vop

Από τότε που βρήκε τα γυαλιά του,
αυτός ο άνδρας όλο και πιο συχνά χάνεται
στους δρόμους της πόλης
και να θυμηθεί δεν μπορεί ποιος είναι.
Δεν παρατηρεί πώς του δωματίου οι τοίχοι
λικνίζονται τ’ απόβραδο,
πληγωμένα πουλιά – τα βιβλία
πετούν απ’ τα ράφια
και φτερά μελάνης σκεπάζουν
τα καθίσματα και το τραπέζι,
θολώνοντας το περίγραμμα των αντικειμένων
και τα ματαιωμένα φιλιά.
Ο αέρας δεν φτάνει,
και γι’ αυτό δεν διαβάζει στα μάτια μου
την κούραση κι αυτό που αποσιωπώ,
ότι δηλαδή δεν είναι πια κάστρο
το σπίτι μου.

Στην κοιλιά του αυτός ο άνδρας κρύβει
αχόρταγο σφουγγάρι,
που όλη μου τη χαρά ρουφά.

Από τότε που βρήκε τα γυαλιά του,
δεν βλέπει τα κολλημένα στο σπίτι
σημειώματα με το: «πότισε τα λουλούδια!»,
και γι’ αυτό μαραίνονται αργά αυτά
όπως οι πόθοι μου
κι ακούγοντας τις ξένες φωνές απ’ έξω,
όλο και δυσκολότερα αναγνωρίζω τη δική μου.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Φτερά μελάνης, Aksinia Mihaylova | μτφρ. Μαρία Δούμπα

Σχολιάστε