβο μισοθυμάσαι καθώς εκεί έχεις σταθεί
Όπου όλες μπλέκονται οι εποχές κι οι χώρες έχουν μερτικό,
Και στα πόδια μας απλώνουν της ομορφιάς σου το συμφερτικό,
Ένας στέφανος αποκτημένος σε χώρα μακρινή.

***

To A Picture Of Eleonora Duse In “The Dead City” (I)

Your face is set against a fervent sky,
Before the thirsty hills that sevenfold
Return the sun’s hot glory, gold on gold,
Where Agamemnon and Cassandra lie.
Your eyes are blind whose light shall never die,
And all the tears the closed eyelids hold,
And all the longing that the eyes have told,
Is gathered in the lips that make no cry.
Yea, like a flower within a desert place,
Whose petals fold and fade for lack of rain,
Are these, your eyes, where joy of sight was slain,
And in the silence of your lifted face,
The cloud is rent that hides a sleeping race,
And vanished Grecian beauty lives again.

***

Σ’ ουρανό διάπυρο, το πρόσωπό σου ταιριασμένο,
Πριν απ’ τους λόφους που δίψασαν, χρυσό σε χρυσό
Του ήλιου εφταπλάσιο γυρνούν, το φέγγος το λαμπρό,
Εκεί π’ Αγαμέμνων και η Κασσάνδρα κορμί έχουν ξαπλωμένο.
Πρόσχημα είν’ τα μάτια σου που το φως τους ποτέ δεν (θα) τελειωθεί,
Και τα δάκρυα όλα που απ’ τα κλειστά βλέφαρα κρατήθηκαν,
Κι οι λαχτάρες που, απ’ τα μάτια όλες, μιλήθηκαν,
Στα χείλη μαζεύτηκαν π’ αδάκρυτα έχουν σφαλιστεί.
Ναι, σαν άνθος σ’ έρημο γη,
Εκείνου που διπλωμένα τα πέταλα, απ’ τη βροχή, μαράθηκαν, μακριά,
Ειν’ αυτά, τα μάτια τα δικά σου, που άφαντη έχει συντριβεί η χαρά,
Και στου προσώπου σου τ’ ανασηκωμένου τη σιωπή,
Το σύννεφο ξεχώρισε που μι’ αποκοιμισμένη γενιά έχει κρυφτεί,
Κι η εξαφανισμένη η ομορφιά η ελληνική ζωντανή είναι ξανά.

***

To A Picture Of Eleonora Duse In “The Dead City” (II)

Carved in the silence by the hand of Pain,
And made more perfect by the gift of Peace,
Than if Delight had bid your sorrow cease,
And brought the dawn to where the dark has lain,
And set a smile upon your lips again;
Oh strong and noble! Tho’ your woes increase,
The gods shall hear no crying for release,
Nor see the tremble that your lips restrain.
Alone as all the chosen are alone,
Yet one with all the beauty of the past;
A sister to the noblest that we know,
The Venus carved in Melos long ago,
Yea, speak to her, and at your lightest tone,
Her lips will part and words will come at last.

***

Απ’ του Πόνου το χέρι σμιλεμένη στη σιωπή,
Κι απ’ της Γαλήνης το δώρο, πιο τέλεια φτιαγμένη,
Παρά αν η λύπη σου ήταν σε φυγή, απ’ την Απόλαυση σπρωγμένη,
Κι είχε την Αυγή φέρει, όπου σκότος σκορπίστηκε βαθύ,
Κι ένα χαμόγελο στα χείλη σου πάλι πάνω βαλμένο
Ω δυνατό και θαυμαστό! Παρά που οι δικές σου αυξάνουν συμφορές,
Γι’ απαλλαγή, οι θεοί δικές σου δε θ’ ακούσουν οιμωγές,
Μηδέ το τρέμουλο θα ιδούνε απ’ των χειλιών σου το συγκρατημένο.
Μόνη, όπως μόνοι είν’ όλοι οι εκλεκτοί,
Ακόμη μια, μ’ όλη του παρελθόντος την ομορφιά
Μι’ αδελφή εκείνου του πιο γνώριμου ευγενικού,
Η Αφροδίτη στη Μήλο σμιλεμένη προ πολλού,
Ναι, μίλησε σ’ αυτή, με τον τόνο σου τον πιο ελαφρύ,
Τα χείλη της θ’ ανοιχτούν, νάρθουνε λέξεις τελικά.

***

To a Picture of Eleonora Duse as “Francesca da Rimini”

Oh flower-sweet face and bended flower-like head!
Oh violet whose purple cannot pale,
Or forest fragrance ever faint or fail,
Or breath and beauty pass among the dead!
Yea, very truly has the poet said,
No mist of years or might of death avail
To darken beauty — brighter thro’ the veil
We see the glimmer of its-wings outspread.
Oh face embowered and shadowed by thy hair,
Some lotus blossom on a darkened stream!
If ever I have pictured in a dream
My guardian angel, she is like to this,
Her eyes know joy, yet sorrow lingers there,
And on her lips the shadow of a kiss.

***

Ω πρόσωπο εσύ σαν άνθος γλυκό και σαν κεφάλι- άνθος λυγισμένο!
Ω βιολέτα που το πορφυρό σου δεν χλωμαίνει,
Ή δάσους άρωμα εξαντλημένο καμμιά φορά ή που φτωχαίνει,
Ή κάλλος κι ανάσα σε νεκρούς ανάμεσα περασμένο!
Ναι, μ’ ακρίβεια πολλή έχει ο ποιητής πει,
Κανένα των χρόνων θάμπωμα ή του θανάτου σθένος
Την σκοτεινή ομορφιά ωφελεί – λαμπρότερο μέσ’ από το βέλος
Το φέγγος βλέπουμε των απλωμένων του φτερών εκεί.
Ω πρόσωπο δεντρόστεγο και των μαλλιών σου σκιασμένο,
Κάποιοι ανθούν λωτοί στο σκοτεινιασμένο ποταμάκι!
Αν ποτέ σ’ ένα όνειρο το φύλακα μου αγγελάκι
Είχα εικονίσει, σαν κι αυτό εκείνη όμοια είναι,
Τα μάτια της γνωρίζουν ευτυχία, ακόμη τ’ άλγος είν’ εκεί αργοπορημένο,
Κι η σκιά ενός φιλιού στα χείλη της επάνω κείται.

***

To a Picture of Eleanor Duse

Was ever any face like this before —
So light a veiling for the soul within,
So pure and yet so pitiful for sin?
They say the soul will pass the Heavy Door,
And yearning upward, learn creation’s lore —
The body buried ‘neath the earthly din.
But thine shall live forever, it hath been
So near the soul, and shall be evermore.
Oh eyes that see so far thro’ misted tears,
Oh Death, behold, these eyes can never die!
Yea, tho’ your kiss shall rob these lips of breath,
Their faint, sad smile will still elude thee, Death.
Behold the perfect flower this neck uprears,
And bow thy head and pass the wonder by.

***

Υπήρξε ποτέ πρόσωπο άλλο σαν κι αυτό πριν –
Ένα τουλπάνι για τη μέσα ψυχή τόσο φωτεινό, όσο
Αγνό κι ακόμη αξιοθρήνητο για το κρίμα, τόσο;
Τη Βαριά Πόρτα λένε, θα περάσει η ψυχή,
Και με λαχτάρα περισσή, τη γνώση θα πάρει από δημιουργία –
Κάτω από το γήινο θάφτηκε με κρότο το κορμί.
Μα για πάντα το δικό σου, τόσο κοντά θα ζει
Γιατ’ είχε στη ψυχή κοντά υπάρξει, κι εκεί θα κείται αιωνία.
Ω μάτια που μέσ’ απ΄την ομίχλη των δακρύων βλέπετε μακριά,
Ω Θάνατε, πρόσεχε!, ποτέ τα μάτια αυτά δε θα πεθάνουν!
Ναι, παρότι το φιλί σου την ανάσα θα κλέψει απ’ τα χείλη αυτά,
Τ’ αδύναμο, θλιμμένο χαμόγελό τους Θάνατε, ακόμη θα σου ξεγλιστρά!
Το άνθος αυτό το τέλειο κοίτα, ο λαιμός του σηκώνεται ψηλά
Και την κεφαλή γέρνει και το θαύμα μακριά αφήνει να το πάρουν.

***

To A Picture Of Eleonora Duse With The Greek Fire, In “Francesca da Rimini”

Francesca’s life that was a limpid flame
Agleam against the shimmer of a sword,
Which falling, quenched the flame in blood outpoured
To free the house of Rimino from shame —
Francesca’s death that blazed aloft her name
In guilty fadeless glory, hurling toward
The windy darkness where the tempest roared,
Her spirit burdened by the weight of blame —

Francesca’s life and death are mirrored here
Forever, on the face of her who stands
Illumined and intent beside the blaze,
Grown one with it, and reading without fear
That they shall fare upon the selfsame ways,
Plucked forth and cast away by bloody hands.

***

Της Φραντζέσκα η ζωή ένα πάθος ήταν καθαρό
Μια λάμψη στου σπαθιού πάνω τη μαρμαρυγή,
Που, πέφτοντας, το πάθος έσβησε τ’ αίματος πούχε χυθεί
Του Ρίμινο να ελευθερώσει απ’ τη ντροπή, το σπιτικό —
Της Φρανζέσκα ο θάνατος που τ’ όνομά της στιγμάτισε εντόνως
Μ’ αξεθώριαστο μεγαλείο ενοχικό, ενάντια ρίχνοντας μ’ ορμή
Στη θορυβώδη σκοτεινιά, στης θύελλας μέσα την άγρια φωνή,
Το πνεύμα της φορτωμένο τη σπουδαιότητα που ’χει ο ψόγος—

Της Φρανζέσκα καθρεφτίζοντ’ εδώ, η ζωή και το τέλος
Για πάντα, στο πρόσωπό της που υπομένει
Φωτισμένο, στη φλόγα κοντά διακαώς,
Μεγαλωμένος κάποιος μ’ αυτό, και διαβάζοντας χωρίς δέος
Πως θα ταξιδεύουν με τρόπους ίδιους ακριβώς,
Προς τα έξω γενναίοι κι από χέρια άτιμα, αποβλημένοι.

***

A Song to Eleonora Duse in “Francesca da Rimini”

Oh would I were the roses, that lie against her hands,
The heavy burning roses she touches as she stands!

Dear hands that hold the roses, where mine would love to be,
Oh leave, oh leave the roses, and hold the hands of me!

She draws the heart from out them, she draws away their breath,—
Oh would that I might perish and find so sweet a death!

***

Ω ας ήμουν τα ρόδα, στα χέρια της μέσα απλωμένα,
Τα βαθυπύρινα ρόδα καθώς στέκεται, από ’κείνη αγγιγμένα!

Χέρια που τα τριαντάφυλλα κρατούν, αγαπημένα, όπου η δική μου έπρεπε αγάπη να βρεθεί,
Ω φύγετε, ω τα ρόδα εγκαταλείψτε, και απ’ τα δικά μου χέρια ας κρατηθεί!

Την καρδιά από ’κείνα αφαιρεί, σύρει την ανάσα τους μακριά,-
Ω ας ήταν να φθαρώ και μια θανή να βρω έτσι γλυκιά!


Η Ελεονώρα Ντούζε (Eleonora Duse, 1858-1924) υπήρξε μεγάλη Ιταλίδα ντίβα του θεάτρου, μούσα και ερωμένη του Ντ’ Ανούντσιο και ιδανική ερμηνεύτρια έργων του Σαίξπηρ, του Δουμά υιού και του Ίψεν. Στο «Ntουέντε» ο Λόρκα αναφερόμενος στην Ντούζε, γράφει: Τέτοια ήταν η περίπτωση της ένθεης Ελεονόρας Ντούζε / που ερμηνεύοντας αποτυχημένα έργα τα έκανε να / θριαμβεύσουν, χάρη σ’ εκείνο το οποίον η ίδια επινοούσε [Φ.Γ.Λόρκα, Ντουέντε, σελ. 39, εκδ. Γαβριηλίδης. μτφρ. Γ. Γεωργούσης].

Sara Teasdale, Αμερικανίδα λυρική ποιήτρια. Γεννήθηκε στο Σεντ Λούις του Μιζούρι τον Αύγουστο του 1884. Σαν παιδί παρουσίασε ιδιαίτερα ευαίσθητη υγεία. Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύτηκε στην Reedy’s Mirror το 1907 και την ίδια χρονιά εκδόθηκε η συλλογή της: Sonnets to Duse and Other Poems. Ανάμεσα σε διάφορα φλερτ επέλεξε να παντρευτεί τον Ernst Filsinger το 1914 του οποίου η επιχειρηματική δραστηριότητα προκάλεσε στην Sara Teasdale έντονο αίσθημα μοναξιάς. Έτσι το 1929 αποφάσισε και έβαλε σε εφαρμογή το διαζύγιο μέσω των δικηγόρων της. Μετά το διαζύγιο αναζωπύρωσε τη φιλία της με τον ποιητή Vachel Lindsay, ο οποίος ήταν πλέον παντρεμένος με παιδιά. Το 1918 η Teasdale κέρδισε το βραβείο Pulitzer για τη συλλογή της Love Songs. Το έργο της χαρακτηρίζεται από απλότητα και σαφήνεια, πάθος και ρομαντισμό. Αποδυναμωμένη οργανικά και πνευματικά μετά από μια δύσκολη περίοδο με πνευμονία, η Teasdale αυτοκτόνησε στις 29 Ιανουαρίου 1933, με υπερβολική δόση βαρβιτουρικών. Η τελευταία συλλογή της, Strange Victory εμφανίστηκε μετά θάνατον το ίδιο έτος. Ο Lindsay πέθανε αυτοκτονώντας κι ο ίδιος δύο χρόνια νωρίτερα. Η Sara Teasdale είναι ενταφιασμένη στο Νεκροταφείο Bellefontaine στο Σεντ Λούις. Άλλα έργα της: Helen of Troy, and Other Poems (1911), Rivers to the Sea (1915), Flame and Shadow(1920), Dark of the Moon (1926), and Stars To-night (1930).

2 σκέψεις σχετικά με το “Sara Teasdale, 8 σονέτα κι ένα τραγούδι για την Eleonora Duse | μτφρ. Ασημίνα Λαμπράκου

Σχολιάστε